Ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου από το Εθνικό Θέατρο περιοδεύει φέτος ανά την Ελλάδα κουβαλώντας τη φήμη πως πρόκειται για το κύκνειο άσμα του κορυφαίου σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή. Αυτή η λεπτομέρεια από μόνη της θα έπρεπε να συγκεντρώσει πλήθος συνειδητοποιημένων θεατρόφιλων στους Φιλίππους το βράδυ της Παρασκευής, αφού μία και μόνη παράσταση είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα του ΦΦΘ. Δυστυχώς τα άσχημα παιχνίδια του καιρού ανέκοψαν την προσέλευση του κόσμου, με αποτέλεσμα η πολυαναμενόμενη παράσταση του καλοκαιρού να ατυχήσει. Όσοι πάντως επέδειξαν θάρρος και ήρθαν εφοδιασμένοι με πανωφόρια και ομπρέλες, αφενός απόλαυσαν μια επιτέλους δροσερή βραδιά κι αφετέρου συζήτησαν εποικοδομητικά για μια καλοδουλεμένη παραγωγή που υπηρέτησε το «πραγματικό θέατρο».
Μπορεί η ορολογία μου «πραγματικό» και «ψεύτικο» θέατρο να φαντάζει αδόκιμη, κάπως έτσι όμως επιλέγω να κατηγοριοποιώ τις παραστάσεις που καλούμαι να παρακολουθήσω. Οι δουλειές του Λευτέρη Βογιατζή μόνο στην κατηγορία του «πραγματικού θεάτρου» μπορούν να καταταχθούν, ειδικά εάν κάποιος γνωρίζει τα μικρά του μυστικά, όπως είναι για παράδειγμα η τελειομανία του. Οι παραστάσεις αυτής της κατηγορίας αυτονόητα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού και προκαλούν συζητήσεις, ή ακόμη και διαφωνίες αναφορικά με το τελικό τους αποτέλεσμα. Κάτι ανάλογο εξασφάλισε και η εμφανώς καλοδουλεμένη πρόταση του σκηνοθέτη για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα με την «υποσημείωση» πως είχε στη διάθεσή του άτομα ανήκοντα στην «ελίτ» της ελληνικής ηθοποιίας.
ΟΙ ΥΠΕΡΟΧΟΙ & ΟΙ ΕΚΝΕΥΡΙΣΤΙΚΟΙ
Αν και κάποιες πτυχές της παραγωγής λοιπόν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως άριστες, κάποιες άλλες στάθηκαν έως και εκνευριστικές τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Το κείμενο, για αρχή, δε ήταν και το πλέον δυνατό ατού, μιας κι επρόκειτο για την ιστοριούλα παρεξηγήσεων του Μολιέρου βασισμένη στην ερωτική σχέση του Δία με την Αλκμήνη. Η σύλληψη όμως του ανεβάσματος από τον Λευτέρη Βογιατζή ήταν κυριολεκτικά ευφάνταστη. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, μια κατασκευή που θύμιζε καρουσέλ – γαϊτανάκι ήταν ευρηματικό και λειτουργικότατο. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, που φορούσαν οι ηθοποιοί στάθηκαν έξοχα. Η μουσική, η κίνηση και οι φωτισμοί στήριξαν με τον καλύτερο τρόπο το αποτέλεσμα.
Σε επίπεδο ερμηνειών όμως τα δεδομένα εμφανίστηκαν διαχωρισμένα. Κάποιοι ενθουσίασαν και κάποιοι εκνεύρισαν. Ο Χρήστος Λούλης ως ξυλοπόδαρος Ερμής δικαίωσε όσους τα τελευταία χρόνια τον θεωρούν έναν εκ των κορυφαίων της νέας γενιάς ηθοποιών. Ο απογαλακτισμός του από την ασφυκτική «προστασία» της Λυδίας Κονιόρδου του επέτρεψε να «ανθίσει» υποκριτικά και φέτος ανανέωσε τη θετική για εκείνον άποψη. Εξαίρετοι αποδείχθηκαν ο απατημένος Αμφιτρύων του Γιώργου Γάλλου και ο υπερόπτης Δίας του Νίκου Κουρή.
