«Εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας» φωνάζει στο κοινό η Ελένη Κοκκίδου δευτερόλεπτα πριν κλείσουν τα φώτα της παράστησης «Αβελάρδος και Ελοΐζα». Τρυφερός είναι ο έρωτας κι ας σου κατατρώγει τις σάρκες, σε ταπεινώνει, σε αφανίζει, κι ας νιώθεις την αίσθηση του πηχτού αίματος του άλλου στη γλώσσα σου.
Ο Γιάννης Καλαβριανός έγραψε το κείμενο, που κατορθώνει να είναι μαζί πυρετικό και ψύχραιμο, και σκηνοθέτησε την παράσταση με αφορμή μια επίσκεψή του στο κοιμητήριο του Pere Lachaise στο Παρίσι. Παρατήρησε φρέσκα λουλούδια και επιστολές και δώρα πάνω σε έναν τάφο. Δυο ξαπλωμένα αγάλματα, ένας άντρας και μια γυναίκα με τα χέρια σε στάση προσευχής, κοσμούσαν τον τάφο με την επιγραφή «Les restes d’Heloise et d’Abelard sont reunis dals se tombeau». Ήταν η Ιωσηφίνα Βοναπάρτη αυτή που ζήτησε, επτά αιώνες μετά τον θάνατο του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, να μεταφερθούν τα οστά τους σε έναν κοινό τάφο, όπως επιθυμούσαν οι ίδιοι αλλά η κοινωνία της εποχής τους το στέρησε, βίαια. Άλλωστε, όπως ακούγεται και στην παράσταση, «οι άνθρωποι γίνονται ζώα όταν ερωτεύονται και θηρία όταν ερωτεύονται οι άλλοι».
Ο Γιάννης Καλαβριανός έγραψε και σκηνοθέτησε την παράσταση όχι με το τρέμουλο και το καμπάνισμα του ένδοξου που περιέχει ένας έρωτας ο οποίος έμεινε στην ιστορία. Το έκανε σαν να έβαλε το κοινό να κάτσει σε ένα τραπέζι και αυτός έκοψε ένα καρβέλι ζεστό χειροποίητο ψωμί και το μοίρασε στο κοινό, να το γευθεί μαζί με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Και δεν εκβίασε ούτε στιγμή τη συγκίνηση, τον φόβο ή τη συναίνεση των θεατών.
ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΦΟΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Στην Ευρώπη του 12ου αιώνα, η κοινωνία ήταν καταπιεσμένη και δεχόταν μεγάλες επιρροές σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (κληρικοί, ευγενείς, δουλοπάροικοι). Δεν θα μπορούσαν φυσικά να απουσιάζουν οι μεγάλες επιρροές και στη φιλοσοφία όπου η ελληνική σκέψη, η ελεύθερη διαλεκτική, και η εξέταση παντός φιλοσοφικού ζητήματος συγκρούονταν έντονα με τον «μυστικισμό» και δυσκόλευαν πολύ την ισορροπία μεταξύ πίστης και λογικής. Ένα διπλό γραφειοκρατικό σύστημα, κοσμικό και εκκλησιαστικό, περιέβαλλε την κοινωνία αναγκάζοντας τους φιλοσόφους του Μεσαίωνα να παραμένουν πιστοί στην Εκκλησία και στο Κράτος. Παρά το αυστηρό κλίμα, όμως, κάποιοι φιλόσοφοι με ανήσυχο πνεύμα, προσπάθησαν να απελευθερωθούν από τα δεσμά του φιλοσοφικού «κανόνα» που ακολουθούσε η εποχή και αγωνίστηκαν, ο καθένας μέσα από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, για να προσφέρουν με τις κριτικές τάσεις τους στην ανώτατη εκπαίδευση του Μεσαίωνα την πανεπιστημιακή ελευθερία. Μια τέτοια περίπτωση φιλοσόφου, με ανεξάντλητη μαχητική δύναμη, είναι του Πέτρου Αβελάρδου, ο οποίος στα 25 του χρόνια είχε ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη.
•Ο ζηλόφθονος διδάσκαλος
Ποιος όμως ήταν αυτός ο φιλόσοφος, που τόσο πολύ αγαπήθηκε και συνάμα πολεμήθηκε τόσο ώστε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 12ου αιώνα, την ανακάλυψη του έρωτα, να τη βιώσει με τον τραγικότερο τρόπο;
Ο Πέτρος Αβελάρδος γεννήθηκε στο Παλέ της Γαλλίας το 1079. Η μεγάλη αγάπη του για τις φιλοσοφικές μελέτες τον ώθησε να παραχωρήσει το επάγγελμα των όπλων, όπως και το κληρονομικό δικαίωμα του πρωτότοκου στ’ αδέλφια του, και να στραφεί προς τις σπουδές.
