Dark Mode Light Mode

Καβάλα σαξές στόρυ…

Είχα την τύχη να μαι στην επίσημη πρώτη της παράστασης του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας “Οδός Πολυδούρη”, …στην Αθήνα. Πρόλαβα να δω ελάχιστους Καβαλιώτες, τον ποιητή Κώστα Καναβούρη, την νεαρή αρχιτεκτόνισσα Χρυσούλα Βλάχου, κανέναν από το Δήμο Καβάλας ή το ΔΗΠΕΘΕ, μέγα πλήθος όμως από άλλους, λογοτέχνες σαν το Μάνο Ελευθερίου, ηθοποιούς σαν τον Δημήτρη Πιατά, δημοσιογράφους σαν την Οντίν Λιναρδάτου, πολιτικές προσωπικότητες του πολιτισμού σαν τον Σταύρο Μπένο, πολλούς κριτικούς απ΄ όλο τον αθηναϊκό τύπο… Όλοι αυτοί παρακολούθησαν μια παραγωγή που “ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας”.
Αυτή ήταν η πρώτη επιτυχία της Καβάλας (Καβάλα σαξές στόρυ), χάρη στο Θοδωρή Γκόνη. Μια επιτυχία για την οποία δεν νομίζω ότι πάσχισε και πολύ (η Καβάλα και το ΔΗΠΕΘΕ), ίσως όμως να σφάλλω και να τους αδικώ. Επί τουλάχιστον ένα μήνα πάντως, όλα τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα της Αθήνας στην πολιτιστική τους στήλη προβάλλουν, και θα συνεχίσουν να προβάλλουν καθώς φαίνεται, μια όμορφη και ενδιαφέρουσα παράσταση σαν παραγωγή της πόλης μας, που κίνησε το ενδιαφέρον όλων. Προστίθεται στην πρόσφατη άλλη μεγάλη επιτυχία της Καβάλας, να συμπεριληφθεί η “Οδύνη των Ανέργων” στο επίσημο φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών. Χάρη στο Θ. Γκόνη και πάλι. Δεν θυμάμαι παράσταση ενός ΔΗΠΕΘΕ (αποκλειστική, όχι συμπαραγωγή) να ανεβαίνει ποτέ στο Φεστιβάλ Αθηνών αφού πρώτα ανέβηκε στην επαρχία. Ούτε με τόσο πενιχρά μέσα φτιαγμένη, να επιβραβεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Χάρηκα, κι ένιωσα περηφάνια, δέος και θυμό. Τύχη αγαθή για την πόλη μας. Μάλλον ακούσια. Αναρωτήθηκα για τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που αυτός ο δημιουργός θα ανταπέδιδε, με επάρκεια χρημάτων και συνθηκών.
Κατά την γνώμη μου (γνώμη ενός φίλου και όχι ενός ανθρώπου των Γραμμάτων και των Τεχνών), πέτυχε ο Γκόνης τους στόχους της Οδού Πολυδούρη, της Οδού όλων των γυναικών ποιητριών, ιδιαίτερα των μη ποιητριών… Πέτυχε στον απόλυτα γυναικείο χαρακτήρα του έργου, για το μονόλογο του οποίου καθοδήγησε ουσιαστικά τη σεναριογράφο-αρθρογράφο της εφημερίδας “ΤΑ ΝΕΑ”, Ρούλα Γεωργακοπούλου, στα ξεσπάσματα κοριτσίστικου θυμού, στον χειμαρρώδη και πολυδαίδαλο μονόλογο της Πολυδούρη, στο ρομαντισμό της ψυχής της Καλαματιανής ποιήτριας, στο πάθος της για τη ζωή, στην λυτρωτική διέξοδο του έρωτα, στην αποφυγή της μελοδραματικής εκδοχής της ιστορίας της. Στην επαφή της (και επαφή μας) με το μισογύνη Ροΐδη, τον ανοιχτόμυαλο Παλαμά, τον σκεπτικιστή Καρκαβίτσα και τον παραδοξολόγο Καμπούρογλου, κι ας ξέχασε τον αγαπημένο, επίσης νοσηλευόμενο την ίδια περίοδο στο “Σωτηρία”, αγαπημένο φίλο της Γιάννη Ρίτσο (*).
Με έξυπνα σκηνοθετικά ευρήματα, εύστοχες εναλλαγές και λογοπαίγνια, κράτησε αμείωτο το ρυθμό και το ενδιαφέρον σ’ ένα μονόλογο.
Πέτυχε να οδηγήσει την ταλαντούχο πρωταγωνίστρια, την Ιωάννα Παππά, σε μια εξαιρετική ερμηνεία, απροσδόκητα διαφορετική, έξω απ’ τα τηλεοπτικά κλισέ, αντάξια της σχολής του Εθνικού Θεάτρου απ’ το οποίο προέρχεται.
Πέτυχε στο απέριττο και εύστοχο σκηνικό χάρη στη μόνιμη συνεργάτιδά του Ελένη Στρούλια. Πέτυχε στην ανάδειξη ενός νεαρού συνθέτη, μια ευχάριστη έκπληξη στο πρόσωπο του γιού του Αλέξανδρου, στην δεύτερή του δουλειά μουσικής επένδυσης ενός θεατρικού έργου.
Πέτυχε να συνδέσει για μια ακόμη φορά λογοτεχνικά κείμενα, ιδιαίτερα ποίηση, με το θέατρο, φέρνοντάς την πιο κοντά στο λαό, όπως έκανε ανέκαθεν η αριστερή διανόηση, γνωρίζοντας βαθιά, βιβλιοφάγος και βιβλιολάτρης ο ίδιος, τόσο την Ποίηση, όσο και την αρχαιόθεν σπουδαία παιδευτική αξία του θεάτρου. Το έκανε πέρσι δυο φορές με τον Κ. Καβάφη και ιδιαίτερα με τον Ι. Καμπανέλη στο γράμμα της Κλυταιμνήστρας στον Ορέστη.
Συνεχίζει να ανοίγει νέους δρόμους στο ελληνικό θέατρο, που πιστά και μοναχικά υπηρετεί, μέσα σε συνθήκες κρίσης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιακής. Δρόμους σε σαφή απόσταση από την εσωστρέφεια και την αυτάρεσκη ομφαλοσκόπηση, άλλοτε αναδεικνύοντας αξίες και ιδανικά κι άλλοτε βαθιά πολιτικούς, κάτι τόσο σπάνιο στις μέρες μας. Ευτυχώς που άρχισαν να πληθαίνουν τέτοιες παραστάσεις στις μέρες μας και να χαράζουν αχνά νέους ορίζοντες, όπως άλλωστε και στην Ευρώπη σύγχρονοι και φωτεινοί δραματουργοί σαν τον κορυφαίο Γάλλο Ζοέλ Πομερά, που πέρσι έδωσε ένα τέτοιο δείγμα στη χώρα μας υμνώντας τον ανθρωπισμό μέσα απ’ τη χαμένη τιμή του, στο Θαυμαστό Κόσμο του Εμπορίου. Αλλά και τον Σκωτσέζο Γκρέγκορι Μπεργκ, που ο Αλέξανδρος Αβρανάς σκηνοθέτησε στο βαθιά πολιτικό Gagarin Way (Οδός Γκαγκάριν), τόσο κοντινό στους επιγόνους της Κόκκινης Καβάλας, που θα πρεπε να το δουν… Κι άλλα για τα οποία διάβασα και δεν είδα.
Τύχη αγαθή η παρουσία του Γκόνη στην πόλη μας. Ας προσπαθήσουμε να τον εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε. Ας επενδύσουμε στον πολιτισμό, ανεξάντλητη πηγή δύναμης και πραγματικού πλούτου για την πόλη, τους πολίτες και τη νεολαία μας, πολύ πιο άμεσου και ωφέλιμου από εκατοντάδες κρουαζιερόπλοια.
Βασίλης Λιόγκας

