Έχει καταντήσει πλέον καθιερωμένο το συγκεκριμένο ερώτημα που επαναλαμβάνουμε κάθε καλοκαίρι μεταξύ μας, όσοι παρακολουθούμε τις περιοδείες των παραστάσεων του Γιάννη Μπέζου. Για ποιο λόγο ένας τόσο αξιόλογος κωμικός ηθοποιός επιμένει να ανεβάζει «τηλεοπτικές» παραγωγές και να παραμένει προσκολλημένος στη χαρακτηριστική μανιέρα του; Το ερώτημα επαναλήφθηκε και την Παρασκευή, αφού παρακολουθήσαμε τα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ, σε μετάφραση – σκηνοθεσία – ερμηνεία Γιάννη Μπέζου. Αν και συνήθως πάμε προετοιμασμένοι στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, επομένως εκείνο ακριβώς που αναμένουμε εκείνο και εισπράττουμε, φαίνεται ότι ακόμη και το κοινό κουράστηκε από τα πεπατημένα. Απόδειξη ότι οι θεατές το βράδυ της Παρασκευής ήταν λιγοστοί και δεν κατέκλυσαν τα βράχια, όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν.
Η κωμωδία που επιλέχθηκε από το συνολικό έργο ενός Ρώσου συγγραφέα, περιγράφει μεν τη δομή και τις συνήθειες της τσαρικής μικροαστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, άφησε ωστόσο πίσω μια απορία. Ποια η σχέση εκείνων των δεδομένων με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Διότι, εάν ο Γιάννης Μπέζος στόχευε να θέσει προβληματισμούς στο κοινό του, μάλλον δεν τα κατάφερε. Πέτυχε πάντως να εξασφαλίσει γέλιο από το κοινό, κάτι που ομολογουμένως οφειλόταν και σε αρκετούς από τους συμπρωταγωνιστές του κωμικού, είτε πρόκειται για τη σύζυγό του Ναταλία Τσαλίκη, είτε πρόκειται για το Χρήστο Λούλη ο οποίος σε προηγούμενες δουλειές του μας άφησε άφωνους με τις ικανότητές του.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΓΡΑΨΑΝ…
Αυτή τη φορά θα προτιμήσω να αφήσω κάποιους άλλους να μιλήσουν για το Γιάννη Μπέζο, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα δημοσιευμάτων, όπου καταγράφεται μέρος και της δικής μου απόψεως. Διαβάζοντας για παράδειγμα το βιογραφικό του ηθοποιού μαθαίνουμε ότι: «Εκείνος που τον ανακάλυψε πρώτος ήταν ο Θύμιος Καρακατσάνης όταν ξεχώρισε το ταλέντο του κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης στο θέατρο “Σμαρούλα”. Αρχικά, στο θέατρο συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το όνομά του ωστόσο απέκτησε τη σημερινή του αίγλη χάρη σε μία σειρά από σημαντικές τηλεοπτικές επιτυχίες: “Οι Απαράδεκτοι” (1991-1992, 1992-1993), “Της Ελλάδος τα παιδιά” (1993-1994, 1994-1995), “Εκείνες κι εγώ” (1996), “Άκρως οικογενειακόν” (2001-2002, 2002-2003) και “Ευτυχισμένοι μαζί” (2007-2008, 2008-2009).
Επίσης, έχει πρωταγωνιστήσει σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις τη δεκαετία του ‘80 και μεγάλες επιτυχίες αρχαίων παραστάσεων όπως οι “Βάτραχοι” και η “Λυσιστράτη”. Το Μάρτιο του 2009 έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Παλλάς η θεατρική υπερπαραγωγή “Το κλουβί με τις τρελές”, ένα διάσημο γαλλικό μιούζικαλ του Ζαν Πουαρέ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου και Σταμάτη Φασουλή. Ο Γιάννης Μπέζος, επίσης διακρίνεται για τις φωνητικές του ικανότητες, τις οποίες συχνά επιδεικνύει υποδυόμενος τους ρόλους του. Σαν αποτέλεσμα, πραγματοποίησε μουσικές παραστάσεις, περιοδικές συνεργασίες και δισκογραφικές συμμετοχές (σε δίσκους του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Νότη Μαυρουδή και του Θάνου Μικρούτσικου)».
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΜΕ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ
Προ δύο ετών, στην εφημερίδα ΒΗΜΑ δημοσιεύθηκε κείμενο – ανάλυση για τα δύο πρόσωπα του Γιάννη Μπάζου, από όπου επιλέγω κάποια αποσπάσματα: «Ο Γιάννης Μπέζος δεν είναι ένας κακός κωμικός. Φαίνεται, ωστόσο, ότι έχει εγκλωβιστεί στη μανιέρα του, καθώς ο δύσκολος χαρακτήρας δεν του επιτρέπει να εξελίξει σε μεγαλύτερο βαθμό το ταλέντο του….
