Την παράσταση του ΚΘΒΕ «Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» έπρεπε οπωσδήποτε να την παρακολουθήσω για ποικίλους λόγους. Ευτυχώς που στρίμωξα καταλλήλως το πρόγραμμα της Τετάρτης με αποτέλεσμα να βρεθώ τελικά στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων προκειμένου να είμαι παρούσα στη λήξη του φετινού φεστιβάλ. Έτσι είχα την ευκαιρία να απολαύσω μια καλοδουλεμένη παραγωγή με ένα θίασο υψηλών παρουσιών κι αξιόλογων ερμηνειών, σε μια ομολογουμένως δροσερότατη βραδιά. Τόσο δροσερή που τελικά απαιτούσε το κλασικό πανωφόρι των τελευταίων ημερών του Αυγούστου.
Η παράσταση της Ιφιγένειας, που αν και αρχικά είχε αναβληθεί ωστόσο κατάφερε να παρουσιαστεί για ένα βράδυ και στην Καβάλα, ήταν ένα εικαστικό χάρμα οφθαλμών. Σίγουρα οι φωτογράφοι που για επαγγελματικούς λόγους αποθανάτιζαν σκηνές του έργου θα ευχαριστήθηκαν πλούσιο οπτικό θέαμα και τα κλικ των μηχανών θα ήταν πολυάριθμα. Το δε τελικό χειροκρότημα μου ήταν δυνατό, όχι μόνο εξαιτίας του θεάματος που είχε προηγηθεί αλλά και γιατί αυτομάτως στο μυαλό ερχόταν το από σκηνής μήνυμα που είχε μεταφερθεί στην Επίδαυρο. Ότι το πολύπαθο οικονομικά ΚΘΒΕ παρουσίασε μια παράσταση η οποία στηρίχθηκε στις φιλότιμες προσπάθειες των συντελεστών και στην αυταπάρνησή τους να δουλεύουν απλήρωτοι, ελέω αφερεγγυότητας των αρμόδιων κυβερνητικών αρχών. Εκείνων που θα έπρεπε να είχαν χρηματοδοτήσει κι εκώφευσαν.
ΜΑΓΟΣ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ – ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Ο ΧΟΡΟΣ
Τα πρώτα εύσημα θα πρέπει να τα αποδώσω στο σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο, που είτε λόγω επιλογής των συντελεστών, είτε λόγω των οδηγιών του, επέτυχε να καταστήσει την Ιφιγένεια ως κορυφαία τραγωδία του φετινού καλοκαιριού. Με κάποια μαγική συνταγή μπόρεσε να μετατρέψει τη στενάχωρη τραγωδία σε ειρωνική παρωδία. Ίσως σε ορισμένους να φάνηκε παράξενη αυτή η ανάγνωση του αρχαίου κειμένου, να όμως που ο σκηνοθέτης «ελάφρυνε» τη βαριά ατμόσφαιρα δημιουργώντας κωμικές στιγμές οι οποίες οδήγησαν το κοινό ακόμη και στο γέλιο! Παράδοξο; Σίγουρα. Πειραματισμός; Προφανώς. Κατακριτέο; Αναλόγως με την προσωπική άποψη έκαστου θεατή περί της τραγωδίας.
Ο μεγαλύτερος έπαινος που του αξίζει οφείλεται στη στελέχωση του χορού, που σε αντίθεση με όσα συνήθως συμβαίνουν, αυτή τη φορά ήταν ο έξοχος πρωταγωνιστής του έργου. Με τις ερμηνείες, την κίνηση και το τραγούδι τους, τα νεαρά μέλη του χορού θύμισαν ακριβώς το πρότυπο του ηθοποιού που επιπλέον προσφέρει τέχνη στο κοινό έστω και με άδεια την τσέπη. Αυτά τα παιδιά επιβλήθηκαν στη σκηνή και την άλωσαν με τόσο εξαίρετο τρόπο ώστε άνετα μπορούν να αποτελούν ένα θετικό σημείο αναφοράς.
