Πρέπει να ήταν κάπου εκεί στα 1971 ή 1972, που δεν είχα συμπληρώσει καν τα πέντε χρόνια μου, όταν μια προσωπική στιχομυθία με τη μητέρα μου επαναλαμβανόταν σταθερά μέρα παρά μέρα στο σπίτι της οδού Σανταρόζα 2, στον Τίμιο Σταυρό. Ήταν εκείνα τα ξέγνοιαστα για μένα καλοκαιρινά πρωινά, όταν η μαμά έστηνε το μαγνητόφωνο (δώρο του θείου από την Γερμανία) πάνω στο ντιβάνι και τοποθετούσε τις μπομπίνες γεμάτες από ελληνική μουσική στη θέση τους, γύριζε το κουμπί και η μαγεία άρχιζε. Σκαρφάλωνα κι εγώ πάνω στο ντιβάνι, καθόμουν δίπλα στο παράξενο μηχάνημα, άκουγα και παρακολουθούσα επί ώρες την ταινία ν’ απλώνεται και να μαζεύεται.
Νότες και στίχοι γράφονταν στο υποσυνείδητο και μια σχέση αγάπης με την ελληνική μουσική χτίζονταν γερά, την οποία οφείλω στη μαμά. Μια όμως μπομπίνα προκαλούσε διαρκώς πρόβλημα. Γιατί όταν έφτανε στη μέση της, τότε η μαμά έτρεχε αλαφιασμένη από την κουζίνα στο καθιστικό κι έσπευδε να κλείσει τον διακόπτη. Τότε ακολουθούσε η ίδια επαναλαμβανόμενη συζήτηση που πάνω – κάτω ήταν η εξής:
– Μαμά, γιατί έκλεισες το κουμπί;
– Γιατί τα υπόλοιπα τραγούδια δεν επιτρέπεται να τα ακούσουμε παιδί μου.
– Γιατί δεν επιτρέπεται μαμά;
– Γιατί είναι απαγορευμένα.
– Από ποιον μαμά;
– Από τη χούντα παιδί μου.
– Τι είναι η χούντα μαμά;
– Μη μιλάς δυνατά παιδί μου, όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις.
– Ποιανού είναι τα απαγορευμένα τραγούδια μαμά;
– Του Θεοδωράκη παιδί μου.
– Ποιος είναι ο Θεοδωράκης μαμά και γιατί απαγορεύονται τα τραγούδια του;
– Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις παιδί μου.
– Μαμά, άσε με να τα ακούσω λιγάκι. Σιγά – σιγά.
– Δεν επιτρέπεται παιδί μου.
– Γιατί βρε μαμά;
– Γιατί θα τ’ ακούσουν κι άλλοι και θα φωνάξουν την αστυνομία και θα μας βάλουν στη φυλακή.
– Τι είναι η φυλακή μαμά και ποιοι θα μας βάλουν εκεί;
– Η χούντα παιδί μου, αλλά σε παρακαλώ, μη μιλάς δυνατά. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις…
Πόσο δίκιο είχε η μαμά. Μεγάλωσα και κατάλαβα. Όχι μόνο τι ήταν η χούντα και η φυλακή, όχι μόνο γιατί εκείνα τα τραγούδια ήταν απαγορευμένα, αλλά κυρίως κατάλαβα ποιος ήταν ο κύριος Θεοδωράκης που εγώ δεν έπρεπε ν’ ακούω.
Αυτές οι εικόνες γύριζαν στο μυαλό μου για τρεις περίπου ώρες το βράδυ της Παρασκευής, όσο δηλαδή διήρκησε η μουσικοθεατρική παράσταση Μίκης Θεοδωράκης «Ποιος τη ζωή μου…» στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων. Ένα θέατρο που σχεδόν γέμισε αν και η παράσταση θα επαναλαμβάνονταν και το σαββατόβραδο.