Στο Παρίσι, η ανάγκη να γκρεμίσει τα είδωλα τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον διασημότερο καθηγητή του, Γουλιέλμο ντε Σαμπώ, ο οποίος αρχικά τον δέχτηκε με μεγάλη θέρμη. Αργότερα όμως τον αντιπάθησε σφοδρά. Ο Αβελάρδος, στην προσπάθειά του να αντικρούσει κάποιες απόψεις του δασκάλου του, ενεπλάκη σε αντιδικίες, στις οποίες αρκετές φορές υπερείχε εξαιτίας των ορθών επιχειρημάτων του.
Πολύ νωρίς του δημιουργήθηκε η μεγάλη επιθυμία να διδάξει. Όταν το όνειρό του έγινε πραγματικότητα στην πόλη Μελέν, ο δάσκαλός του εξοργίστηκε και αποπειράθηκε να υπονομεύσει τους μαθητές του Αβελάρδου. Με τον φθόνο του, όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στον μαθητή του περισσότερους υποστηρικτές. Η αλήθεια είναι ότι η διδασκαλία του νεαρού Αβελάρδου ενθουσίαζε τους μαθητές και δημιουργούσε οπαδούς. Ίδρυσε σχολή στο Κορμπέιγ και αφοσιώθηκε στο έργο του με όλες του τις δυνάμεις μέχρι «τελικής πτώσεως».
•Ο παράφορος έρωτας
Η λαμπρή πορεία του Πέτρου Αβελάρδου ξαφνικά αλλάζει το 1118 εξαιτίας της μυθιστορηματικής ερωτικής περιπέτειάς του με τη δεκαπεντάχρονη Ελοΐζα, ανιψιά τού γέροντα εφημέριου Φυλμπέρ. Η Ελοΐζα ήταν γνωστή σε ολόκληρη τη Γαλλία για τη μόρφωσή της. Ο Φυλμπέρ εμπιστεύεται την πνευματική καλλιέργεια της ανιψιάς του στον Αβελάρδο και τον προσλαμβάνει εσωτερικό δάσκαλό της. Ο κίνδυνος παραμονεύει…
Η πνευματική επαφή μεταξύ δασκάλου και μαθήτριας δεν άργησε να εξελιχθεί σε σαρκική κι ένας μεγάλος έρωτας να ανθίσει κρυφά στο σπίτι του εφημέριου. Όπως ο ίδιος ο φιλόσοφος γράφει «ενωθήκαμε κάτω από την ίδια στέγη… Με την πρόφαση πως μελετούμε περνούσαμε ώρες ολόκληρες μέσα στη γλύκα του έρωτα… Τα φιλιά μας ήσαν περισσότερα από τα λόγια μας… Τα χέρια μου πιο πολύ ζητούσαν την αγκαλιά της παρά τα βιβλία… Ο έρως γέμιζε τα βλέμματά μας».
Η ρομαντική, όμως, ιστορία του Πέτρου και της Ελοΐζας παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις όταν στα σπλάχνα της μικρής μαθήτριας του φιλοσόφου αρχίζει να μεγαλώνει ο καρπός του έρωτά τους. Εδώ ξεκινάει ο Γολγοθάς για τους ανήσυχους εραστές. Ο Αβελάρδος μεταφέρει κρυφά την αγαπημένη του στη Βρετάνη. Εκεί η Ελοΐζα φέρνει στον κόσμο τον Πέτρο-Αστρολάβο. Ο Αβελάρδος θέλει να νομιμοποιήσει τη σχέση του μαζί της μα εκείνη τον εμποδίζει. Μ’ ένα γράμμα της τον συμβουλεύει να εγκαταλείψει την ιδέα του γάμου, για να μην χαλάσει η πνευματική σταδιοδρομία του: «…δεν θα μπορέσεις να φροντίζεις και τη σύζυγο και τη φιλοσοφία. Πώς θα συμβιβάσεις τις υποχρεώσεις τού καθηγητή και του υπηρέτη, της βιβλιοθήκης και της κούνιας, της πένας και της διάστρας; Έχεις ανάγκη να συγκεντρωθείς στους φιλοσοφικούς σου στοχασμούς. Θα μπορέσεις να ανεχτείς τα κλάματα του μωρού, τα νανουρίσματα της τροφού, τον συνεχή θόρυβο του υπηρετικού προσωπικού; Πώς θα αντέξεις τις βρωμιές που κάνουν διαρκώς τα μικρά παιδιά;
Οι πλούσιοι μπορούν γιατί έχουν ένα παλάτι ή ένα μεγάλο σπίτι που τους επιτρέπει να απομονωθούν, τα πλούτη τους επαρκούν για όλα τα έξοδα και δεν χρειάζεται να σταυρώνονται καθημερινά για τις υλικές ανάγκες. Οι διανοούμενοι δεν βρίσκονται στην ίδια θέση και όσοι ασχολούνται με χρήματα και υλικές ανάγκες δεν μπορούν να αφοσιωθούν στο έργο του θεολόγου ή του φιλοσόφου».
