«Η ελληνική επαρχία δεν έχει πνευματική ζωή. Ο ουρμπανισμός που διακρίνει τη ράτσα μας είχε και αυτή την ολέθρια συνέπεια: συγκεντρώνοντας στην πρωτεύουσα όλη σχεδόν τη ζωή του τόπου, κοινωνική, οικονομική, πνευματική, ν’ απονεκρώσει την επαρχία […]. Το αθηναϊκό θέατρο κι η αθηναϊκή θεατρική κίνηση είναι ό,τι καλό ή κακό έχει να επιδείξει σ’ αυτόν τον τομέα ολόκληρη η Ελλάδα. Δε γίνεται δηλαδή κι εδώ ό,τι αλλού, όπου κάθε Περιφέρεια ή μεγάλη πολιτεία έχει τις δικές της παραδόσεις, τη δική της πνευματική παραγωγή και τη δική της κίνηση, για ν’ αγωνίζεται παράλληλα ή και να αντιδρά πολλές φορές σε ορισμένες τάσεις της πρωτευούσης ή και άλλων πνευματικών κέντρων που είτε βγαίνουν έξω από τα πλαίσια ειδικών προτιμήσεων, είτε οδηγούν σ’ ένα γενικότερο ξεπεσμό» – Λ. Κουκούλας, «Το θέατρο μας. Ένας θλιβερός απολογισμός», εφ. Η Πρωΐα, 7 Σεπτεμβρίου 1932
Εν έτει 2016, η θέση του μεταφραστή, ποιητή και κριτικού Λέοντα Κουκούλα υπέρ της αποκέντρωσης της θεατρικής τέχνης παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ, τι και αν ο Αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Θοδωρής Αμπαζής, δοθείσης ευκαιρίας του πρόσφατου ερχομού του στην Καβάλα, τοποθετήθηκε περί μίας «πολιτιστικής πολιτικής παρέμβασης» προτείνοντας την… κατάργηση του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ ως ένα «ξεπερασμένο μοντέλο». «Ξεχάστε το κράτος, πρέπει να βρούμε νέες συλλογικότητες που να μπορέσουν να στηρίξουν διαφορετικές δομές», πρότεινε, δίχως ποτέ να διευκρινίσει τα χαρακτηριστικά αυτών των «νέων δομών».
Το 2011, ο ίδιος δήλωνε σχετικά με το θέμα: «Δεν συμφωνώ με τον υπουργό ότι τα ΔΗΠΕΘΕ βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία. Από αυτή την άποψη σε φθίνουσα πορεία βρίσκεται ό,τι κινείται σε αυτή τη χώρα. Είναι πάρα πολύ εύκολο να το πει κανείς. Αν χρωστάμε, χρωστάμε γιατί δεν μας έρχονται τα χρήματα της επιχορήγησης κι όχι επειδή έχουμε χρέη στα οποία δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε», τη στιγμή που – και με δική του ενεργή συμμετοχή – 3.500 τουλάχιστον δημότες υπέγραφαν κείμενο στήριξης του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, στο οποίο διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής από το 2009 έως το 2011.
Πριν λίγες ημέρες, σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Κώστα Φιλίδη, στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» (10/3/2016), ο κ. Αμπαζής ερωτώμενος σχετικά με το μέλλον των ΔΗΠΕΘΕ είπε επικαλούμενος το παράδειγμα της Πάτρας, όπου με πρωτοβουλία του «έγινε εφαρμογή ενός μοντέλου που γεννήθηκε στην Καβάλα», ότι εκεί αυτό «άρχισε να γίνεται ένα αναπτυξιακό μοντέλο» και ότι από αυτό προέκυψαν «σταθερές θέσεις εργασίας, δημιουργήθηκαν μακροπρόθεσμες δομές, όπως η δραματική σχολή, που ήταν ένα όνειρό μου να γίνει μία δραματική σχολή αναγνωρισμένη από το υπουργείο, υψηλού επιπέδου στην Περιφέρεια». Παράλληλα, σημείωσε ότι «φυσικά, η Πάτρα βοηθούσε με την εγγύτητα με την Αθήνα στο να έχουμε καθηγητές, κάτι που εδώ θα ήταν λίγο πιο ακριβό» και παραπέμποντας εν συνεχεία στην «παλιά έννοια του συνεταιρισμού του 19ου αιώνα», σχολίασε ότι «ξεκινάει πάλι, είναι πάρα πολύ ενεργή πια», αψηφώντας να αναφερθεί στο ότι ένας συνεταιρισμός προαπαιτεί την συσπείρωση επαγγελματιών του κάθε χώρου, αν το επιθυμητό είναι όντως ένα αναπτυξιακό μοντέλο που θα εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και στην Περιφέρεια, παρά τη… μη εγγύτητά της με την Αθήνα.
