Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Παρακάλεσε τον Γκέραρντ να μην ξεχάσει το μεσημέρι να της φέρει το «Σπίγκελ». Είχε ακούσει από μία φίλη της για μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη που δημοσιευόταν στο περιοδικό. Και πράγματι. Το θέμα ήταν συγκλονιστικό για τη φράου Ίλο και τον χερ Γκέραρντ. Κι αυτό γιατί εδώ και πολλά χρόνια ήταν ευαισθητοποιημένοι σχετικά με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Από παλιά είχαν διαβάσει για τα δεινά των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Κρητών στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, για τον άδικο χαμό όχι μόνο αγωνιστών πατριωτών αλλά και χιλιάδων αμάχων από τους ναζιστές, το ξεκλήρισμα οικογενειών, την ολοκληρωτική καταστροφή πολλών χωριών, τις θηριωδίες απέναντι ακόμη και σε μικρά παιδιά.
Πως τα κατάφεραν κι οι δύο κι ένιωθαν ένοχοι για όσα άσχημα οι πρόγονοί τους είχαν επιφέρει στην όμορφη αυτή άκρη της Ευρώπης… Γι΄ αυτό και αποφάσισαν να μεταβαίνουν κάθε καλοκαίρι στο νησί αυτό με το περήφανο λαό, την απαράμιλλη φιλοξενία, τις μαγευτικές φυσικές ομορφιές, τις σημαντικές αρχαιότητες και τον αξεπέραστο πολιτισμό, αρχαίο και νέο. Για πολλά χρόνια γύρισαν τη μεγαλόνησο από άκρη σ΄ άκρη και σπιθαμή προς σπιθαμή. Χάρηκαν όλςε τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά, τις πεδιάδες και τις ακρογιαλιές, τα βουνά και τις χαράδρες, μα πιο πολύ τα πιο βασανισμένα μέρη που οι ντόπιοι τ΄ αγαπούσαν και τα σέβονταν, γι΄ αυτό και τ΄ άφηναν γυμνά και απροστάτευτα στις καμτσικιές του χρόνου και των καταιγίδων, έτσι για να θυμούνται όλη την πίκρα που χαράκωσε τα μέτωπά τους από την εποχή που ήταν μικροί. Γιατί η πίκρα και η γλύκα έχουν πάντα κάτι κοινό, όχι τόσο στη γεύση όσο στην επιδίωξη.
Πολύ νέοι ακόμη ήταν όταν πρωτόρθανε στην Κρήτη κι ωρίμασαν μαζί με την καρδιά της. Σαν έφτασαν σ΄ εκείνο το καμένο το χωριό κι έμαθαν την ιστορία του, ένιωσαν πως εκεί θα πρέπει από δω και πέρα να ανήκουν. Ζήτησαν ν΄ αγοράσουν ένα σπίτι, μα στην αρχή υπήρξε αντίδραση από ορισμένους συγγενείς θυμάτων της κατοχής. Θεωρούσαν ίσως ιεροσυλία το να παραχωρήσουν ένα σπίτι σε Γερμανούς. Ωστόσο όταν γνώρισαν καλύτερα την Ίλο και το Γκέραρντ και κατανόησαν τα κίνητρα και τις προθέσεις τους, τα στερεότυπα κατέρρευσαν. Τους δέχτηκαν σαν δικούς τους, τους αγκάλιασαν, τους βοήθησαν και τους στήριξαν.
Στο περιοδικό προβαλλόταν το παράδειγμα δυο Γερμανών, που αποφάσισαν να καταβάλουν ένα ποσό περίπου εννιακοσίων ευρώ σ΄ ένα κοινωνικό φορέα του Ναυπλίου, θεωρώντας ότι τόσο θα έπρεπε ν΄ αντιστοιχεί σε κάθε ζευγάρι Γερμανών πολιτών η υποχρέωση της πατρίδας τους, ώστε ν΄ αποπληρωθεί το κατοχικό δάνειο που πήραν με το έτσι θέλω οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής από το ελληνικό δημόσιο. Οι τύψεις που αισθάνονταν η Νίνα κι ο Λούτβιχ δεν ήταν σύμφωνες με τη γνώμη των ηγετών τους, αλλά η ιδεολογία τους, συναρτημένη με την αίσθηση του δικαίου και της αδικίας, τους έσπρωξε σε μία προσπάθεια να ευαισθητοποιήσουν πολλούς συμπατριώτες τους στο θέμα αυτό που αποτελούσε μία πληγή ανοιχτή που έπρεπε να κλείσει. Και να που τώρα ο σπόρος τους έπιασε τόπο, καθώς η Ίλο με τον Γκέραρντ αποφάσισαν να τους μιμηθούν.
