Τελικά αποδείχθηκε ότι η ανάγνωση της συλλογής των κειμένων του Βαλεντίνο Μπομπιάνι «Τα αόρατα γηρατειά» από τη Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν το καλύτερο «πρόσχημα» για να βρεθούν κοντά της κάποιοι τυχεροί καβαλιώτες και να ευτυχήσουν να την ακούσουν να μιλά για πλήθος θεμάτων. Απλή και καλοβαλμένη, μορφωμένη σε ακαδημαϊκό και κοινωνικό επίπεδο, έξοχη συζητήτρια, η ηθοποιός και σκηνοθέτης που έζησε πολλά και δημιούργησε ακόμη περισσότερα, το βράδυ της Δευτέρας «μετάγγισε» τις εμπειρίες της σε εμάς τους «προνομιούχους».
Η κ. Λυμπεροπούλου παρέμενε καθισμένη στην άκρη της πρώτης σειράς των καθισμάτων του θεάτρου «Αντιγόνη Βαλάκου» μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το τρίτο κουδούνι. Ύστερα ανέβηκε στη σκηνή, κάθισε πίσω από το μαύρο τραπέζι και διάβασε κείμενα από το βιβλίο του Βαλεντίνο Μπομπιάνι «Τα αόρατα γηρατειά». Η έκπληξη όμως που είχαν ετοιμάσει ήρθε μετά τη μισάωρη ανάγνωση. Όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής Θοδωρής Γκόνης, πήρε μια δεύτερη καρέκλα, ανέβηκε στη σκηνή, κάθισε δίπλα στη Μάγια Λυμπεροπούλου και θυμήθηκε πως όχι μόνο ήταν δασκάλα του που μάλιστα τον δυσκόλεψε πολύ, αλλά κι ότι ερμήνευσε μαζί της πάνω στο σανίδι.
Κάπως έτσι, απλά κι έξυπνα, δόθηκε η «πάσα» για την έναρξη ενός διαλόγου, που ελάχιστες φορές έχει την πολυτέλεια να απολαμβάνει το κοινό. Ανάλογες ευκαιρίες οραματίζεται κάθε δημοσιογράφος που καλύπτει το θεατρικό ρεπορτάζ, όταν καλείται να παρακολουθήσει τις καθιερωμένες «στημένες» συνεντεύξεις τύπου, οι οποίες προαναγγέλλουν μια παράσταση. Γιατί τελικά, η ουσία αναλύεται μακριά από κάμερες, μικρόφωνα και φωτογραφικά φλας. Η ουσία κρύβεται στα χαλαρά λόγια ενός ηθοποιού, όταν αυτός έχει πλέον ολοκληρώσει την ερμηνεία του και επιστρέφει σε κανονικούς ρυθμούς.
Η ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
Τα πρώτα λόγια της Μάγιας Λυμπεροπούλου ήταν αφιερωμένα στην Καβάλα και στη χαρά που ένιωσε επιστρέφοντας εδώ, όπου κατά το παρελθόν είχε βρεθεί με παραγωγές του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν. Ακόλουθα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, κάτι ασυνήθιστο για ηθοποιό και μάλιστα γυναίκα, ομολόγησε πως η 11η Μαρτίου ήταν η ημέρα των 73ων γενεθλίων της. Με το κοινό ελεύθερο να διατυπώσει προς την κ. Λυμπεροπούλου όποια ερώτηση θα επιθυμούσε, η βραδιά οδηγήθηκε σε ακόμη πιο μαγικά μονοπάτια. Γιατί, πως αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει μια διαδικασία ερωταπαντήσεων μεταξύ της ηθοποιού και διακεκριμένων καβαλιωτών, όπως ο Κοσμάς Χαρπαντίδης και ο Αντώνης Κούφαλης; Έτσι λοιπόν, η μεν Μάγια Λυμπεροπούλου ανέτρεξε στο πλούσιο παρελθόν της, το δε κοινό κυριολεκτικά ρούφηξε τα λόγια της, μιας κι αυτά «μοσχομύριζαν» θέατρο και πολιτισμό.
Η κ. Λυμπεροπούλου, καλλιτέχνης που συνεργάστηκε με κορυφές όπως ο Κάρολος Κουν, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, μετέφερε με μοναδικό τρόπο στους παριστάμενους, σελίδες της ζωής και της γνώσης της. Ανέτρεξε στο παρελθόν της και στα σχολικά της χρόνια. Τότε, που στη δεκαετία του ’50, το αμερικάνικο σχολείο όπου φοιτούσε πρωτοπορούσε, προσλαμβάνοντας «αριστερούς» καθηγητές και περιλαμβάνοντας το θέατρο και την τέχνη στην καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία. Θυμήθηκε την εισαγωγή της στη νομική σχολή, όπως όφειλαν να πράττουν τα παιδιά του τότε «καλού κόσμου», αλλά και τη μυστική είσοδό της στη σχολή του Κάρολου Κουν. Ήταν μια εποχή όπου το επάγγελμα του ηθοποιού θεωρούνταν τερατώδης και ο χώρος συνώνυμος με τα «εγκληματικά στοιχεία».