Ο θεσμός της αποκέντρωσης του θεάτρου, βασικό όραμα που υλοποίησε η Μελίνα Μερκούρη με τα ΔΗΠΕΘΕ, έχει φτάσει πλέον σε ένα όριο; Πρέπει να γίνει κάτι άλλο, με τη χώρα να μη μένει μόνο με το Εθνικό και το Κρατικό Θέατρο; Ως προς αυτό, βασιζόμενος στην εξαετή υπηρεσία του στην Περιφέρεια, μία «αποκέντρωση, με κάποιον τρόπο», όπως τη χαρακτήρισε, τόνισε το πάθος του σε σχέση με την κατάστασή τους, την οποία και τόνισε ότι μελέτησε ανά την Ελλάδα.
Όμως, τι αντιλαμβάνεται ο κ. Αμπαζής ως «αποκέντρωση»; Αντιλαμβάνεται τη ραγδαία εσωτερική μετακίνηση επιστημονικού δυναμικού σε ολόκληρη τη χώρα, δυναμικό το οποίο επαναπατρίζεται σε περιοχές της Περιφέρειας με σκοπό να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά και ακόμη-ακόμη, να αποσυμφορήσει το κέντρο;
«…Το να έρθει ένα θέατρο στην επαρχία πριν από 20 χρόνια, να έχεις ένα ΔΗΠΕΘΕ, ήτανε ένα τεράστιο γεγονός, γιατί δεν ερχόντουσαν πάρα πολλοί θίασοι, δεν ταξίδευαν πάρα πολλοί, δεν υπήρχε το ίντερνετ. Άλλο η Καβάλα που είχε αυτήν την παράδοση με τους Φιλίππους. Αλλά, τώρα πια έχουμε το ίντερνετ, έχουμε αποκέντρωση ούτως ή άλλως, οι θίασοι ταξιδεύουν πάρα πολύ, γιατί στην Αθήνα δεν υπάρχουν δουλειές, αλλά όλοι κάνουν περατζάδες παντού για να μπορέσει να βγει το μεροκάματο», δήλωσε ο Αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Παρακάμπτοντας, λοιπόν, τεράστια μερίδα επαγγελματιών του χώρου οι οποίοι δραστηριοποιούνται και συχνά, με μεγάλη επιτυχία στην Περιφέρεια, όπου παράγουν και εκφράζουν το ιδιαίτερο ιδίωμα της άλλης, της… υπόλοιπης Ελλάδας με τη δική τους πνευματική παραγωγή, προτάσσει ένα αττικοκεντρικό «αναπτυξιακό μοντέλο». Δεν πρόκειται, φυσικά, για καμία «νέα δομή», παρά για μία αναχρονιστική πρόταση που «ταξιδεύει» τον πολιτισμό – ξαναδιαβάζοντας και το κείμενο του Λ. Κουκούλα – τουλάχιστον 80 χρόνια πίσω. Και σαφώς, δεν νοείται ως «πολιτιστική πολιτική παρέμβαση» εκ μέρους θεσμικού προσώπου με ρόλο, καθώς συστήθηκε, πολιτικό, η μονομερής αναφορά στα εκλιπόντα μεροκάματα των Αθηνών, όταν τη χώρα σαρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη η ανεργία σε όλους τους εργασιακούς κλάδους ανεξαιρέτως.
