Τρία μπιζαρίσματα απόλαυσαν οι πέντε ηθοποιοί της ομάδας Sforaris το βράδυ της Παρασκευής, αφού προηγουμένως είχαν παρουσιάσει τις επιμέρους ιστορίες της σπονδυλωτής παράστασης «Γιοί και κόρες». Μιας παράστασης που χρησιμοποίησε την ομάδα των «πολυμηχανημάτων – ηθοποιών» με κάθε τρόπο προκειμένου συνδυασμένα να μας αφηγηθούν τις δραματοποιημένες προσωπικές ιστορίες απλών ανθρώπων, από όλη τη γεωγραφική έκταση της χώρας. Οι ιστορίες είχαν τοποθετηθεί με μια νοητή χρονολογική σειρά κι έτσι απλώθηκαν από τα τέλη του 1800 έως το 2004. Οι μαρτυρίες των ηλικιωμένων ατόμων, τα πρόσωπα των οποίων αποκαλύφθηκαν λίγο πριν τη λήξη της παράστασης μέσω video wall, αφορούσαν ιδιαίτερες στιγμές της ζωής τους. Περιστατικά που χαράχτηκαν βαθιά και είχαν ως κοινό παρονομαστή την αγάπη και τον έρωτα. Αφού, ακόμη και εκείνες οι ιστορίες που εξελίχθηκαν παράλληλα με σημαντικές ιστορικές σελίδες της Ελλάδας, έκρυβαν στις πτυχές τους την έννοια της αγάπης.
Το κείμενο που επιμελήθηκε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Καλαβριανός, κατόπιν της διαλογής των ογδόντα ιστοριών που εκμαίευσαν τα μέλη της ομάδας Sforaris, ήταν γραμμένο σε απλή και προσιτή γλώσσα. Καμία δύσκολη έννοια αλλά αντιθέτως, πλήθος γνώριμων στοιχείων περιλαμβάνονταν στις τελικές ιστορίες που δέθηκαν και αποτέλεσαν το υλικό της ενενηντάλεπτης παραγωγής. Αυτό ήταν μάλλον το ένα βασικό χαρακτηριστικό της παράστασης που την κατέστησε τόσο πετυχημένη και συνάντησε τόση ανταπόκριση από το κοινό.
Το δεύτερο στοιχείο ήταν φυσικά οι τεράστιες δυνατότητες των πέντε νεαρών παιδιών, (Άννα Ελεφάντη, Στέφη Πουλοπούλου, Αλεξία Μπεζίκη, Κωνσταντίνος Ντέλλας, Γιώργος Παπαπαύλου), τα οποία ανέλαβαν το καθήκον να «οπτικοποιήσουν» για χάρη των θεατών τους ήρωες των επιμέρους ιστοριών. Το καστ επί ενενήντα λεπτά δεν πήρε καν ανάσα. Επιστράτευσαν κάθε μέσο που διέθεταν για την ερμηνεία τους. Έτσι αφηγήθηκαν, ερμήνευσαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, συνέθεσαν τα σκηνικά για κάθε ιστορία και άφησαν το κοινό άφωνο με το ακάματο κουράγιο τους. Μετέτρεψαν τα σώματά τους σε διάφορα αντικείμενα, ενώ «έγιναν» ακόμη και μεταφορικά μέσα όπως αεροπλάνο και τρένο.
Τα δε σκηνικά της παράστασης ήταν συγκεντρωμένα σε δύο πάγκους στις άκρες της σκηνής του θεάτρου «Αντιγόνη Βαλάκου». Πράγματα που επεξηγούσαν τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες της κάθε ιστορίας επιστρατεύονταν και ύστερα επέστρεφαν στη θέση τους. Κοστούμια δεν υπήρχαν. Και σε τι θα εξυπηρετούσαν άλλωστε, αφού ο αφηγηματικός λόγος ήταν το θεμέλιο της παράστασης και τα υπόλοιπα στοιχεία απλά τον εξυπηρετούσαν.
Μια γλυκόπικρη γεύση μελαγχολίας μου άφησε στο στόμα το τέλος της παραγωγής. Εάν οι στιγμές ζωής που παρακολούθησαν ήταν οι πιο ευτυχισμένες και οι σημαντικότερες για τους ήρωες της καθημερινότητας, αυτό μόνο οι ίδιοι το γνωρίζουν. Εγώ ωστόσο είχα το «προνόμιο» να παρακολουθήσω εν τάχη εποχές συνανθρώπων μου, που ίσως και να εξελίχθηκαν σε χρονική διάρκεια δεκαετιών. Είχα επίσης το προνόμιο να διατρέξω για μία ακόμη φορά στα ιστορικά γεγονότα της χώρας μου και να διαπιστώσω εκ νέου τους σταθμούς που βαραίνουν τις μνήμες του λαού. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος σπαραγμός, η μετανάστευση, οι σπουδές στο εξωτερικό, ο ελληνισμός της Αλεξάνδρειας, πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια μου. Αφήνοντας πίσω ως πολύτιμο «ηθικό δίδαγμα» ότι τελικά η αγάπη είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί στις ανθρώπινες ζωές, έστω κι αν όλες οι ιστορίες αγάπης δεν έχουν πάντοτε ευτυχισμένο τέλος.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