Λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα της στο Θέατρο Σημείο της Αθήνας και στο BlackBox της Θεσσαλονίκης, το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, φιλοξενεί την Πέμπτη 12 και την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου, στις 21:00 στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου» το έργο «Αρτώ/Βαν Γκογκ, avec un pistolet» σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη.
Δύο καταραμένες προσωπικότητες, κάθε μία με τον δικό της τρόπο, συναντιούνται επί σκηνής. Ο Αντονέν Αρτώ συναντά τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Ο γάλλος συγγραφέας, εμπνευστής του θεάτρου της σκληρότητας προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το μυστήριο πίσω από τη ζωή και την αυτοκτονία του μεταϊμπρεσιονιστή ζωγράφου. Τα γεγονότα είναι αληθινά και εξελίσσονται εν έτη 1947, όταν και δίνει την περίφημη διάλεξη με τίτλο «Βαν Γκογκ, ο Αυτόχειρας της Κοινωνίας», μπροστά σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο στο Παρίσι.
Ποια ήταν όμως η αφορμή για να μελετήσει ο Αρτώ την περίπτωση Βαν Γκογκ; Το 1947, πριν τα εγκαίνια μιας έκθεσης του Βαν Γκογκ στο Παρίσι, ο γκαλερίστας Πιερ Λεμπ ζήτησε από τον Αρτώ να γράψει για το ζωγράφο. Τον θεωρούσε ειδικό, όχι μόνο γιατί ένας καλλιτέχνης θα έγραφε για έναν άλλο καλλιτέχνη, αλλά διότι και οι δύο είχαν παρελθόν σε ψυχιατρικές κλινικές. Ο συγγραφέας αμφισβήτησε την άποψη ότι για όλα έφταιγε η απομόνωση και οι ψυχικές διαταραχές του ολλανδού ζωγράφου. Ανέπτυξε τη θέση ότι λόγω της εξαιρετικής διαύγειάς του, πολλοί αισθάνθηκαν άβολα. Η ζωγραφική του ήταν ενοχλητική σε πολλούς. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την μεγαλοφυΐα του. Τον οδήγησαν λοιπόν στο περιθώριο και στη συνέχεια στην αυτοκτονία.
Με αφορμή λοιπόν αυτή τη διάλεξη, αυτό το κείμενο του Αντονέν Αρτώ, η Ιόλη Ανδρεάδη έγραψε ένα κείμενο που αναδεικνύει τόσο την ιδιόμορφη, πυρετική προσωπικότητα του Αρτώ, όσο και την ξεχωριστή φυσιογνωμία του Βαν Γκογκ. Η παράσταση βασίζεται, πέρα από το δοκίμιο «Βαν Γκογκ, ο Αυτόχειρας της Κοινωνίας» και στην τελευταία επιστολή του Βαν Γκογκ στον Γκογκέν.
ΕΝΑ ΕΡΓΟ – ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ
Ο Ιωάννης Παπαζήσης ερμηνεύει τον Αντονέν Αρτώ. Μάλιστα, ο Αρτώ σε πολύ μεγάλο μέρος αυτής της διάλεξης ταυτίζεται με τον Βαν Γκογκ. Αισθάνεται κι αυτούς κυνηγημένος από την κοινωνία της εποχής του, κλεισμένος για πολύ καιρό σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπως και ο ζωγράφος. Ερωτώμενος ο πρωταγωνιστής εάν πιστεύει πως η κοινωνία όπλισε το όπλο του Βαν Γκογκ και εάν υπάρχει ταύτιση των δύο προσωπικοτήτων στην παράσταση, απάντησε:
«Οι θεατές το εισπράττουν όλο αυτό από την παράσταση. Το θέμα είναι όμως πώς προκύπτει αυτή η ταύτιση, αυτή η θεώρηση της κοινωνίας ως θύτη. Η ταύτιση των δύο αυτών προσωπικοτήτων εκκινείτε ουσιαστικά από τον θαυμασμό που τρέφει ο Αρτώ για τον Βαν Γκογκ. Έχω την αίσθηση ότι ο Αρτώ είχε ανάγκη να ταυτιστεί με τον καταραμένο Βαν Γκογκ, προσπάθησε μέσα από την ομιλία του να δημιουργήσει αυτό το πλαίσιο ταύτισης. Ήταν μια εσκεμμένη κίνηση. Αν πίστευε ότι ήταν καλά, ότι δεν χρειαζόταν ψυχιατρεία και ότι μπορούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, δεν θα ταυτιζόταν τόσο πολύ με τον Βαν Γκογκ».
Ερμηνεύοντας το τι ακριβώς είναι για εκείνον το συγκεκριμένο έργο, ο Γιάννης Παπαζήσης χρησιμοποίησε καυστική γλώσσα τονίζοντας:
«Το έργο είναι μια τεράστια κραυγή σε όλους αυτούς, που εγώ αποκαλώ θεατρομαλάκες: τους θεωρητικούς, τους γαμημένους κριτικούς, που απλά βάζουν ταμπέλες σε ό,τι βλέπουν και στήνουν τα πράγματα. Προσπαθούν να δουν με το μικρό μυαλό τους τι σημαίνει όλο αυτό που έχουν μπροστά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν μια μεγαλοφυΐα. Δεν μπορούν να την καταλάβουν. Πρέπει να είσαι και εσύ μεγαλοφυής για να κρίνεις μια μεγαλοφυΐα. Δεν μπορεί δηλαδή να μην πούλησε ούτε έναν πίνακα στη ζωή του ο Βαν Γκογκ. Ο άνθρωπος που άνοιξε την πύλη της μεταμοντέρνας τέχνης δεν γίνεται να είχε τέτοια μοίρα. Είναι λοιπόν μια κραυγή για τον κόσμο, γιατί αυτά τα λάθη συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Εμείς λοιπόν δείχνουμε με το δάχτυλο τον ένοχο».