Το όραμα εκείνο της Μελίνας Μερκούρη για προώθηση της πολιτιστικής παραγωγής ΚΑΙ εκτός Αθηνών, βρίσκει σήμερα ξανά εκ των έσω πολέμιους. Κωφεύοντας στο σχόλιο του δημοσιογράφου «άρα, να σταματήσει η παραγωγή» και «να υπάρχει η υποδομή για την υποδοχή έργων», ο κ. Αμπαζής αρκείται στο δεύτερο σκέλος, απαντώντας «δε χρειάζεται να υπάρχει ένας θεσμός για να φιλοξενεί παραστάσεις», αφού «μπορεί να τις κάνει ο οποιοσδήποτε και ο δήμος».
Η Περιφέρεια, λοιπόν, ένα μεγάλο… επαρχιακό ξενοδοχείο, φτιαγμένο μόνο για να καταναλώσει και όχι για να παράγει. Η ιδιότητα ενός Καλλιτεχνικού Διευθυντή, ο οποίος με την εμπειρία και τις επιλογές του θα προτείνει ένα πλήρες πρόγραμμα στην τοπική κοινωνία – και όχι μόνο, αφού παραγωγές, τις οποίες και εμείς προσδοκούμε ως κοινό να έρθουν, ταξιδεύουν από το κέντρο προς την Περιφέρεια, αλλά και το… αντίστροφο – και η αποδοτικότητά του θα κρίνεται από τα έργα και τις ημέρες του τοπικού θεάτρου, περισσεύει. Το ίδιο και το ανάλογο Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο ζει, εξετάζει και παρακολουθεί τα ζητήματα του θεάτρου, συνεδριάζει και αποφασίζει για αυτά και τη διαχείρισή τους.
Στη θέση τους, το υπουργείο θα μπορεί «να προτείνει κάποια προγράμματα, πώς είναι τα ευρωπαϊκά, τα οποία ο δήμαρχος ή ο εκάστοτε δήμαρχος μπορεί να θέλει να συμμετάσχει ή όχι». Εν ολίγοις, η θεατρική σεζόν θα επαφίεται στις καλλιτεχνικές… ανησυχίες του εκάστοτε δημάρχου, με ετοιμοπαράδοτες προτάσεις από τα κεντρικά σε μία, εξ ορισμού, άκριτη φιλοξενία, εφόσον η επιλογή αυτών δεν θα γίνεται από ανθρώπους του χώρου. Οι δήμαρχοι, μεταξύ άλλων τους αρμοδιοτήτων, θα απαντούν και σε ερωτήσεις όπως «θα στοιχίσει τόσο ή θέλω μόνο αυτό από εσένα, έχω αυτό το πρόγραμμα που έχω 4-5 παραστάσεις», οι οποίες θα είναι «κεντρικά οργανωμένες από το υπουργείο πολιτισμού», με την προοπτική «θες να συμμετέχεις και να φέρω εδώ τους ηθοποιούς και να κάνετε εδώ πρεμιέρα;».
Βασικό επιχείρημα του κ. Αμπαζή ο οικονομικός παράγοντας και γνώμονάς του το «τι είδους πολιτιστική πολιτική πρέπει να γίνει τώρα σε σχέση με τα χρήματα που έχουμε, τα οποία χρήματα άδικα είναι πολύ λίγα, αν τα συνδυάσει κανείς με το τι παίρνει η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, οι οποίες έχουνε ούτως ή άλλως 200 σκηνές». Αναγνωρίζει ότι το Εθνικό Θέατρο παίρνει 6.000.000 ευρώ επιχορήγηση, ενώ «όλα τα ΔΗΠΕΘΕ έχουν κατέβει κάτω από 1,2 εκατομμύρια ευρώ στο σύνολο της επικράτειας». Πρότασή του, λοιπόν, είναι ότι εφόσον υποχρηματοδοτούνται, εις ένδειξη διαμαρτυρίας των τοπικών κοινωνιών – εκεί που άλλοτε συγκέντρωναν υπογραφές – να καταργηθούν πλήρως.