Αγόρια και κορίτσια, με ξυρισμένα κεφάλια, βαμμένα άσπρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια και γυμνά, εισήλθαν στη σκηνή καλύπτοντας τα επίμαχα σημεία τους. Ενδύθηκαν και υποδύθηκαν με άσπρα «κουρέλια» θυμίζοντας ότι επρόκειτο για πρόσωπα σε δουλεία. Διδασκόμενα τόσο καλά και αποδίδοντας το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, παρουσίασαν ένα τόσο αρμονικό «όλον» σαν ένα και μόνο σώμα. Μάλιστα, το τάλαντο της φωνής τους συνοδευόμενο από τη μελαγχολική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή κι εκτελεσμένη επί σκηνής από δύο καλούς μουσικούς, σε κάποιες στιγμές παρέπεμπε περισσότερο σε καλοκουρντισμένη χορωδία. Αν επομένως η παράσταση της Ιφιγένειας έκλεινε μέσα της τη θεατρική μυσταγωγία, αυτή οφειλόταν σε τεράστιο ποσοστό στα υπέροχα μέλη του συγκεκριμένου χορού. Σπανίως μας δίνεται η δυνατότητα να εκθειάσουμε τη σκηνική παρουσία κάποιου χορού κι όταν το καταφέρνουμε, τότε πραγματικά το απολαμβάνουμε ιδιαιτέρως.
ΘΕΑΤΡΙΝΑ ΜΕ ΣΤΟΦΑ
Το άλλο ατού της παράστασης ήταν σίγουρα η Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Ιφιγένειας. Ηθοποιός που κατέχει το μυστικό της ενσωμάτωσης στο ρόλο της, που μεταλλάσσεται επιτυχώς σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες, που αρκετές φορές μέχρι σήμερα μας έχει προσφέρει ποιοτικές αποδόσεις, ήταν θαυμάσια και στο «κουστούμι» της Ιφιγένειας. Με μια εκφορά λόγου ιδιάζουσα, με αργές προσεκτικές κινήσεις του σώματος, με αποκορύφωση του ρόλου της τη στιγμή αναγνώρισης του Ορέστη και φέτος η Αμαλία Μουτούση καταγράφεται στη λίστα των υποδειγματικών κυριών του θεάτρου.
Επιτυχώς κατάφεραν να ακολουθήσουν ερμηνευτικά την πρωταγωνίστρια και οι συνάδελφοί της. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως Ορέστης δημιουργούσε τη ψευδαίσθηση ότι έμπαινε κι έβγαινε στο ρόλο του σύμφωνα με τα γούστα του. Εκεί που θεωρούσαμε ότι τον «είχαμε» εκεί και απροσδόκητα τον χάναμε. Ο Μιχάλης Συριόπουλος ως Πυλάδης σύμπραξε άνετα με τον επί σκηνής αδελφικό φίλο και αντιστάθμισε το ρόλο γλάστρας που προσφάτως είχαμε παρακολουθήσει στην ευριπίδεια Ηλέκτρα. Ο Χρήστος Στυλιανού και ο Αναστάσης Ροϊλός, ως Α’ και Β’ Αγγελιοφόροι αντίστοιχα στάθηκαν τόσο περιγραφικοί, ώστε με τις ατάκες τους λες και «φωτογράφιζαν» για χάρη του κοινού τις αφηγήσεις τους. Τόσο αυστηρός όσο ακριβώς απαιτούσε ο ρόλος ενός βάρβαρου βασιλιά μιας ξένης χώρας αποδείχθηκε ο Γιώργος Κολοβός ως Θόας. Τέλος, η Άννα Καλαϊτζίδου ως Αθηνά πρόσφερε επιτυχώς την τελική λύτρωση των ηρώων λίγες στιγμές πριν από το τέλος, ανακουφίζοντας παράλληλα και το κοινό.
ΣΥΝ ΚΑΙ ΠΛΗΝ
Εικαστική δημιουργία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού, με ένα τεράστιο άσπρο ύφασμα στρωμένο σε όλη σχεδόν τη σκηνή το οποίο γλίτωσε το κοινό από την αφόρητη ταλαιπωρία της αναπνευστικής οδού. Ούτε κόκκος σκόνης δε σηκώθηκε, εν αντιθέσει με τα όσα τράβηξαν οι θεατές στην παράσταση της Ηλέκτρας. Τα κοστούμια δια χειρός Κλαιρ Μπρέισγουελ ωστόσο δημιούργησαν χρονολογικά χάσματα. Εκείνα του χορού θύμιζαν περισσότερο αλητάκια, εκείνα του Ορέστη και του Πυλάδη περισσότερο σύγχρονα μάλλον παραφωνούσαν, εκείνα των Αγγελιοφόρων κάτι σε μίλιταρι λουκ, ομοίως και η εμφάνιση του βάρβαρου βασιλιά. Το καλύτερο ίσως κοστούμι ήταν μακράν εκείνο της Ιφιγένειας.
