Με καθυστέρηση μιας εβδομάδας θα αναφερθούμε σήμερα σε μια παράσταση που θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς και θεατρικό αναλόγιο που όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι αφού πέρα από τις θεατρικοποιημένες αναγνώσεις υπήρχε και εκτός χειρογράφου αφήγηση.
Αναφερόμαστε στην ενταγμένη στο Φεστιβάλ Φιλίππων εκδήλωση με τίτλο «Ζήσαμε δύσκολα, αλλά …όρθιοι» που έγραψε και επιμελήθηκε σκηνοθετικά με εξαιρετική επιτυχία ο Νίκος Καραγιαννακίδης παρά την σχετική απειρία του περί της σκηνοθετικής τέχνης.
Ο Νίκος έχει στα χέρια του ένα πολύτιμο υλικό που συνέλλεξε (και με τη βοήθεια της Λένας Παπέλη), επεξεργάστηκε και ταξινόμησε ο ίδιος με κοπιώδη προσπάθεια πριν από αρκετά χρόνια, κυρίως για τις ανάγκες μιας ανεκτίμητης για την ιστορία της Καβάλας έκδοσης του Πολιτιστικού Συλλόγου της Παναγίας.
Πρόκειται για μαγνητοφωνημένες μαρτυρίες και αφηγήσεις προσφύγων πρώτης γενιάς, (καταθέσεις ζωής δηλαδή ανθρώπων που έφτασαν στην Καβάλα ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους) από τις οποίες ο Νίκος Καραγιαννακίδης επέλεξε χαρακτηριστικά, συγκινητικά και γλαφυρά αποσπάσματα και τους έδωσε μια θεατρική μορφή επιλέγοντας δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς (ο ένας μάλιστα δοκίμαζε τις δυνάμεις του για πρώτη φορά) και δύο αυθεντικούς εκπροσώπους (απογόνους δεύτερης και τρίτης γενιάς) προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μας.
Το εγχείρημα όχι απλώς πέτυχε αλλά δημιούργησε ένα πολύ ισχυρό κλίμα συγκίνησης που είχε σαν αποτέλεσμα να καθηλώσει το πολυπληθές κοινό στην αυλή της παλιάς μουσικής παρά την μεγάλη, σχετικά, διάρκειά του.
Ο Κομνηνός Απότας ήταν η έκπληξη της βραδιάς γιατί τα κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο σε ένα γήπεδο όπου αγωνιζόταν για πρώτη φορά.
Η Έφη Πριμυκιρλίδου ήταν συγκινητική τόσο με την εξαιρετική ερμηνεία της όσο και με την γλυκύτατη, γεμάτη ζεστασιά και τρυφερότητα φωνή της στο παραδοσιακό τραγούδι που οι ανάγκες του ρόλου της επέβαλαν να τραγουδήσει.
Με αφοπλιστικό τρόπο, χωρίς τη βοήθεια γραπτού κειμένου, ο Τηλέμαχος Απλάκης αφηγήθηκε με συναρπαστικό τρόπο μια προσωπική του περιπέτεια από τη δεκαετία του ’40 όταν ήταν μικρό παιδί και τέλος η Λένα Παπέλη διάβασε ένα συγκινητικό αυτοβιογραφικό κείμενό της όπου περιέγραφε με τρυφερότητα και ευαισθησία τα παιδικά της χρόνια στη συνοικία της Παναγίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Η Λένα Παπέλη μας παραχώρησε ευγενικά το κείμενο αυτό το οποίο και παραθέτουμε για να πάρουν μια μυρωδιά για το τι συνέβη την προηγούμενη Τρίτη στην αυλή της Παλιάς Μουσικής όσοι δεν κατάφεραν να παραβρεθούν εκεί:
Ονομάζομαι Λένα Παπέλη Σκαμνιώτη και οι πιο πολλοί με γνωρίζετε γιατί σ΄ αυτή τη γειτονιά γεννήθηκα, μεγάλωσα κι έστησα τη ζωή μου. Σ΄ αυτή τη γειτονιά έζησαν οι παππούδες μου κι οι γονείς μου.
Ο παππούς μου ήταν Στερεολλαδίτης και η γιαγιά μου μικρασιάτισσα, προσφυγοπούλα του «22. Είχαν το μπακάλικο στην Ιουστινιανού. «Η Δωρίδα» τόλεγαν προς τιμήην της γενέτειρας του παππού. Ακόμα έχω την εικόνα του, καθισμένου στο πλατύσκαλο του μαγαζιού, όμορφος με πλούσια άσπρα μαλλιά και δίπλα του ένας μαύρος μαλλιαρός γάτος, φορτωμένος γρουσουζιά, γιατί όλους μας είχε δαγκάσει, ο Αράπης.
Στο σχολείο φοιτήσαμε όλοι με τη σειρά. Πρώτα ο πατέρας μου κι οι αδελφές του, μετά τ΄ αδέλφια μου κι εγώ και τέλος τα παιδιά μου. Το 1ο δημοτικό σχολείο, ένα από τ΄ αρχαιότερα και ιστορικότερα σχολεία της Καβάλας τώρα είναι κλειστό. Υπήρξε θύμα κι αυτό της λιτότητας αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού της συνοικίας.
Τα παιδιά μου χρόνια τα θυμάμαι όμορφα. Από τίποτα δε στερήθηκα. Παιχνίδια, όμορφα ρούχα, οικογενειακά και φιλικά γλέντια και τραπέζια ωραία στρωμένα. Κινηματογράφος κάθε εβδομάδα απαραιτήτως, αλλά και ταβερνάκια κάθε Σάββατο. Θυμάμαι ότι προτιμούσαμε τον «Κυριάκο» στο Καρά Ορμάν.
Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός σε μία μεγάλη εταιρία επεξεργασίας και εξαγωγής καπνού, την «Αυστροελληνική» που δεν υπάρχει πια μιας και ακολούθησε την τύχη όλων των άλλων με τον μαρασμό του καπνεμπορίου.
Ακόμα κλείνω τα μάτια και μυρίζω τη γνωστή μυρωδιά του καπνού που είχε ποτίσει τα ρούχα της δουλειάς του πατέρα μου, που κατά έναν περίεργο τρόπο νομίζω ότι προπορευόταν σαν τον άκουγα να έρχεται μετά τη δουλειά.
Το γεγονός ότι μεγάλωνα σ΄ αυτό τον τόπο μού ‘δινε την ευκαιρία να παίζω ελεύθερα στους δρόμους από μικρή.
Έτσι λοιπόν στα μέσα της δεκαετίας του «60, όταν άρχισαν να ξεφυτρώνουν οι πρώτες πολυόροφες οικοδομές που πλήγωναν ανεπανόρθωτα την εικόνα της Παναγίας, δίπλα σ΄ ένα βουνό άμμου που θα χρησίμευε για ανέγερση τριώροφης οικοδομής επί της Ιουστινιανού γνώρισα την καλύτερη και αρχαιότερη φίλη μου, Λένα κι αυτή.
Έμενε σ΄ ένα σπίτι κοντά στο δικό μου με τους παππούδες της – πρόσφυγες πρώτης γενιάς – τους γονείς της – καλούς και γενναιόδωρους ανθρώπους – και με τον κατά πολύ μικρότερο από εμάς, αδελφό της τον Εύρη.
Αυτό το γλυκό και όμορφο παιδάκι το χρησιμοποιούσαμε και σαν κούκλα μας στα πρώτα κοριτσίστικα παιχνίδια μας. Τόσο καλόγνωμο και βολικό παιδάκι ήταν. Σε μερικά χρόνια ο μικρούλης μας εξελίχτηκε σε πειραχτήρι μοναδικό.
Εύκολος στόχος των πειραγμάτων του ο συνονόματος παππούς, Ευρυπίδης. Του είχαμε όλοι αδυναμία του μικρού Ευρυπίδη Γαραντούδη. Δεν τον μαλώναμε αρκετά. Ήταν έκπληξη όταν ανακαλύπταμε την ευαισθησία της ψυχής του, την ευστροφία του μυαλού του αν και πάντα ήμασταν βέβαιοι για την ευφυΐα του. Πάντως ότι θα γίνει κι ένας από τους σπουδαιότερους νεοελληνιστές καθηγητές πανεπιστημίου, δεν το περιμέναμε. Ούτως ή άλλως εμείς θα τον αγαπούσαμε γιατί ο κύριος καθηγητής θάναι πάντα ο δικός μας Εύρης.
Του ίδιου καλού γονιδίου αποτέλεσμα ήταν και η αγαπημένη μου φίλη. Η Λένα μου. Έγινε φιλόλογος, πρόσφερε ακούραστα γνώση και αγάπη στους μαθητές της αλλά και κυρίως προσωπικό υλικό όφελος δούλεψε για τα πολιτιστικά της πόλης.
Τα καλύτερά μας χρόνια τα ζήσαμε στον πυρετό της μεταπολίτευσης που μας βρήκε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου. Αέρας ελευθερίας έπνεε παντού και φούσκωνε τα μυαλά μας μ΄ ενθουσιασμό. Οι ψυχές μας χόρτασαν ελπίδες και ευχές για έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο που όσο μεγαλώναμε καταλαβαίναμε ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ήταν ωραίο που ζήσαμε το όνειρο κι ας παρέμεινε όνειρο.
Τα κορίτσια της γενιάς μου δεν ονειρεύτηκαν το γάμο σαν λύση. Σπούδασαν κι εργάστηκαν μετά για να στηρίξουν την οικογένεια. Σκορπιστήκαμε παντού. Κάποιοι σαν κι εμένα διάλεξαν να μείνουν σ΄ αυτόν τον τόπο. Τόσο τον αγάπησαν. Και τι είναι αλήθεια αυτός ο τόπος; Είναι τα σπίτια, τα στενά δρομάκια στη σκιά των κάστρων, η θέα στη θάλασσα;
Είναι όλ΄ αυτά αλλά κυρίως είναι οι άνθρωποι και οι μνήμες που κουβαλάς από παιδί. Είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι παρόντες, αλλά και αυτοί που έφυγαν και στοιχειώνουν μόνιμα την καθημερινή εικόνα.
Η κ. Γιώργαινα, η Κίτσα, η Κατίνα και ο Ηλίας, η γιαγιά Βασίλω, η Ιφιγένεια, η Μαριάνθη, ο Μανώλης, η Κάλλη, η Σάρα, η Αγγελική, η Πηνελόπη που μας πετούσε πέτρες, ο μπαρμπα Αβράμης, η κ. Μαριστά, ο παππούς μου ο μπάρμπα Χαρίλαος, η γιαγιά μου Αναστασία, ο παππούς Ευρυπίδης, η γιαγιά Ελένη, η μάνα μου.
Τους κρατάμε ζωντανούς όσο τους θυμόμαστε. Αυτό τουλάχιστον μέχρι στιγμής επιτύχαμε… Να ζούμε εδώ μ΄ αυτούς κι αυτά που αγαπήσαμε. Και αυτό έχει την αξία του.