Θέτοντας επιπλέον στόχους «πολιτιστικής πολιτικής παρέμβασης», ο κ. Αμπαζής δήλωσε: «Στόχος μας είναι του χρόνου κάποιες παραγωγές μας να κάνουνε πρεμιέρα στην Περιφέρεια» με σκοπό «να έρθουνε οι κανονικοί ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου, που θα παίξουνε και στην κεντρική μας σκηνή, να ζήσουν εδώ 15-20 μέρες, να έρθουνε σ’ επαφή με τον κόσμο, να τους δώσουμε κι ένα θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα και κάποιες συζητήσεις που πρέπει να κάνουνε ώστε να μην είναι η παρουσία μόνο». Ο Αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τιμά το κοινό… πέραν του δέοντος, αποδίδοντας ταυτόχρονα στην έννοια της πρεμιέρας διαστάσεις υπερφυσικού. Η τοπική κοινωνία δεν έχει ανάγκη τη δική της παραγωγή, το δικό της θέατρο, «ένα ενεργό και ουσιαστικό Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο, το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, ίσως από τα τελευταία εν ζωή αυτήν τη στιγμή στη χώρα, δεδομένων των περικοπών που έχουν γίνει στις χρηματοδοτήσεις τους», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας σε άλλη συνέντευξή του δυο μέρες πριν (8/3/2016), στον δημοσιογράφο Αναστάσιο Μαρκουλίδη, στο «Kavala Portal». Το θεατρόφιλο κοινό, το οποίο στηρίζει σχεδόν 60 χρόνια τώρα το Φεστιβάλ Φιλίππων και 23 το ΔΗΠΕΘΕ, για το οποίο μάζευε χιλιάδες υπογραφές, έχει μία και μόνο ανάγκη: να του φερθούν όχι σαν σε Περιφέρεια με αναπτυξιακές ανάγκες στο πλαίσιο μίας κοινής αναπτυξιακής πολιτικής, αλλά σαν σε επαρχία. Η τελευταία, δε, κολακευμένη από το γεγονός ότι μεγάλες παραστάσεις θα κάνουν πρεμιέρα εδώ, θα αναπολεί με απέχθεια το ότι κάποτε αυτές έρχονταν – αν είναι δυνατόν! – αφότου είχαν παίξει εις τας Αθήνας και αλλού – γεγονός ανεπίτρεπτο, καθότι το κοινό της κάθε πρεμιέρας χρήζει προφανώς, κατά τον κ. Αμπαζή, ιδιαίτερης μεταχείρισης – αν και πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει διατίμηση εισιτηρίων αναλόγως από το αν το έργο κάνει πρεμιέρα ή όχι, εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ποιοτικό κριτήριο.
Βέβαια, το ίδιο αυτό κοινό θα μπορεί να έρθει και σε επαφή με… «κανονικούς ηθοποιούς» (!), παρά το ότι ο κ. Αμπαζής, πάλι σε δηλώσεις του στο «Kavala Portal», μιλώντας περί θεατρικής αγωγής και διδασκαλίας και σε ποιους πρέπει να ανατίθεται αυτός ο ρόλος, δήλωσε: «Είναι ένα μεγάλο ζητούμενο το τι είναι επαγγελματίας, είναι ένα θέμα». Ο ίδιος μπορεί να μην έχει ξεκάθαρη εικόνα, παρ’ όλα αυτά το κοινό της Περιφέρειας θα έχει, επιτέλους, τη δυνατότητα να έρθει σε ουσιαστική επαφή με «κανονικούς» επαγγελματίες του χώρου – οι οποίοι προφανώς και εδρεύουν αποκλειστικά και μόνο στην Αθήνα.