Αναφερόμενος στην εικόνα που σχηματίζει ο θεατής για τον Αντονέν Αρτώ, ο πρωταγωνιστής συμπλήρωσε: «Ο θεατής καταλαβαίνει ποιος δεν ήταν ο Αρτώ. Εμείς μπαίνουμε στον τόπο του εγκλήματος και ερευνούμε τα πειστήρια που υπάρχουν. Αρχίζουμε και αναλύουμε αυτό που δεν είδε η κοινωνία. Το λάθος που έκανε. Σήμερα πλέον η κοινωνία έχει αναγνωρίσει το λάθος της. Απλώς, ακόμη και σήμερα υπάρχουν μεγαλοφυΐες δίπλα μας, που κανείς δεν τους δίνει προσοχή, δεν αναγνωρίζει το ταλέντο τους.
ΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑ ΤΑΥΤΙΣΗΣ
* Ο Βενσάν Βαν Γκογκ (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φοβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.
* Ο Αντουάν Μαρί-Ζοζέφ Αρτώ ήταν Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής και θεωρητικός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1896 και πέθανε στις 4 Μαρτίου του 1948. Μέγας αιρετικός, ο Αρτώ διέγραψε μια εμπνευσμένη πορεία ξεπερνώντας τα συνηθισμένα όρια ακόμα και των πιο επαναστατικών κινημάτων του καιρού του. Ποιητής και θεωρητικός μίας νέας μορφής θεάτρου, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, ένας αγνός ανθρωπιστής που σημάδεψε την τέχνη του αιώνα του. Ο ίδιος επινόησε και δημιούργησε το Θέατρο της Σκληρότητας. Για μεγάλες περιόδους της ζωής του, ο Αρτώ ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές, ενώ αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Από την πλευρά της, η κειμενογράφος και σκηνοθέτης της παράστασης Ιόλη Ανδρεάδη σημείωσε:
«Από τον τίτλο ακόμη του δοκιμίου του “Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας”, ο Αρτώ εμπλέκει στο θέμα της αυτοκτονίας του Βαν Γκογκ το κοινωνικό σύνολο. Μέσα σε κάθε θέατρο, εκπρόσωποι της κοινωνίας είναι και οι θεατές, συμβολικοί και πραγματικοί. Οι θεατές που φαντάζεται ο ηθοποιός και οι θεατές που βλέπει. Από τη μεριά του, ο θεατής φαντάζεται με τη σειρά του. Φαντάζεται το πώς θα είναι κάτι που θα δει, ανάλογα με τις αναμνήσεις που ξυπνούν και τις σκέψεις που γεννιούνται από ένα τίτλο ή από ένα όνομα. Ο θεατής φαντάζεται και την ώρα που βλέπει μια παράσταση. Φαντάζεται έναν άλλο χώρο, έξω από τον θεατρικό. Και κάποιες φορές, όταν μια παράσταση του αρέσει, ένα χώρο πέρα από τον θεατρικό. Ταυτόχρονα βλέπει και αυτό που συμβαίνει μπροστά του.
Μέσα στο έργο τίθεται ένα ζήτημα ταύτισης. Κατά πόσο είναι δυνατό να ταυτιστούν οι σημερινοί θεατές με την κοινωνία στην οποία απευθύνεται ο Αρτώ απ’ τη μια, και με την κοινωνία στην οποία έζησε ο Βαν Γκογκ απ’ την άλλη – πενήντα χρόνια πριν από τη διάλεξη του Αρτώ – και κατά συνέπεια κατά πόσο θα αναλάβουν μερίδιο της ευθύνης; Η σχέση ηθοποιού/σκηνής και ακροατηρίου/πλατείας είναι κάτι που ο σκηνοθέτης μπορεί να επηρεάζει πρώτα απ’ όλα με τη δική του συγκέντρωση σε κάτι. Σε κάτι συγκεκριμένο που θέλει να αναδείξει. Σε αυτή τη φάση ψάχνουμε τις διάφορες αναλογίες: πόσο κεντρική είναι η θέση κάποιου στοιχείου, πόσο κεντρική είναι η θέση κάποιου άλλου. Το κατά πόσο ο Αρτώ κατηγορεί το θεατή, ή πιο σωστά, τον θεωρεί συνυπεύθυνο, είναι μέρος αυτής την έρευνας. Το κατά πόσο ο θεατής στην Ελλάδα του σήμερα θα κάνει συνδέσεις με πρόσφατα βιώματα θα εξαρτηθεί.
Αυτό το έργο, εξήγησε η Ιόλη Ανδρεάδη, προέκυψε από ένα ενδιαφέρον για το Βαν Γκογκ που πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση The Real Van Gogh: The Artist and His Letters στο Λονδίνο και τρία χρόνια μετά, από ένα ενδιαφέρον για τον Αρτώ που με έκανε να επισκεφτώ την έκθεση Van Gaugh / Artaud. Le suicide de la societe στο Παρίσι. Με μια περιέργεια, γιατί να ασχολήθηκε ο Αρτώ με την αυτοκτονία του Βαν Γκογκ. Για το τι να έψαχνε να βρει. Ποια να ήταν η σχέση τους.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
Σκηνογραφία – Κοστούμι: Δήμητρα Λιάκουρα
Μουσική – Ηχοτοπίο: Ερατώ Α. Κρεμμύδα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κώστας Μητράκας
Μακιγιάζ: Λένια Saw
Video Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Αφίσα: Κώστας Τσακαλάκης
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ
Ερμηνεύει ο Ιωάννης Παπαζήσης
=