Στα 19 της βρέθηκε πρωταγωνίστρια του Θεάτρου Τέχνης, με δάσκαλο τον άνθρωπο που αναμόρφωσε το ελληνικό θέατρο και πλάι του μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς. Η Μάγια Λυμπεροπούλου θυμήθηκε τον χαρακτηρισμό «κουνάκια» που απέδιδαν στην ομάδα του Κουν οι συνάδελφοί της και τις ειρωνείες για τις 18 ώρες δουλειάς που τους επιβάλλονταν. Θυμήθηκε ακόμη την εξαετία που έζησε στη Γαλλία και επεσήμανε ότι το θέατρο είναι «δουλειά συνόλου», που πάντοτε θα πατά πάνω στον κυρίαρχο λόγο.
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΗΠΕΘΕ
Ρωτήθηκε για ποιο λόγο οι σημερνοί άνθρωποι του πνεύματος δεν παίρνουν ανοιχτά θέση για την άσχημη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα κι αναρωτήθηκε: «Που να διατυπώσουν ανοικτά τη γνώμη τους; Στη σημερινή τηλεόραση ή στις σημερινές εφημερίδες;» Ουσιαστικά επανέλαβε δικές της δηλώσεις που έκανε για το θέμα πριν από δύο ακριβώς χρόνια, τότε που σημείωνε: «Δεν ανέχομαι κάποιον να λέει πως οι διανοούμενοι σιωπούν, τη στιγμή που δεν τους ζήτησαν ποτέ τον λόγο. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε η χώρα που έχει επινοήσει τον όρο “κουλτουριάρης” κατά το “ψωριάρης”. Αν μπεις στα σάϊτς και τα μπλογκ, θα δεις πως ζούμε τον φασισμό της γνωμούλας. Άλλο κρίση κι άλλο γνώμη. Ο ελληνικός χώρος έχει μια τάση στο κουτσομπολιό και αυτό έχει γιγαντωθεί τρομακτικά. Με τρομάζει που μερικοί το εξισώνουν με τη γνώση. Δικαιούσαι να μη σου αρέσει κάτι, αλλά να το εξισώνεις με ό,τι δεν είναι καλό επειδή δεν αρέσει σ’ εσένα, αυτό είναι αμάθεια».
Η Μάγια Λυμπεροπούλου διατύπωσε την γνώμη της και για τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, έναν τομέα που τον κατέχει πολύ καλά, ως πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Γνωρίζει επομένως από πρώτο χέρι τις τεράστιες δυσκολίες από την μη έγκαιρη χρηματοδότηση του υπουργείου πολιτισμού. Ξεκαθάρισε μάλιστα ότι για τη βιωσιμότητα ενός ΔΗΠΕΘΕ δεν είναι υπεύθυνος ούτε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, αλλά ούτε και ο δήμαρχος μιας πόλης, παρά το ίδιο το κοινό που είτε θα στηρίξει τη δράση του τοπικού θεάτρου, είτε θα το «χαντακώσει».
Επί του συγκεκριμένου θέματος, κάποιοι ερωτώντες ίσως και να πιάστηκαν «αδιάβαστοι» μη γνωρίζοντας ότι το Δημοτικό Θέατρο Πάτρας ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1988, υπό της διεύθυνση της Μάγιας Λυμπεροπούλου και του Βίκτορα Αρδίττη και η πρώτη παράσταση που ανέβασε ήταν η «Μαρκησία ντε Σαντ» του Μισίμα σε σκηνοθεσία της Λυμπεροπούλου. Στις 29 Ιουνίου του 1989 το θέατρο μετεξελίχθηκε σε ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας διατηρώντας αρχικά και τους δύο καλλιτεχνικούς διευθυντές του, ως την αποχώρησή του Αρδίττη ένα χρόνο μετά, που άφησε τη Λυμπεροπούλου μόνη της στο τιμόνι του θεάτρου μέχρι το 1993.
Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα που έζησε την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου, ξεκαθάρισε ότι δεν τη φοβίζουν οι οικονομικές δυσκολίες της χώρας, τρέμει ωστόσο την κρίση των αξιών. Παρόλα αυτά αισιοδοξεί και πιστεύει πως οι Έλληνες θα τα καταφέρουν, όπως άλλωστε συνηθίζουν να πράττουν ανά τους αιώνες και ειδικότερα όταν οι συνθήκες ζωής τους γίνονται ασφυκτικά πιεστικές. Όσοι βρεθήκαμε το βράδυ της Δευτέρας απέναντι από τη Μάγια Λυμπεροπούλου κι ευτυχήσαμε να την ακούσουμε να μας μιλά, όχι μόνο μακαρίσαμε τους μαθητές της, αλλά νιώσαμε κι εμείς έστω και για λίγο ως διδασκόμενοι μιας κυρίας από τις λίγες που διαθέτει αυτή χώρα.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