… Στη ζωή αλλά και στην τέχνη επιθυμεί τα πράγματα να γίνονται με τον δικό του τρόπο. Γι’ αυτό και προτιμά τις περισσότερες φορές να σκηνοθετεί ο ίδιος τον εαυτό του….
… «Νομίζω ότι το κοινό ακολουθεί εμένα και όχι τους ρόλους». Η παραπάνω αυτάρεσκη δήλωση ανήκει στο Γιάννη Μπέζο. Πρόκειται για έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο. Ποιος άλλος θα παρουσίαζε το σοβαρότερο μειονέκτημά του ως πλεονέκτημα; Γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει εγκλωβιστεί στη μανιέρα του, που ναι μεν μπορεί να είναι χαριτωμένη, αλλά δεν παύει να αποτελεί μανιέρα. Μολονότι λοιπόν είναι τελειομανής, επαναλαμβάνει τον εαυτό του, βαυκαλιζόμενος στην ιδέα του κοινού που θέλει πάντα να του σερβίρουν το ίδιο πιάτο. Σε έναν βαθμό κουράζει.
Όσοι τον ξέρουν καλά μιλούν για έναν πολύ αυστηρό και μάλλον στρυφνό άνθρωπο. Την αυστηρότητά του την έχουν ζήσει μάλιστα στο πετσί τους οι ηθοποιοί που θα τολμήσουν να αργήσουν, έστω και λίγο, σε γύρισμα όπου και ο ίδιος συμμετέχει – ακόμη και τα παιδιά που μπορεί να παίζουν μπάλα στη γειτονιά του.
«Με τους αγράμματους και τους ηλίθιους είμαι σνομπ πολύ και δεν τους θέλω κιόλας. Εγώ δεν ήρθα σε αυτή τη ζωή για να κάνω παρέα με όλους τους ανόητους», έχει δηλώσει. Ο συμπαθής κωμικός έχει – αν μη τι άλλο – αυτογνωσία, καθώς παραδέχεται ευθαρσώς αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι αν η μέχρι τώρα πορεία του δικαιολογεί αυτού του είδους το ύφος. Ειδικά όταν έχει στο ενεργητικό του κακές παραστάσεις, όπως το έργο «Απατεώνες και τζέντλεμεν», όπου πρωταγωνίστησε με τον Πέτρο Φιλιππίδη, αλλά και την Κατερίνα Παπουτσάκη. Κριτήριο δεν ήταν η ποιότητα, αλλά μάλλον η εμπορικότητα….
Μέτρια, αλλά όχι κακή, συγκριτικά με προηγούμενες καλοκαιρινές δουλειές του, θα χαρακτήριζα εγώ τη φετινή παράσταση του Γιάννη Μπέζου. Προσωπικά, ουδέποτε ξεπέρασα το σοκ που υπέστην το καλοκαίρι του 2009 με την ανεκδιήγητη παράσταση «Κατά φαντασίαν ασθενής». Έχοντας λοιπόν εκείνο το «μετρίδι», ομολογώ ότι τα «Παντρολογήματα» είναι απείρως καλύτερα. Αλλά μέχρι εκεί. Η παράσταση είναι εύκολη, εύπεπτη, χαλαρωτική για όσους θέλουν να γελάσουν ασυλλόγιστα, χωρίς όμως να διαθέτει αξιώσεις για κάτι περισσότερο.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Στο γκρινιάρη γκέι Γιάννη των «Απαράδεκτων», στο Σμήναρχο Επαμεινώνδα Κάκαλο από «Της Ελλάδος τα παιδιά», στο Ζάχο Δόγκανο από «Εκείνες κι εγώ», στον Αλέξανδρο Θεοτοκάτο του «Άκρως οικογενειακόν», στο Διονύση Μαυροτσούκαλο του «Ευτυχισμένοι μαζί». Χαιρετίσματα όμως και στο Στάθη του «Απόντα» (MEGA 1995-1996), ένα δείγμα από τις παλιές καλές εποχές της ιδιωτικής τηλεόρασης και μια εξαιρετική στιγμή του Γιάννη Μπέζου, όταν απέδειξε ότι πέρα από την κωμική φλέβα μπορεί να ερμηνεύσει ένα δραματικό ρόλο με μεγάλη επιτυχία. Εγώ αυτό το Γιάννη Μπέζο επιθυμώ να παρακολουθώ!
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