Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με πολλές υποσχέσεις. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης στο οποίο στηρίχθηκε η προεκλογική του καμπάνια τον Γενάρη του 2015, ήταν «φουσκωμένο» από ταξίματα και παροχές. Υποσχέσεις που όχι μόνον έμοιαζαν ανέφικτες να υλοποιηθούν στο γενικότερο οικονομικό κλίμα που επικρατούσε στη χώρα αλλά και αχρείαστες ως ένα βαθμό αφού η ελληνική κοινωνία ήταν ώριμη πλέον μετά από μια πενταετία εξουθενωτικών μέτρων αλλά και μια τεσσαρακονταετία κυριαρχίας των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, να εμπιστευθεί τις τύχες της στην «Αριστερά» όπως αυτή εκφραζόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως με το καθαρό, άφθαρτο και αστραφτερό πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού δεν χρειαζόταν ανέφικτες υποσχέσεις. Της αρκούσε η απαλλαγή από τους βρικόλακες του παρελθόντος και το χαμόγελο του Αλέξη Τσίπρα μέσα από το οποίο είχε την προσδοκία αλλά και την υπομονή να πορευτεί σε ένα καλύτερο μέλλον. Η ελληνική κοινωνία ήταν πολύ ωριμότερη από τον ΣΥΡΙΖΑ (και γενικότερα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις) και είχε την σοφία να μην είναι βιαστική και φουριόζα.
Αυτό το «πρώτη φορά Αριστερά» όμως, μετατράπηκε πολύ σύντομα, δυστυχώς, σε μια αυταπάτη για τον ελληνικό λαό και σε ένα αβάσταχτο μαρτύριο για τους ίδιους τους ανθρώπους της Αριστεράς.
Τα λάθη και οι επιπολαιότητες διαδεχόταν το ένα το άλλο. Οι παραλήψεις, οι λάθος επιλογές, η αβάσταχτη ελαφρότητα του πρωθυπουργού να διαλέξει κάποιους ανίκανους (όπως αποδείχθηκε) για μέλη της κυβέρνησης, οι παλινωδίες των υπουργών, η βραδυπορία και η εκνευριστική καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, η βαθμιαία αναίρεση και μετάθεση για το απώτερο μέλλον προεκλογικών δεσμεύσεων και πολλά άλλα, κατάφεραν να επιφέρουν μέσα σε λίγους μήνες μεγάλη φθορά στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, τόση που δεν είχαν επιφέρει τα σαράντα χρόνια εξουσίας στη Νέα Δημοκρατία και το Πα.Σο.Κ.
Όλα τελείωσαν το απόγευμα της Παρασκευής 26 Ιουνίου 2015. Πέντε ακριβώς μήνες μετά την ορκωμοσία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργός.
Εκείνη τη μέρα προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Έκλεισαν οι τράπεζες και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με την ασφυκτική πίεση εκ μέρους των «εταίρων» μας να υποκύψουμε στις ορέξεις τους και στις επιταγές τους.
Ήταν πλέον θέμα χρόνου να υπογράψουμε το τρίτο μνημόνιο προσδοκώντας απλώς να μας επιβληθούν όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνα μέτρα.
Ήταν μονόδρομος. ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ. Όποιος το αμφισβητεί ή ισχυρίζεται ότι υπήρχε κι άλλος δρόμος όχι απλώς έχει αυταπάτες αλλά εξαπατά και τον ελληνικό λαό.
Ο οποίος άλλωστε, ελληνικός λαός, σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και αυτές τις μέρες με τις δεκάδες προεκλογικές δημοσκοπήσεις να μας βομβαρδίζουν ανηλεώς, δηλώνει απερίφραστα και σε ένα ποσοστό που σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνά και το 80% ότι επιθυμεί την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάθε άλλη λύση θα ήταν καταστροφή για τη χώρα. Πολύ χειρότερη απ’ αυτή που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια αυτής της ατέρμονης κρίσης.
Ο Τσίπρας λοιπόν έδωσε τον αγώνα του αυτό το διάστημα μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Ένας δύσκολος και χωρίς πολλές προσδοκίες αγώνας αλλά δόθηκε από τον πρωθυπουργό με αυταπάρνηση και γενναιότητα.
Το οδυνηρό αποτέλεσμα της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου έφερε μεγάλο πλήγμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Ήρε την εμπιστοσύνη του κόσμου από την κυβέρνηση και οδήγησε στη διάσπαση του κόμματος. Σαράντα και πλέον βουλευτές του δεν ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο, σήκωσαν τα φλάμπουρα της επανάστασης, ίδρυσαν καινούριο πολιτικό φορέα και αναδείχθηκαν πανηγυρικά οι νέοι διασπαστές της Αριστεράς. Και λέω «πανηγυρικά» διότι πανηγύριζαν και έτριβαν τα χέρια τους οι θιασώτες, επιβολείς και εκφραστές των σαραντάχρονων μνημονίων επί του ελληνικού λαού. Διότι όπως είναι φυσικό διάσπαση χωρίς διασπαστές δεν υπάρχει. Και η «Λαϊκή Ενότητα» φέρει πλέον αυτόν το «τιμητικό» τίτλο. ΔΙΑΣΠΑΣΤΕΣ. Διότι διέσπασαν τον ΣΥΡΙΖΑ και «έριξαν» την κυβέρνηση.