Η έντασή μου εστιάζεται στη χρονική διάρκεια της παράστασης. 110 λεπτά διήρκησε συνολικά, αλλά υπήρξαν αρκετοί θεατές που κουράστηκαν. Διότι πολύ απλά στα 110 λεπτά θα πρέπει να προστεθούν τα 30 λεπτά της καθυστέρησης αφού και πάλι το έργο άρχισε στις 9:30, καθώς και επιπλέον 30 περίπου λεπτά που βρισκόταν ήδη το κοινό στις θέσεις του από το άνοιγμα της πόρτας. Διόλου εύκολο δεν είναι για το ανθρώπινο κορμί να παραμένει καθηλωμένο πάνω σε ένα βράχο για 170 λεπτά, ειδικά εάν δεν υπάρχει και το απαραίτητο πανωφόρι ώστε να μετριάσει τη νυχτερινή δροσούλα.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΦΙΛΟ
Αυτό το κείμενο ας θεωρηθεί κι ένας αποχαιρετισμός στον καταγόμενο από την Καβάλα φίλο και πρώην πλέον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Βούρο. Αν και παραβρέθηκε την Τρίτη στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου, το βράδυ της Τετάρτης έλειπε από το θέατρο. Όπως μάθαμε, στο 24ωρο που μεσολάβησε, ο υπουργός πολιτισμού έσπευσε να βάλει τις υπογραφές του και να τακτοποιήσει τις γραφειοκρατικές λεπτομέρειες για την απομάκρυνση του Γιάννη Βούρου. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο θίασος συνοδεύθηκε από το διάδοχό του νέο καλλιτεχνικό διευθυντή Γιάννη Αναστασάκη. Πόσο τυχαίο είναι άραγε το γεγονός ότι ο υπουργός πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, σε οκτώ μόλις μήνες θητείας κατάφερε να κηρύξει πόλεμο σε δύο καλλιτεχνικούς διευθυντές, προκαλώντας προβλήματα και αντιδράσεις με τη συμπεριφορά του; Ποιά είναι άραγε τα σημαντικά πεπραγμένα του στο υπουργείο πέραν της απομάκρυνσης του Σωτήρη Χατζάκη από το Εθνικό και του Γιάννη Βούρου από το ΚΘΒΕ;
Το αν ήταν επιτυχημένη η πορεία του Γιάννη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου θα κριθεί από το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης και των γύρω περιοχών. Όπως ακριβώς το θεατρόφιλο κοινό της Καβάλας ήταν εκείνο που επιβράβευσε με την ανταπόκρισή του την επιλογή του πρώην δημάρχου Κωστή Σιμιτσή, να αναθέσει τις καλλιτεχνικές διευθύνσεις του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ στο Θοδωρή Γκόνη. Τα λοιπά, διοικητικά και οικονομικά ζητήματα, είναι τόσο πεζά και τόσα μακριά από τη θεατρική τέχνη που διόλου δεν ενδιαφέρουν τους θεατές.
Δε θα είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνουμε ότι όπου εμπλακούν η πολιτική και οι πολιτικοί, καταφέρουν να προκαλέσουν διάβρωση και αναστάτωση. Θύματα αυτής της εμπλοκής είναι ο πολιτισμός και οι τέχνες όπως το θέατρο, ή ακόμη και λαϊκά θεάματα όπως το ποδόσφαιρο. Βεβαίως στην περίπτωση του Γιάννη Βούρου σημειώνεται το εξής παράδοξο, ο συνδυασμός των δύο ιδιοτήτων, το πολιτικού και του καλλιτέχνη. Προς πείσμα όμως αρκετών, ο Γιάννης Βούρος παραμένει προσφιλής φίλος για κάποιους από εμάς, αφού πολύ απλά δε μεταλλάχθηκε και διατήρησε όσο μπόρεσε την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Στο συντοπίτη μου λοιπόν και φίλο Γιάννη Βούρο εύχομαι από καρδιάς ότι καλύτερο για το μέλλον του, μακριά από τη ψυχοφθόρα θητεία του στο ΚΘΒΕ που κυριολεκτικά του άσπρισε τα μαλλιά. Μακάρι η επόμενη συνάντησή μας, την οποία ειλικρινά προσδοκώ, να γίνει κάτω από πιο ευχάριστες συνθήκες.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