Υπέροχη αν και όχι χορταστική ήταν η Στεφανία Γουλιώτη, που αρχικά ερμήνευσε τη Νύχτα σκαρφαλωμένη στο ψηλότερο σημείο του καρουσέλ κι έπειτα ανέλαβε το ρόλο του υποβολέα, περιφερόμενη διαρκώς σε κάθε σημείο της σκηνής. Η καβαλιώτισσα Εύη Σαουλίδου ως Κλεάνθη επεφύλαξε για τη γενέτειρα μια θαυμάσια ερμηνεία που άξιζε χειροκροτήματος. Ενώ η 7μελης αντρική ομάδα όπου μετείχαν ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, ο Νικόλας Χανακούλας, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Χάρης Φραγκούλης, συνέβαλαν τα μέγιστα στη δημιουργία ατμόσφαιρας με τους παράξενους ήχους και τις μαριονετικές κινήσεις τους.
Παρουσίες που χώλαιναν και προσωπικά με οδήγησαν στα όριά μου ήταν εκείνη του Σωσία – Δημήτρη Ήμελλου κι εκείνη της Αλκμήνης – Αμαλίας Μουτούση. Ο μεν πρώτος μου θύμιζε σ’ όλη της διάρκεια της παράστασης έναν κλόουν και δυστυχώς από τα παιδικά μου χρόνια αυτή η φιγούρα του τσίρκου ήταν η απεχθέστερη για μένα. Ενώ η δεύτερη, άβαφη και αχτένιστη, με μία εκνευριστική εκφορά λόγου, κανένα συναίσθημα δεν κατάφερε να μου προκαλέσει με την απόδοσή της. Επιπλέον, η συνολική διάρκεια των δύο περίπου ωρών για μια ιστοριούλα του Μολιέρου, αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από κουραστική. Εάν δηλαδή συρρικνωνόταν κατά τριάντα περίπου λεπτά, τότε το θέαμα θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον.
ΡΟΛΟΙ ΜΕ ΒΑΡΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Γραμμένη το 1668, η κωμωδία του Μολιέρου παρουσιάστηκε αρχικά το 1948 ως συρραφή δύο έργων του γαλλικού θεάτρου «Αμφιτρύων – Η πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή ή κλειστή» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με τον Δημήτρη Χορν στο ρόλο του Δία και τη Μαίρη Αρώνη στο ρόλο της Αλκμήνης. Ανέβηκε επίσης το 1977 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού με το Ντίνο Ηλιόπουλο στο ρόλο του Ερμή – Σωσία και τη Μαίρη Αρώνη στον ίδιο ρόλο της Αλκμήνης.
Σύμφωνα με την πλοκή της ιστορίας του Μολιέρου, ο Δίας (Νίκος Κουρής) παίρνει τη μορφή του Αμφιτρύωνα (Γιώργου Γάλλου) για να τρυπώσει στο κρεβάτι της γυναίκας του Αλκμήνης (Αμαλία Μουτούση) και ο Ερμής (Χρήστος Λούλης) τη μορφή του κωμικού υπηρέτη του Σωσία (Δημήτρη Ήμελλου). Όταν όμως εμφανίζεται ο πραγματικός Αμφιτρύωνας, τη θεϊκή παρέμβαση θα ακολουθήσει το χάος: άλλοτε διασκεδαστικό και άλλοτε επικίνδυνο. Οι εντυπώσεις που άφησε πίσω της η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή περισσότερο διασκεδαστικές ήταν και διόλου επικίνδυνες. Προσωπική μου ευχή; Να μην επαληθευτούν οι φήμες και ο «Αμφιτρύων» να μην αποδειχθεί το «κύκνειο άσμα» του μοναδικού σκηνοθέτη.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