Dark Mode Light Mode

Η sold out παράσταση του καλοκαιριού

Ο μύθος του «Μεγάλου μας Τσίρκου» κινητοποίησε πλήθη

Τόσο κόσμο το θέατρο Φιλίππων είχε να φιλοξενήσει από τις συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα. Να όμως που «Το μεγάλο μας τσίρκο» του ΚΘΒΕ, η παράσταση που θεωρείται «αστικός μύθος» για τους Έλληνες θεατρόφιλους και παρουσιάστηκε το βράδυ της Κυριακής, κατέρριψε το ρεκόρ εισιτηρίων και κινητοποίησε ανθρώπους όχι μόνο από την Καβάλα, αλλά και από τη Ξάνθη, την Κομοτηνή, τη Δράμας και τις Σέρρες. Στο πάρκινγκ του αρχαίου θεάτρου επικράτησε το αδιαχώρητο, ενώ όμοιες συνθήκες καταγράφονταν κι εντός, όπου οι υπεύθυνοι ζητούσαν από το κοινό να στριμωχθεί προκειμένου να χωρέσουν όσοι υπομονετικά περίμεναν στην ουρά, έχοντας αγοράσει και τα τελευταία εισιτήρια.

Χρειάστηκε να περιμένω 39 χρόνια μετά την αρχική πρεμιέρα του έργου και 44 χρόνια από την έναρξη της ζωής μου προκειμένου να παρακολουθήσω επιτέλους οπτικοποιημένο εμπρός μου εκείνο που μόνο ως φήμη είχα ακούσει και ως σχόλιο είχα διαβάσει. Ο μοναδικός κοινός κρίκος που συνέδεε την αρχική παράσταση με την πρόσφατη ήταν ο συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος, αφού το υπόλοιπο καστ ήταν εντελώς διαφορετικό.

Διαφορετικό είναι επίσης το 2012 συγκριτικά με το 1973, όπως διαφορετικοί είναι δυστυχώς και οι Έλληνες του τότε με τους Έλληνες του σήμερα. Ίσως γιατί εκείνοι ήταν οι Έλληνες της αντίστασης, της εξέγερσης, των διαδηλώσεων, σε αντιδιαστολή με τους σύγχρονους που είναι οι Έλληνες του βολέματος, της πολυθρόνας, των τούρκικων σήριαλς και του «ωχ, αδελφέ, δε βαριέσαι…» Κι όμως, υπήρχαν στίχοι που ερμηνεύτηκαν και αποδείχθηκαν ανατριχιαστικά επίκαιροι, λες και κάποιος τους εμπνεύστηκε από τις σημερινές επικρατούσες συνθήκες.

 

Ο ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

Υπάρχει κάποιος που δε γνωρίζει τι ακριβώς είναι «Το μεγάλο μας τσίρκο»; Ανέβηκε στις 22 Ιουνίου του 1973 στο θέατρο «Αθήναιον». H Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος αποφάσισαν να ανεβάσουν ένα αλληγορικό έργο που θα διηγιόταν την ιστορία και τις ταλαιπωρίες του ελληνικού κράτους από τον ερχομό του Όθωνα το 1833 μέχρι την Κατοχή, με σκοπό να παραπλανήσουν τη λογοκρισία της Χούντας, κατορθώνοντας ωστόσο να περάσουν μηνύματα αφύπνισης στον ήδη αγανακτισμένο ελληνικό λαό.

Εμπιστεύτηκαν την ιδέα τους στον Ιάκωβο Καμπανέλλη κι εκείνος άρχισε τη συγγραφή. Η μουσική επένδυση ανατέθηκε στον Σταύρο Ξαρχάκο, ο οποίος εμπνευσμένα ζήτησε από τον μοναδικό Νίκο Ξυλούρη να ερμηνεύσει το ρόλο του τραγουδιστή – τελάλη. Την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους κράτησαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.

Η παράσταση αναδείχθηκε σε μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, με τα εισιτήρια να υπολογίζονται στις 400.000 ή ακόμη και στις 500.000. Συγχρόνως στάθηκε και μία βασική αφορμή επανάστασης. Συνθήματα όπως «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» και «φωνή λαού – οργή θεού» είχαν πρωτοεμφανιστεί στην παράσταση κι αργότερα έγιναν γνωστά λόγω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η Καρέζη πέρασε ένα μήνα στα κρατητήρια της Ασφάλειας με αποτέλεσμα να διακοπούν οι παραστάσεις από τα μέσα Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου του 1973 και να ξαναρχίσουν μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, με παρουσία αστυνομικών. Ο Καζάκος φυλακίστηκε επίσης. Ερμηνευτής, συνθέτης και μουσικοί δέχονταν σχεδόν καθημερινά τις «επισκέψεις» των οργάνων της χούντας.