•Ο «τιμωρός» θείος
Ο Αβελάρδος αρνείται να δεχτεί τη θυσία της Ελοΐζας και επιμένει να τη νυμφευθεί. Εκείνη υποκύπτει στο γεγονός ότι ο γάμος τους θα μείνει κρυφός και ενημερώνει τον θείο της. Όμως ο Φυλμπέρ δεν συμφωνεί με την ιδέα αυτή. Παρ’ όλο που παρευρέθη στην τελετή του μυστικού γάμου επιμένει να τον δημοσιοποιήσει. Αυτή η έντονη επιθυμία βέβαια δεν αποσκοπούσε στην «πατρική» ικανοποίησή του αλλά στη μείωση του κύρους του Αβελάρδου, αφού παρά την τροπή των πραγμάτων, δεν εννοεί να τον συγχωρήσει.
Το ζευγάρι ασφυκτιά μπροστά στην επιμονή του Φυλμπέρ και ο Αβελάρδος αποφασίζει να στείλει την Ελοΐζα στο μοναστήρι του Αρζαντέιγ, ντυμένη μοναχή, μέχρι να κοπάσουν τα σχόλια. Έτσι ο Αβελάρδος επιστρέφει στη σχολή του, για να συνεχίσει τις παραδόσεις του ελπίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα ηρεμήσει λίγο τα πνεύματα. Όμως ο Φυλμπέρ θύμωσε. Θεώρησε ότι τον εξαπάτησαν. Το μίσος και το συναίσθημα της εκδίκησης φώλιασαν στην καρδιά του.
Μια νύχτα, λοιπόν, πλήρωσε καλά έναν υπηρέτη του φιλοσόφου, για να διευκολύνει αυτόν και την παρέα του να μπουν στο σπίτι του Αβελάρδου. Οι μπράβοι του αφαίρεσαν κάθε ίχνος ανδρισμού ευνουχίζοντάς τον. Το ξημέρωμα τον διέσυραν ακρωτηριασμένο μπροστά στον κόσμο που είχε μαζευτεί και τον ανάγκασαν να αποσυρθεί ντροπιασμένος στο αβαείο του Σαιν Ντενί.
•Ένας ακρωτηριασμένος μαχητής
Το πάθος του Αβελάρδου για τη μελέτη επουλώνει σιγά σιγά τα τραύματά του. Οι μαθητές του τον παρακαλούσαν να ξαναρχίσει τη διδασκαλία του. Γράφει την πρώτη πραγματεία περί θεολογίας. Η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ήταν πρόκληση για τους αντιπάλους του. Επωφελούμενοι από τις συμφορές του, τον κατεδίωκαν. Η διδασκαλία του ανησύχησε την Καθολική Εκκλησία, ειδικότερα όταν κήρυξε ότι η αμφιβολία είναι η αφετηρία που οδηγεί στην έρευνα. Η κατάσταση οξύνθηκε όταν δίδαξε ότι η αμαρτία υπάρχει μόνο όταν συντρέχει κακή και δόλια πρόθεση, γιατί θεωρήθηκε αιρετικός αφού αρνιόταν το προπατορικό αμάρτημα. Συνέπειες των θεωριών του υπήρξαν οι αλλεπάλληλες διώξεις και τα βασανιστήρια στα οποία πρωταγωνιστής υπήρξε ο δεινότερος πολέμιός του, Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ο οποίος ανακηρύχθηκε «άγιος» από την Καθολική Εκκλησία. Ο Άγιος Βερνάρδος τον κατεδίωκε έως ότου συνεκλήθη Σύνοδος στη Σουασόν όπου ο μεγάλος φιλόσοφος καταδικάστηκε ως επικίνδυνος αιρετικός. Ο διασυρμός του Αβελάρδου είχε φτάσει στο ύψιστο σημείο. Τα βιβλία του καίγονται στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Ο φιλόσοφος, ψυχικό ράκος, καταφεύγει στο μοναστήρι του Κλυνύ όπου στις 21 Απριλίου του 1142 αφήνει την τελευταία του πνοή. Η Ελοΐζα, πριν κι εκείνη κλείσει τα μάτια της, ζήτησε να ταφεί δίπλα στον άνδρα της που τόσο λάτρεψε.