Το πόσο άκαιρη, άνευ λόγου, καταστροφική και διασπαστική ήταν η κίνησή τους αποδεικνύεται από μια απλή ανάγνωση της εκ 3.626 λέξεων «προγραμματικής διακήρυξης της Λαϊκής Ενότητας» όπου μπορεί να διαβάσει κανείς μια «επαναστατική μπροσούρα φοιτητικής παράταξης της δεκαετίας του ‘70» με το πρώτο μέρος να αναλίσκεται σε αυτονόητες διαπιστώσεις για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και όταν, στο δεύτερο μέρος, έρχεται η ώρα για προτάσεις και λύσεις να διαβάζει κανείς ωραία σχέδια χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος, το «πώς» θα γίνουν όλα αυτά. Διότι αξία δεν έχει να περιγράφεις λύσεις αλλά να αναφέρεις συγκεκριμένους τρόπους να υλοποιηθούν. Και τέτοια «πώς» δεν υπάρχουν σ’ αυτήν την διακήρυξη. Ούτε ένα.
Λέει χαρακτηριστικά η διακήρυξη της «Λαϊκής Ενότητας» στο κεφάλαιο «Τα άμεσα, κατεπείγοντα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για ν’ ανοίξει ένας νέος δρόμος»:
«Ο άμεσος τερματισμός της λιτότητας και η εφαρμογή μιας πολιτικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των εργαζόμενων στρωμάτων και σε βάρος των ολιγαρχών. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να υπάρξει για τα πιο χτυπημένα από την κρίση κοινωνικά στρώματα, με στήριξη των εισοδημάτων τους και σταδιακή αύξηση των κατώτατων μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, εξασφάλιση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και βασικών αγαθών (ρεύμα, νερό, θέρμανση) για όλους.»
Πώς θα γίνει αυτό ρε παιδιά, συγκεκριμένα; Θα τερματίσεις τη λιτότητα πατώντας ένα κουμπί; Πού θα βρείτε τα λεφτά; Και πότε θα τα βρείτε;
Στο κεφάλαιο μεταρρυθμίσεις μεταξύ των άλλων ανέφικτων και ανεφάρμοστων αναφέρεται και το εξής:
«Ανασυγκρότηση του διαλυμένου εθνικού συστήματος υγείας, των δημοσίων νοσοκομείων και ενός πρωτοβάθμιου συστήματος υγείας υψηλής ποιότητας, προσιτού σε όλους, στο κέντρο και την περιφέρεια.»
Το ερώτημα παραμένει το ίδιο. Με τι πόρους όλα αυτά τα αυτονόητα τα οποία παρεμπιπτόντως, διακηρύσσουν και όλα τα κόμματα;
Και βέβαια σε μια παραληρηματική κορύφωση της διακήρυξής της η «Λαϊκή Ενότητα», αποφεύγοντας επιμελώς να αναφερθεί στη λέξη «δραχμή» αναφέρει:
«Η καθιέρωση εθνικού νομίσματος ως προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός προοδευτικού προγράμματος ανασυγκρότησης και διεξόδου, δεν είναι μόνο μια βιώσιμη επιλογή, αλλά και μια επιλογή ελπίδας, που μπορεί να βάλει τη χώρα σε μια νέα, αναπτυξιακή τροχιά.»
Με όλα αυτά γίνεται σαφές ότι το μέλλον της «Λαϊκής Ενότητας» είναι προδιαγεγραμμένο. Μπορεί να μπει οριακά στη Βουλή αυτή τη φορά λόγω κεκτημένης «επαναστατικής» ρητορικής αλλά πολύ γρήγορα θα εκφυλλιστεί και θα διαλυθεί. Το κακό είναι ότι διέσπασε την Αριστερά, όπως την εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και πιθανόν να γίνει η αιτία της πτώσης της και της απομάκρυνσής της από τη μοναδική ευκαιρία που είχε να δοκιμαστεί, οπλισμένη και θωρακισμένη με την οδυνηρή εμπειρία του πενταμήνου, στην άσκηση της νέας εξουσίας σε ένα δύσκολο, είναι αλήθεια, γήπεδο αλλά με τα εχέγγυα μιας αριστερής κουλτούρας, ιστορίας και μνήμης. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Δημήτρης Εμμανουηλίδης π.χ., ξέχασε τις αριστερές του καταβολές και έγινε ξαφνικά εκφραστής της πολιτικής των μνημονίων.
Στη φωτογραφία οι υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Από τότε μερικοί έγιναν πιο …«αριστεροί» από τους υπόλοιπους