Dark Mode Light Mode

Δύο ανυπόφορες θεατρικές ώρες – Κι όμως το κοινό γέλασε παρά τη χαμηλή ποιότητα

Θα μπορούσα να είχα περάσει πολύ πιο εποικοδομητικά το βράδυ της Τετάρτης. Ωστόσο πίστεψα στις υποσχέσεις των συντελεστών της παράστασης «Ο Επιθεωρητής» και ανέβηκα στο Φρούριο της Καβάλας. Μαζί μου ανέβηκαν και πολλοί ακόμη. Γύρω στους οχτακόσιους ανθρώπους θα πρέπει να ήμασταν εμείς που θελήσαμε να «θεατρινιστούμε» μεσοβδόμαδα.

Η συντριπτική πλειοψηφία οφείλω να ομολογήσω ότι το ευχαριστήθηκε. Όχι μόνο γέλασε με την καρδιά του ο κόσμος σε όλη τη διάρκεια των δύο ωρών (!) αλλά και χειροκρότησε θερμά τη στιγμή της υπόκλισης. Εγώ από την άλλη κουράστηκα αφάνταστα, βαρέθηκα αφόρητα, πιάστηκα αν και καθόμουν στο καρεκλάκι μου και κυρίως βιάστηκα να αποχωρήσω. Ακόμη και σ’ αυτό όμως ατύχησα, διότι τόσοι νοματαίοι δεν ήταν εύκολο να εξέλθουμε από το Φρούριο τόσο σύντομα όσο τουλάχιστον επιθυμούσαμε.

 

Η ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ Η … ΓΑΤΑ

Πέραν του επί σκηνής θεάματος πάντως, συνέβησαν και διάφορα παράπλευρα γεγονότα, τα οποία «εμπλούτισαν» τις εμπειρίες της βραδιάς. Πριν την είσοδό μας στο χώρο για παράδειγμα, συναντήσαμε εκπαιδευτικούς, δημοτικούς αστυνομικούς και σχολικούς φύλακες, όλοι τους ταλαιπωρημένοι από τις κυβερνητικές ανοησίες, οι οποίοι μας προμήθευσαν με αντίτυπα της έγγραφης διαμαρτυρίας τους. Μάλιστα, λίγο πριν την έναρξη της παράστασης εκπρόσωποι των διαμαρτυρόμενων ανέβηκαν στη σκηνή, άπλωσαν τα πανό τους και από μικροφώνου μας ενημέρωσαν για την κίνηση διαμαρτυρίας τους. Το χειροκρότημα που επεφύλαξε το κοινό απέδειξε ότι πολλοί από τους θεατές συμφώνησαν μαζί τους.

Δέκα περίπου λεπτά πριν τη λήξη της παραστάσεως, κάποια κυρία τινάχτηκε όρθια φωνάζοντας τρομαγμένη με αποτέλεσμα τα μισό θέατρο να τη μιμηθεί. Έχοντας παραβρεθεί σε παρόμοιες σκηνές που συνήθως διαδραματίζονται στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων με το γνωστό «φίδι – φάντασμα», αντιλήφθηκα γρήγορα τι περίπου θα πρέπει να συνέβη.

Βλέπετε, η χερσόνησος της Παναγίας είναι ένας ιδιαιτέρως φιλόξενος τόπος για τις γατούλες. Ορισμένες από αυτές είναι τόσο ήρεμες και τόσο εξοικειωμένες με τον κόσμο, ώστε βολτάρουν άνετα μέσα στο Φρούριο, ή ακόμη κι ανάμεσα από τα πόδια των θεατών. Προφανώς μια τέτοια γατούλα θα ακούμπησε κατά λάθος την κυρία, η οποία προφανώς τρόμαξε και στη συνέχει ακολούθησαν όσα περιέγραψα. Τη στιγμή της αναταραχής ο Γιώργος Αρμένης προσπάθησε να ηρεμήσει το κοινό λέγοντας: «Δεν είναι τίποτε, κάντε λίγη υπομονή, σε λίγο τελειώνουμε».

 

ΠΟΣΗ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΥΠΟΜΟΝΗ;

Η υπομονή που αναγκαστήκαμε να επιδείξουμε παρακολουθώντας τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ ήταν τεράστια. Ένα σατιρικό κείμενο που γράφτηκε το 1835 και διαπραγματευόταν τη λαμπρότερη διακωμώδηση της τσαρικής γραφειοκρατίας και της κοινωνικής διαφθοράς επιλέχθηκε, στοχεύοντας να παραλληλίσει το χθες με το σήμερα και να απενοχοποιήσει τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Ελλάδας. Ο στόχος θα μπορούσε ίσως να είχε επιτευχθεί εάν η δουλειά ήταν περισσότερο προσεγμένη και εάν η σκηνοθετική προσέγγιση δεν έμενε τόσο επιδερμική.

Το κείμενο που έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δυνατό σημείο της παγκόσμιας δραματουργίας, κακόπεσε οικτρά. Δύσκολα μπορώ να πιστέψω ότι η συγκεκριμένη παραγωγή σκηνοθετήθηκε προσωπικά από έναν εμπειρότατο θεατράνθρωπο όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Υποθέτω λοιπόν ότι εκείνος έδωσε τις βασικές οδηγίες, επέλεξε το καστ κι ανέθεσε στους δύο βοηθούς του, Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και Χριστιάννα Μαντζουράνη να διεκπεραιώσουν το καθήκον. Μάλλον κάπου εκεί χάθηκε εξαρχής το στοίχημα, αφού η επιλεγόμενη μέθοδος παρέπεμπε περισσότερο σε δευτερο – τριτοκλασάτες ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες του ’60 και του ’70.