Η αλήθεια είναι ότι η δική τους ευαισθητοποίηση είχε ξεκινήσει χρόνια πριν, όταν παρακολούθησαν μια σχετική διάλεξη ενός λεβέντη γέροντα, όμορφου μέσα κι έξω, που όταν ήταν παλικαράκι στον καιρό της Κατοχής, συναποφάσισε μ΄ ένα φιλαράκι του, τον Αποστόλη, ν΄ ανέβουν νύχτα στην Ακρόπολη και να κατεβάσουν τη σημαία των κατακτητών, που η σβάστικα της μόλυνε τον ιερό χώρο. Σ΄ εκείνη την ομιλία του κοινοτάρχη της Απειράνθου Νάξου είχαν ακούσει για πρώτη φορά τα σχετικά με το κατοχικό δάνειο.
Έπιασε ο Γκέραρντ το κομπιουτεράκι του, έκανε τους υπολογισμούς του, δεν ήθελε και πολύ για να βγάλει το πηλίκο. Λίγο πιο πάνω από ογδόντα εκατομμύρια ο πληθυσμός της ενωμένης πλέον Γερμανίας, ο κάθε πολίτης έπρεπε λοιπόν να καταβάλει 150 ευρώ για να επιστραφεί το αναγκαστικό αυτό δάνειο, το οποίο αρνιόταν να καταβάλει το γερμανικό κράτος στους αδικούμενους και χειμαζόμενους Έλληνες αυτή τη δύσκολη εποχή της κρίσης που είχε επιβάλει η γενική αντεπίθεση του μεγάλου κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους του ευρωπαϊκού νότου.
Ήρθε η άνοιξη και το ζευγάρι δεν κρατιόταν. Όλον το χειμώνα διάφορες υποχρεώσεις δεν τους άφηναν να ταξιδέψουν. Το είχαν κανονίσει ωστόσο μετά την Ανάσταση κάθε χρόνο καβάλα στο μαΐστρο που τους έφερνε στη χώρα των ωραίων αρχαίων θεών, στη θερινή τους κατοικία στο χωριό το πικραμένο. Αυτή τη φορά το ταξίδι τους φάνηκε ατέλειωτο ώσπου να φτάσουν επιτέλους στον προορισμό τους. Οι κάτοικοι τους καλωσόρισαν με χαμόγελα και ρακές.
Την άλλη μέρα το πρωί παρουσιάστηκαν στον πρόεδρο της κοινότητας. Ο Δημήτρης ο Καρανδινός τους συμπαθούσε από παιδί, τους αγαπούσε τώρα και τους θεωρούσε γνήσιους Κρητικούς. Τους υποδέχτηκε θερμά, τους τράταρε καφέ, τους ρώτησε για την υγεία τους, για τους συγγενείς τους. Αυτοί του μίλησαν ελληνικά με ωραία Κρητική προφορά και τέλος του παρέδωσαν 300 ευρώ, εξηγώντας του συνάμα και το λόγο της επίσκεψής τους, μαζί και την πίκρα τους για το ότι ούτε ο λαός τους ούτε η Ομοσπονδιακή Βουλή της χώρας τους δεν είναι σχεδόν καθόλου ενημερωμένοι για τα παλιά χρέη τους, υλικά και ηθικά, απέναντι στους Έλληνες. Γιατί, αν τα ήξεραν, θα έπρεπε, πριν να απαιτούν επιτακτικά τα χρέη των Ελλήνων, να σβήσουν πρώτα τα δικά τους…