Dark Mode Light Mode

Αποχαιρέτα την… πόλη που χάνεις

Συνηθίσαμε τις σκονισμένες βιτρίνες, τα ρημαγμένα μαγαζιά, τα αζήτητα «Πωλείται» και «Ενοικιάζεται». Τώρα ίσως πρέπει να συνηθίσουμε και τα εγκαταλειμμένα μπακαλικάκια και περίπτερα, αφού με τις νέες ρυθμίσεις τα προϊόντα καπνού θα πωλούνται και στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Στους επόμενους δύο μήνες, θα τοποθετηθούν ειδικά σταντ με τσιγάρα σε 250 καταστήματα γνωστής αλυσίδας- «γίγαντα», ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες. Αυτή η «απελευθέρωση» της αγοράς θα είναι η χαριστική βολή (;) για χιλιάδες μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις που ήδη φυτοζωούν.

 

Όχι… όσα ξέρει ο κουρέας, αλλά όσα ξέρουν ο μπακάλης και ο περιπτεράς της γειτονιάς δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Μπορεί να μην ενδιαφέρονται πια για τα «φρονήματα» των πελατών του, για το τι εφημερίδα αγοράζουμε, αφού οι περισσότεροι έχουν πάψει να αγοράζουν εφημερίδα. Ξέρουν, όμως, ποιοι μαθητές έχουν πάψει να αγοράζουν κρουασάν, τσίχλες και άλλα μικροπράγματα γιατί έχει κοπεί το χαρτζιλίκι τους (και όχι γιατί ξαφνικά αγάπησαν τις… υγιεινές τροφές). Ξέρουν ποιος γονέας, επιστρέφοντας από τη δουλειά (εφόσον ανήκει στο σπάνιο είδος που εξακολουθεί να δουλεύει), αγοράζει μια κόκα κόλα ή μια μπίρα για το σπίτι, ξέρουν ποιος μάταια ζητεί να ψωνίσει επί πιστώσει.

 

Στις καλές ή μάλλον στις κανονικές (sic) εποχές, το μπακάλικο και το περίπτερο ήταν οι μικροί καταναλωτικοί παράδεισοι των απλών ανθρώπων. Περιοδικά, φτηνά παιχνιδάκια, συσκευασμένες λιχουδιές, γαριδάκια, τσιπς. Τώρα όλα αυτά έχουν γίνει απαγορευμένοι καρποί και οι περισσότεροι επαγγελματίες βαράνε μύγες.

 

Το μαγαζάκι ήταν ένα ισχυρό τοπόσημο, ένας κόμβος κοινωνικής ζωής, ένα μίνι καφενείο όπου αρκετοί γείτονες κοντοστέκονταν και συζητούσαν. Ιδίως, το φωταγωγημένο περίπτερο τη νύχτα ήταν ένας φάρος ζωής, κάτι διαφορετικό από τα αδιάφορα φανάρια των αυτοκινήτων. Εδώ συνήθως ρωτούσαμε για το πού πέφτει το νοσοκομείο, το διανυκτερεύον φαρμακείο, ένας άγνωστός μας δρόμος ή μία ταβέρνα.

 

Πέντε χιλιάδες λουκέτα έχουν μπει την τελευταία τριετία σε περίπτερα και καταστήματα ψιλικών. Υπολογίζεται ότι από τα δώδεκα χιλιάδες που έχουν απομείνει, δε θ’ αντέξει ούτε το ένα στα πέντε. Έτσι, θα περπατάμε μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζουμε κανέναν και θα σιγομουρμουρίζουμε «κι ούτε κανένας με γνώριζε». Ούτε καν ο περιπτεράς της γειτονιάς μας.

 

Προηγούμενο άρθρο

Ποδηλατοπορεία στη Θάσο

Επόμενο άρθρο

Η βράβευση του Γ. Γαβριηλίδη