Οι ηθοποιοί, αρκετοί από τους οποίους αναδείχθηκαν με προηγούμενες δουλειές τους, αυτή τη φορά ατύχησαν και θύμισαν πιο πολύ καρικατούρες, παρέπεμψαν πιο πολύ σε φιγούρες της Commedia dell’ arte, ενώ σε δεδομένες στιγμές έμοιαζαν ακόμη και με κλόουν. Είναι άδικο καλοί επαγγελματίες ηθοποιοί να μοιάζουν με λαϊκό μπουλούκι και να «εκβιάζουν» το γέλιο του κοινού με τους μορφασμούς τους, με την ιδιαιτερότητα της φωνής τους, με τη στάση του σώματός τους και όχι με την ουσιαστική δυνατότητα της ερμηνείας τους. Φανταστείτε δηλαδή κάτι σε Φραγκίσκο Μανέλη, κάτι σε Αγκόπ (Φίλιππος Φιλιππίδης), κάτι σε Κούλη Στολίγκα, αλλά στο ζωντανό και πιο σύγχρονό τους.

 

ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΡΩΣΙΑ ΟΕΟ;

Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, που προσφάτως μας καθήλωσε με τη δουλειά του στον «Αγαμέμνονα», ήταν τελικά ανούσιο και βαρετό. Τρία ζωγραφισμένα ταμπλό με εικόνες από πιάτα – ποτήρια – τσαγιερά – αλατοπιπεριέρες, με κάθε ταμπλό να διαθέτει από τρεις πόρτες, εννέα καρέκλες με δύο τραπέζια κι αυτό ήταν όλο. Καμία αναφορά στην τσαρική Ρωσία όπου υποτίθεται ότι εξελισσόταν η πλοκή της ιστορίας. Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, καλοφτιαγμένα μεν αλλά επίσης δεν υποδήλωναν κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ ήταν τόσο φορτωμένα ώστε οι ηθοποιοί που τα φορούσαν πλήρωσαν το τίμημα με τον ιδρώτα τους. Στην ταυτότητα της παράστασης συμπεριλαμβανόταν και η μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου, που όμως ήταν ελάχιστη έως ανύπαρκτη.

Οι δε ερμηνείες των ηθοποιών, δυστυχώς με απογοήτευσαν κι αυτό το χρεώνω στις σκηνοθετικές οδηγίες. Πολύ «λίγος» και φτωχός ο ρόλος του κατώτερου δημοσίου υπαλλήλου και απατεωνίσκου Χλεστακώφ για έναν Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο οποίος έχει διαπρέψει με προηγούμενους ρόλους όπως εκείνος του Μάιλο στην παράσταση «Σλουθ». Σαφώς και σέβομαι την πορεία του Γιώργου Αρμένη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι υποχρεούμαι να αρέσκομαι στις ερμηνείες των τελευταίων χρόνων, ή ότι τον απόλαυσα στο ρόλο του διεφθαρμένου Έπαρχου. Το μοτίβο του παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο (λες και τον έβλεπα στα Μικρά Διονύσια του ΚΘΒΕ), ενώ η κούραση του στις μεγάλης διάρκειας παραστάσεις εκδηλώνεται με συνεχιζόμενα σαρδάμ.

 

Ο ΚΟΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ … ΔΕΛΦΙΝΑΡΙΟ

Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη κι έτσι ο Μιχάλης Μητρούσης στο ρόλο του υπηρέτη Όσιπ όσο κι αν προσπάθησε να σώσει κάποια προσχήματα, δυστυχώς «πνίγηκε» μέσα στον «ωκεανό» της μετριότητας των υπολοίπων ανδρών του θιάσου. Η χειρότερη σκηνοθετική γραμμή όμως επιφυλάχθηκε για τις δύο κυρίες της παράστασης. Η Αριέττα Μουτούση ως μητέρα και η Δανάη Σκιάδη ως κόρη περιφέρονταν στη σκηνή στριγγλίζοντας και χοροπηδώντας σαν υστερικές, ενσαρκώνοντας δύο χαζογύναικα που ενδιαφέρονται μόνο για την εξωτερική τους εμφάνιση.

Χρησιμοποιώντας τα γέλια των θεατών ως επιχείρημα, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να με αντικρούσει επικαλούμενος την πιεστική ανάγκη του κόσμου για κωμωδία, για ψυχαγωγία, για γέλιο. Ακόμη κι αυτά όμως, απαντώ εγώ, επιβάλλεται να του προσφέρονται μέσω της ποιοτικής του θεατρικής εκπαίδευσης. Κι όχι ως «σεφερλίδικη» επιθεώρηση του Δελφινάριου, προκειμένου να εξασφαλισθεί με κάθε «εκβιαστικό» μέσο το γέλιο και το χειροκρότημα.

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

Προηγούμενο άρθρο

Καβαλιώτης έγινε ο Γιάννης Γκαγκαλούδης

Επόμενο άρθρο

Ανακοινώθηκε το νέο διοικητικό συμβούλιο της ΠΑΕ - Στη μέση οι… Ακαδημίες. Η ΠΑΕ επιμένει για το βοηθητικό