 

(*) Στο «Σωτηρία» ο Γ. Ρίτσος γίνεται αγαπημένος φίλος της, επίσης, νοσηλευόμενης Μαρίας Πολυδούρη, η οποία του αφιερώνει ένα ποίημά της:
«Πως με κοιτάς έτσι γλυκά νέο μου ανθάκι χαρωπό
δείχνεις όλες τις χαρές σου σ΄ εμέ και δε φοβάσαι.
Αχ, έχω την καρδιά βαριά μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο κι ευτυχισμένο να ΄σαι (…)».
Στο «Σωτηρία», ο νεαρός Ρίτσος ερωτεύεται για πρώτη φορά. Ρουμπίνη, έλεγαν την αγαπημένη του. Την κόρη της προϊσταμένης νοσοκόμας, την οποία ζήλευαν όλες οι κοπέλες, όταν την έβλεπαν με «αυτόν τον άγγελο», μούσα του στην «Εαρινή Συμφωνία».

 

Προηγούμενο άρθρο

Ομιλία Βαγγέλη Παππά στις Κρηνίδες: «Να θυμηθούμε πριν από την κάλπη, ποιοι εκπροσωπούν αυτούς που φταίνε για την κατάσταση»

Επόμενο άρθρο

Εικόνα πλήρους εγκατάλειψης στο Καρνάγιο