Κάτι σαν γενική πρόβα θύμισε η πρεμιέρα της παράστασης «Μια Άγνωστη Από Τον Σηκουάνα» που πραγματοποιήθηκε μπροστά σε λιγοστό κοινό το βράδυ της Πέμπτης, ίσως γιατί το ίδιο απόγευμα ήταν προγραμματισμένες πολλές ακόμη εκδηλώσεις, ίσως διότι η καταρρακτώδης βροχή απέτρεψε πολλούς από την προσέλευσή τους στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου». Όσοι πάντως αποφάσισαν να τιμήσουν με την παρουσία τους το πρώτο ανέβασμα του έργου σε θεατρικό σανίδι, ταλαιπωρήθηκαν αρκετά και σε διάφορα επίπεδα.
Από τη στιγμή που προηγούμενα δεν είχα μελετήσει το κείμενο του συγγραφέα Έντεν φον Χόρβατ, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο επιτυχημένη ήταν η μετάφραση και η δραματουργική επεξεργασία, την οποία υπογράφει η Βίκυ Γεωργιάδου. Εκείνο όμως που είμαι σε θέση να γνωρίζω είναι ότι η τελική μορφή του κειμένου, όπως αυτό παρουσιάστηκε επί σκηνής, αποδείχθηκε φλύαρη, μακρόσυρτη και κουραστική σε βαθμό εξαντλήσεως. Αρκεί να αναφέρω ότι η παράσταση που κλήθηκε να παρακολουθήσει το κοινό της Πέμπτης, στο κλείσιμο μιας εργάσιμης ημέρας και πριν την έναρξη της επόμενης εργάσιμης επίσης, διήρκησε 105 λεπτά.
Προκειμένου να καταφέρει μια παράσταση να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών επί μακρό, αυτό κατά κανόνα επιτυγχάνεται μόνο μέσω ενός έργου που θα αποτελείται από πολλά επιμέρους «ζουμερά» στοιχεία. Δυστυχώς όμως, η Άγνωστη του Σηκουάνα της κ. Γεωργιάδου, κυριολεκτικά «βυθίστηκε» στις αδυναμίες της. Μια δουλειά βαρυφορτωμένη από ποικίλα σκηνοθετικά ευρήματα, τελικά έφτασε στο σημείο να εξαντλήσει τους θεατές και να τους ανακουφίσει μόνο στη διάρκεια του τελευταίου δεκαλέπτου.
Πέραν του σκηνικού, το οποίο ήταν υπέροχο, ευρηματικό και «πλούσιο» οπτικά συγκριτικά με τα μινιμαλιστικά έως ανύπαρκτα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις σύγχρονες παραστάσεις, τα υπόλοιπα στοιχεία δεν έδεσαν μεταξύ τους. Αφού πέραν από την μακρά διάρκεια του έργου και η ερμηνευτική γραμμή που υπαγορεύτηκε στους ηθοποιούς ήταν «περίτεχνη» και ενίοτε κουραστική. Η διαρκής κίνηση εννέα ηθοποιών πάνω στη σκηνή, η ένταση της φωνής που διαρκώς κυμαινόταν από τον απόλυτο ψίθυρο έως τις παράλληλες ομαδικές τσιρίδες σε δύο επίπεδα, στάθηκε η αιτία για να «χαθούν» πολλές από τις σημαντικές ατάκες του κειμένου.
Με φωτεινή εξαίρεση τις δύο γυναίκες που εναλλάσσονταν στον ρόλο της Άγνωστης του Σηκουάνα, το υπόλοιπο καστ έμοιαζε να μη νιώθει μέχρι βάθους τους ρόλους του έργου. Μάλιστα οι τέσσερις κύριοι του θιάσου προέκυψαν απείρως πιο «αδύνατοι» ερμηνευτικά σε σύγκριση με τις πέντε κυρίες. Στα θετικά του απολογισμού θα μπορούσαν επίσης να καταχωρηθούν οι φωτισμοί της παραστάσεως και ο μουσικός – ηχητικός σχεδιασμός.
Το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποδειχθεί σαφώς καλύτερο, εάν η σκηνοθετική γραμμή ήταν διαφορετική. Έχοντας ως βάση τους θρύλους που συνοδεύουν τη νεκρική μάσκα της Άγνωστης του Σηκουάνα και το παραμύθι του Friedrich de la Motte Fouqué για τη νεράιδα Undine, η υπόθεση του έργου ήταν όντως πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα. Ή μάλλον θα μπορούσε να ήταν κάπως έτσι, εάν τηρούνταν διαφορετικές φόρμες. Όσοι είχαν μεριμνήσει νωρίτερα να μελετήσουν τον θρύλο της Άγνωστης του Σηκουάνα, είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν επακριβώς την εξέλιξη της υποθέσεως. Οι υπόλοιποι μόνο μέσες – άκρες κατάφεραν να συμπεράνουν τα όσα έγραψε ο συγγραφέας. Κρίμα, γιατί η ιστορία ήταν και παραμένει τρυφερά μυστήρια και μακάβρια ενδιαφέρουσα.
Να θυμίσουμε ότι τη δεκαετία του 1880, ανασύρθηκε από τον Σηκουάνα το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας αγνώστων στοιχείων στο Quai du Louvre στο Παρίσι. Το σώμα της γυναίκας δεν έδειχνε σημάδια βίας και θεωρήθηκε πως αυτοκτόνησε. Όταν το πτώμα της μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του Παρισιού, ένας παθολόγος, γοητεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της που έφτιαξε μια γύψινη νεκρική μάσκα. Η ηλικία της εκτιμήθηκε πως δεν ξεπερνούσε τα 16 και το πρόσωπό της έγινε γρήγορα διάσημο στα τέλη του 19ου αιώνα. Το χαμόγελο της συγκρινόταν με αυτό της Μόνα Λίζα και κορίτσια σε όλο τον κόσμο, κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία, το αντέγραφαν. Σύμφωνα με τον Hans Hesse του Πανεπιστημίου του Sussex, «η εικόνα της έγινε το ιδανικό ερωτικό σύμβολο της περιόδου, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό την δεκαετία του 1950».
Αυτή ακριβώς η γοητευτική ομορφιά της άγνωστης νεαρής γυναίκας και της γύψινης νεκρικής μάσκας της, παρέμειναν «βυθισμένα» στον Σηκουάνα, χωρίς να αγγίξουν τα μύχια της ψυχής των θεατών.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