ΕΝΑ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ
Το πρώτο εύλογο ερώτημα που έρχονταν στο μυαλό ήταν κατά πόσο θα μπορούσε να χωρέσει σε μία παράσταση, έστω και τρίωρη σχεδόν, η ζωή του Μίκη. Αφού εκείνος έζησε και συνεχίζει να ζει σε τρεις παράλληλες διαστάσεις. Στην ανθρώπινη, στη μουσική και στην πολιτική. Πως λοιπόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας θα μπορούσε να μπει σε χρονικά καλούπια προκειμένου να μεταφέρει στο κοινό γνωστές και άγνωστες πτυχές του Μίκη; Η προσπάθεια ομολογουμένως ήταν φιλότιμη και παρά τις αδυναμίες της επέτυχε ταυτοχρόνως να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης στους παλιούς και να διδάξει εν τάχει στους νέους το πολύτιμο κεφάλαιο για την Ελλάδα που λέγεται Μίκης Θεοδωράκης.
Απαιτούσε «μαγκιά» εκ μέρους του σκηνοθέτη Θέμη Μουμουλίδη να επιχειρήσει για δεύτερη φορά την αφήγηση της ζωής του συνθέτη. Η πρώτη απόπειρα είχε εκδηλωθεί προ 13 ετών από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, όταν ο Θέμης Μουμουλίδης ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και είχε αναθέσει στο Γιάννη Μπέζο τον ρόλο του Μίκη. Η δεύτερη προσπάθεια φαίνεται πως είναι αποτελεσματικότερη, ενώ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερθέαμα αρκεί να αναφερθούν τα ακόλουθα στοιχεία: 135 σκηνές, περισσότερα από 60 τραγούδια αρκετά εκ των οποίων ακούγονται ολόκληρα, 28 ηθοποιοί-χορευτές, 5 τραγουδιστές και 12 μουσικοί επί σκηνής, το δε κείμενο υπογράφει ο σκηνοθέτης έχοντας όμως τη σύμπραξη του ίδιου του συνθέτη.
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Η συνταγή της παράστασης αποτελείται από τη μουσική που ασφαλώς κρατά τη μερίδα του λέοντος ως πρωταγωνίστρια, την πρόζα που χρησιμοποιείται για την αφήγηση – δραματοποίηση της βιογραφίας, τον χορό που εμπλουτίζει το θέαμα, το λειτουργικό σκηνικό και τους έξυπνους φωτισμούς, την πληθώρα των κουστουμιών. Η επιτυχημένη προσέγγιση του κοινού και η ενθουσιώδης ανταπόκρισή του οφείλεται στις επιλογές των πλέον διάσημων και αγαπημένων συνθέσεων αλλά και σε «γιγαντιαίες» φωνές που ανέλαβαν την απόδοση των τραγουδιών. Μπορεί τη Γιώτα Νέγκα να την απόλαυσα μόλις τον περασμένο χειμώνα στο ΟΣΚΑΡ, αλλά πέρασαν ήδη οκτώ χρόνια από τον Ιούλιο του 2005 όταν ο Κώστας Μακεδόνας είχε εμφανιστεί στα Κάστρα της Νέας Περάμου και με είχε αφήσει άφωνη με τις ικανότητές του.
Ομοίως συνεπαρμένη ένιωσα και το βράδυ της Παρασκευής, όταν τον άκουγα να ερμηνεύει τα μουσικά διαμάντια του Μίκη, που κουβαλούν εδώ και δεκαετίες τη σφραγίδα της δωρικής φωνής του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κι αν θα έπρεπε να διαλέξω την καλύτερη στιγμή της παράστασης, τότε κατά την άποψή μου αυτή ήταν σίγουρα η ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά μου όταν άκουγα το «Θα σημάνουν οι καμπάνες». Εξαιρετική ήταν επίσης η μουσική παρουσία του Κώστα Θωμαϊδη, αλλά με ασθενέστερη την απόδοση της Άννας Λινάρδου και του Γιάννη Μαθέ.