Η παράσταση σημείωσε τεράστια απήχηση στο αθηναϊκό κοινό. Λόγω της προσέλευσης των θεατών οι παραστάσεις χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως οι μαζικότερες (μέχρι το Πολυτεχνείο) πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Όταν οι λογοκριτές της χούντας αντιλήφθηκαν ότι το έργο δεν ήταν μια απλή κωμωδία αλλά περνούσε στον κόσμο αντιδικτατορικά μηνύματα, σταμάτησαν τις παραστάσεις. Οι πρωταγωνιστές του έργου συνελήφθησαν και η Τζένη Καρέζη κλείστηκε στη φυλακή για τρεις μήνες. Το έργο ανέβηκε από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε Αθήνα και επαρχία γνωρίζοντας και πάλι τεράστια επιτυχία. Στη δεύτερη παράσταση το κείμενο έφτανε και μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

 

ΜΗ ΖΗΤΑΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ…

«Το μεγάλο μας τσίρκο» ήταν και παραμένει για κάθε Έλληνα μια εμπειρία ζωής. Τον φέρνει ουσιαστικά αντιμέτωπο με την ιστορία της χώρας του, τον βοηθά να αντιλαμβάνεται τα επαναλαμβανόμενα λάθη που διαπράττει, του γεννά υποτίθεται την ορμή να γκρεμίσει στρεβλά καθεστώτα και να ξαναχτίσει μια πιο ανθρώπινη ζωή απαλλαγμένος από τους κατακτητές του. Ελπίζω όλα αυτά τα συναισθήματα να αναζωπυρώθηκαν στις ψυχές των χιλιάδων θεατών που βρέθηκαν στο θέατρο μαζί μου. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να γίνω ελαφρώς πικρή και να εκφράσω την αμφιβολία μου περί τούτου.

Μπορεί οι θεατές να χειροκρότησαν με πάθος σε συγκεκριμένα σημεία της παράστασης και να φώναξαν «μπράβο» για κάποιες ατάκες που τους «ανακούφιζαν», μιας και μιλούσαν για λογαριασμό τους. Δυστυχώς όμως πιστεύω πως όσο δύσκολη κι αν είναι η σημερινή εποχή, μας λείπει εκείνος ο λαϊκός παλμός του ’73. Το γιατί, ας το αναζητήσουμε καθένας μέσα του.

Δε θα επιθυμούσα σε καμία περίπτωση να επιδοθώ σε κριτική των ερμηνειών. Προτιμώ να διαφυλάξω μέσα μου ολάκερο τον μύθο της Τζένης Καρέζη και του Νίκου Ξυλούρη (οι αδυναμίες δεν κρύβονται!) Επίσης προτιμώ να δείξω σεβασμό στους σύγχρονους συντελεστές που τόλμησαν να συμμετέχουν στο εγχείρημα, θέτοντας εαυτούς στη διαδικασία αναμετρήσεως με ιστορικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης.

Δεν μπορώ όμως να μην επιφυλάξω ιδιαίτερη αναφορά στο Ζαχαρία Καρούνη, που ανέλαβε να ερμηνεύσει τα τραγούδια της παράστασης, τα οποία έχουν καταγραφεί στη μνήμη μας από τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Εξάλλου, η ιδιαίτερη στιγμή των τριών περίπου ωρών της παραστάσεως ήταν για εμένα εκείνη που οι πάντες, ηθοποιοί – ορχήστρα – μαέστρος, στάθηκαν όρθιοι και σιωπηλοί, προκειμένου από τα ηχεία να ακουστεί η μαγνητοφωνημένη ερμηνεία του Ξυλούρη, στους τελευταίους στίχους του κομματιού «Τρίτη Σεπτεμβρίου», ή όπως το αποκαλούμε εμείς «Φίλοι κι αδέλφια». Ήταν η μοναδική στιγμή που ένιωσα την επιθυμία να σηκωθώ κι εγώ όρθια, αποτείνοντας το φόρο τιμής που όφειλα στην ιστορία μου ως Ελληνίδα. Δεν το τόλμησα και θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου!

 

ΛΑΕ ΜΗ ΣΦΙΞΕΙΣ ΑΛΛΟ ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ

Πολλά ακόμη θα μπορούσα να σχολιάσω για το βράδυ της Κυριακής. Όπως για παράδειγμα να αναφερθώ στην παντελή έλλειψη αστυνομικής παρουσίας, προκειμένου να διευκολυνθεί ο κόσμος. Ή στην επιτακτική ανάγκη διαγράμμισης των δύο πάρκινγκ του θεάτρου, ώστε οι οδηγοί – κουρσούμια να αντιλαμβάνονται που ακριβώς οφείλουν να σταθμεύουν χωρίς να προκαλούν μπάχαλο και να δυσκολεύουν τη ζωή των υπολοίπων. Θα μπορούσα ίσως να αναφερθώ και σε κάποιους πολιτικούς που αποφάσισαν επιτέλους να παρακολουθήσουν μια παράσταση του φεστιβάλ, ωστόσο απέφυγαν να χειροκροτήσουν σε συγκεκριμένες στιγμές «πολιτικής κριτικής» με τον ίδιο ενθουσιασμό που ένιωθε το κοινό. Θεωρώ όμως ότι η οποιαδήποτε αρνητική αναφορά ύστερα από μια τέτοια εμπειρία, θα ήταν μια «ιεροσυλία» εκ μέρους μου. Γι’ αυτό και το αποφεύγω.

Επιλέγω να ολοκληρώσω το κείμενό μου με την καταγραφή των ακόλουθων στίχων, ιερή παρακαταθήκη των προηγούμενων γενιών, τους οποίους εμπιστεύομαι στους συμπολίτες μου κι αφιερώνω εξαιρετικά στους πολιτικούς μας:

«Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,

μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.

Οι αγώνες που ‘χεις κάνει δεν φελάνε

το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.

Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,

η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,

του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί»

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

 

Προηγούμενο άρθρο

Έπιασαν κλέφτη στη Βέροια με δράση και στην Καβάλα

Επόμενο άρθρο

Κατά ομάδες πωλούνται λιμάνια – αεροδρόμια