Ωστόσο, ούτε καν αυτοί οι επαγγελματίες γνωρίζουν τον ακριβή ρόλο που θα τους ανατεθεί, πέραν της υποκριτικής τέχνης, αφού ο Αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τον περιγράφει ως εξής: «Έχω σκοπό να φτιάξω ομάδα “σταυροφορίας” καλλιτεχνών από το Εθνικό και θα τους στέλνουμε στην Περιφέρεια για να κάθονται, να μιλάνε με ανθρώπους, δε θέλω να παίζουνε, τίποτα, παιδιά θα πηγαίνετε και θα μιλάτε για θέατρο, θα μιλάτε για τέχνη, θα τσακώνεστε μαζί τους, θα σας βρίζουνε, θα… αλλά να υπάρχει συνεχώς ζωή και να υπάρχει ροή επικοινωνίας». Είναι σαφές ότι οι επαγγελματίες αυτοί δεν έχουν μέλημά τους την άσκηση του επαγγέλματός τους. Πρόθυμα θα ενδυθούν άλλους ρόλους, διαφορετικών, «νέων» δομών, όπως του θεωρητικού της τέχνης – ευνοϊκός παράγοντας θα είναι τα εκτός έδρας -, προκειμένου να μυήσουν τους απανταχού αμύητους στα μυστικά του θεάτρου. Επαγγελματική τους υποχρέωση θα είναι το «να υπάρχει συνεχώς ζωή» και «ροή επικοινωνίας». Άλλωστε, στην Αθήνα, έχουν δοκιμαστεί νέοι τρόποι, κατά πώς τόνισε ο κ. Αμπαζής στη συνέντευξή του («Στο Κόκκινο»), αφού εκεί μπορεί κανείς να συμμετέχει «σε τρεις φάσεις της πρόβας ως πολίτης», παρακολουθώντας εκ των έσω το ανέβασμα μίας παράστασης, την «κουζίνα», όπως χαρακτηριστικά είπε της όλης δημιουργικής διαδικασίας. Δε γνωρίζουμε τι αποκλείει έναν πολίτη από το να κάνει κάτι τέτοιο σε όποια πόλη έχει το δικό της θέατρο – ο μόνος λόγος, ίσως, είναι να μην έχει δική της παραγωγή, οπότε δεν τίθεται θέμα κουζίνας, παρά μόνο… delivery.
Ακόμη, «θα πρέπει να βρεθούνε νέες δομές που να υπηρετήσουν την πολιτιστική πολιτική στην Περιφέρεια», δήλωσε ο κ. Αμπαζής, κρίνοντας ότι «ο παράγοντας που θα παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη συνέχεια τέτοιων πρωτοβουλιών στην Περιφέρεια θα είναι οι πολίτες» και από αυτό «το λίγο που έχει ο καθένας μας μέσα σε μία τοπική κοινωνία» καλούμαστε να φτιάξουμε «νέες δομές».
Ως επαγγελματίες του χώρου, από τους εκατοντάδες που δραστηριοποιούνται ανά την Ελλάδα στην Περιφέρεια, υπενθυμίζουμε στον Αναπληρωτή Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ότι η αποκέντρωση είναι πραγματικότητα και ήδη, από το λίγο του ο κάθε πολίτης προσπαθεί να προσφέρει με στόχο την κοινωνική συνοχή. Δεν μπορεί, όμως – και αντιθέτως, καταστρατηγεί δικαιώματά του – να υποκαταστήσει, από την καλή του την καρδιά, δομές που πρέπει να στελεχώνονται από εξειδικευμένο προσωπικό – αλίμονο αν περνώντας από τον χώρο των τεχνών, περάσουμε αργότερα ένα τέτοιο «αναπτυξιακό» μοντέλο και στον χώρο της εκπαίδευσης, της υγείας κοκ., επειδή η Περιφέρεια θα προσπαθεί να επιβιώσει ως «υποχρηματοδοτούμενη».
Ως επαγγελματίες, προσφέροντας από το ελάχιστό μας και εμείς τα μέγιστα στον βωμό της τέχνης, δεν θεωρούμε αναπτυξιακό μοντέλο το να θυσιάσουμε την ίδια την τέχνη στον βωμό «νέων δομών» που, βουτηγμένες στην ασάφεια, προωθούν ως «πολιτιστική πολιτική παρέμβαση» ένα αττικοκεντρικό μοντέλο, το οποίο κάθε άλλο παρά «νέο» δεν είναι. Είναι αυτό που εκατοντάδες χρόνια τώρα προσπαθεί να απολέσει η ελληνική πολιτεία ακριβώς για να διασώσει και όχι να ισοπεδώσει τον πολιτισμό της.
Ναταλία – Άννα Βασιλέκα, Ηθοποιός – Θεατρολόγος
Δημήτρης Κοντός, Ηθοποιός
Παύλος Σταυρόπουλος, Ηθοποιός
*Για όσους επιθυμούν να ακούσουν τις δηλώσεις του Αναπληρωτή Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου:
http://www.stokokkino.gr/article/1000000000027890/Mia-suzitisi-me-ton-anapliroti-Kallitexniko-Dieuthunti-tou-Ethnikou-THeatrou-THodori-Ampazi