ΑΠΕΔΩΣΑΝ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΟΠΩΣΗ
Στα δραματοποιημένα μέρη της παράστασης, συναίσθημα πρόσφεραν ο Γρηγόρης Βαλτίνος ως πατέρας και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου ως μητέρα του Μίκη. Παράξενη γεύση ωστόσο μου άφησε η ενσάρκωση του συνθέτη από τον Άρη Λεμπεσόπουλο. Παρά τη ψιλόλιγνη σιλουέτα, τα γκρίζα φουντωτά μαλλιά και την εκφορά του λόγου που ομοίαζαν στον Μίκη, ο κ. Λεμπεσόπουλος στάθηκε «αποστασιοποιημένος» κι «απόμακρος» από τον χαρακτήρα που ερμήνευε. Στάθηκε δηλαδή ότι ακριβώς ήταν. Ένας άλλος που απλά υποδυόταν και σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να «γίνει» ο Μίκης. Ασφαλώς και θα πρέπει να συγχαρούμε το θίασο, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε παίξει στα Ιωάννινα. Ακόμη κι αν η κόπωση ήταν σίγουρη, κανείς δεν το έδειξε και κανείς δεν έκανε «έκπτωση» στη συμμετοχή του.
Ασχέτως πάντως με την επιμέρους απόδοση των συντελεστών, η παράσταση διέτρεξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τη ζωή του συνθέτη από τη γέννησή του έως τη μεταπολίτευση. Σταματώντας σε ημερομηνίες σταθμούς και βγάζοντας στο φως προσωπικά στοιχεία που μάλλον δε γνώριζε το σύνολο του κοινού, για την οικογένεια και τις σχέσεις του με άλλα τεράστια «κεφάλαια» αυτής της χώρας όπως ο Χατζιδάκις, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης. Ο κύκλος των παραστάσεων στο θέατρο Badminton προκάλεσε σχόλια κυρίως για το αιφνίδιο τέλος που σταμάτησε την αφήγηση στο 1974. Ίσως αυτή να ήταν η επιθυμία του ίδιου του Μίκη. Εμείς οφείλαμε να σεβαστούμε μια δουλειά που φέρει την δική του έγκριση.
ΑΥΤΟΣ Ο ΜΙΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ!
Αυτή τη φορά αρνούμαι κατηγορηματικά να σχολιάσω δυσμενώς το κοινό που χειροκροτούσε με ενθουσιασμό ύστερα από την ολοκλήρωση κάθε τραγουδιού, λες και βρισκόταν σε κάποια συναυλία. Γιατί; Μα διότι το κοινό είναι ο λαός. Γι’ αυτόν το λαό πάλεψε, φυλακίστηκε κι εξορίστηκε ο Μίκης. Γι’ αυτόν το λαό έγραψε τα έργα του και κυριότερα γιατί ο ίδιος ανέκαθεν θεωρούσε τον εαυτό του ως λαϊκό συνθέτη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών περίπου ωρών της παράστασης, η αίσθηση πως ο Μίκης βρισκόταν ανάμεσά μας ήταν κοινή. Προφανώς γιατί είναι δικός μας, κομμάτι μας, μέρος της ιστορίας μας και της ζωής μας. Προφανώς γιατί η στάση ζωής του, οι επιλογές του, οι απόψεις του, οι δημιουργίες του, οι διώξεις του χαράχτηκαν ανεξίτηλα και συνεχίζουν ως κληροδότημα από γενιά σε γενιά. Το μέγιστο ίσως επίτευγμά του είναι και το πλέον απλούστερο όλων.
Μίκης σ’ αυτή την Ελλάδα που συνεχίζει να ταξιδεύει είναι μόνο ο Θεοδωράκης. Όπως και Μάνος είναι μόνο ο Χατζιδάκις, αλλά και Μελίνα είναι μόνο η Μερκούρη. Αυτοί κι εμείς είμαστε η Ελλάδα κι όσοι δεν μας αποδέχονται, ή όσοι επιχειρούν με το ζόρι να μας αλλοιώσουν καλύτερα να τα παρατήσουν και να φύγουν εγκαίρως!
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
=====================================================================