Dark Mode Light Mode
Τα κείμενα και οι εικόνες των Φιλίππων
Μην το πείτε στο ΚΑΣ! Ξεχείλισε το θέατρο στην «Αντιγόνη» του Μουμουλίδη
Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Παπαϊωάννου (31/8 έως 13/9)

Μην το πείτε στο ΚΑΣ! Ξεχείλισε το θέατρο στην «Αντιγόνη» του Μουμουλίδη

 

Την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ένα κείμενο με βαθύτατα κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, επέλεξε όχι μόνο να ανεβάσει φέτος το καλοκαίρι ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης αλλά και να ακολουθήσει το πρόγραμμα της περιοδείας ρισκάροντας σε αντίθεση με τους «δειλούς» οι οποίοι έσπευσαν να ματαιώσουν σωρηδόν παραστάσεις, βασιζόμενοι στο επιχείρημα της οικονομικής κρίσης. Το ρίσκο απέδωσε αφού αν και μεσοβδόμαδο, το βράδυ της Τετάρτης το αρχαίο θέατρο Φιλίππων θύμισε παλιές λαμπρές εποχές. Οι λέξεις καθυστέρηση – ουρά – ταλαιπωρία – ζέστη θα συνοδεύουν τη συγκεκριμένη παραγωγή και οι όροι επιτυχημένη – καλοδουλεμένη – κατανοητή θα χαρακτηρίζουν τη συνολική προσπάθεια των συντελεστών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το έργο παρακολούθησαν 2.250 θεατές, κόπηκαν 1.650 εισιτήρια, 380 ήταν οι διαδικτυακές πωλήσεις, 120 ήταν οι διαπιστεύσεις και 100 ήταν τα εισιτήρια ανέργων. Ωστόσο, οπτικά δινόταν η εντύπωση ότι ο κόσμος εντός του θεάτρου ήταν πολύ περισσότερος, με πολλές πλαστικές καρέκλες να έχουν τοποθετηθεί στην άκρη της ορχήστρας και τα βράχια να φαντάζουν ασφυκτικά γεμάτα. Ο κόσμος, είτε εκπαιδευμένος θεατρικά είτε όχι, λαχταρούσε να δει θέατρο και δε δίστασε να το πράξει, εκτονώνοντας έτσι την ανάγκη του μετά από τόσες ακυρώσεις που μεσολάβησαν στο φετινό φεστιβάλ. Να το έχουν υπόψη τους αυτό, οι καρεκλοκένταυροι του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, οι οποίοι με πρόσφατη απόφασή τους εντελώς αψυχολόγητα υπέδειξαν ότι δε θα πρέπει να εισέρχονται περισσότεροι από 2.000 θεατές ανά παράσταση, προκειμένου να μην απειλείται η ασφάλεια μνημείου και θεατών.
Η προσέλευση των θεατών στο θέατρο αποδείχθηκε στην πράξη μια πραγματική οδύσσεια. Η ταλαιπωρία και η καθυστέρηση άρχιζε από τη διαδρομή, με μια τεράστια ουρά να έχει δημιουργηθεί στο περιβόητο καταραμένο φανάρι του Αμυγδαλεώνα. Εκεί όπου οι λουόμενοι της Δράμας και οι θεατρόφιλοι ποικίλων περιοχών έδιναν αγώνα με την άσφαλτο. Όπως πάντα φυσικά, η τροχαία έλαμψε δια της απουσίας της (ναι, ναι ξέρουμε…. έχει έλλειψη προσωπικού!!)
Το δεύτερο στάδιο της ταλαιπωρίας ακολουθούσε στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου, όπου επικρατούσε κομφούζιο κατά τη διαδικασία στάθμευσης. Αυτή η αθεράπευτη ελληνική νοοτροπία, του να παρκάρουμε κοντά στην έξοδο για να φύγουμε πρώτοι, οδήγησε πολλούς να σταθμεύσουν ακόμη και στον κεντρικό δρόμο. Κι όσοι ξεπερνούσαν τα προαναφερόμενα εμπόδια, έπρεπε να περιμένουν σε μια ουρά μεγαλύτερη από εκείνη των αθηναϊκών ΑΤΜ στις πρώτες ημέρες ισχύος των capital controls, προκειμένου να προμηθευτούν το εισιτήριό τους.
Βεβαίως, όλη αυτή η χρονοκαθυστέρηση είχε αντίχτυπο στην έναρξη της παράστασης, η οποία παραδοσιακά τον Αύγουστο είναι η 9η βραδινή. Ο κόσμος έμπαινε… και έμπαινε… και έμπαινε… και έμπαινε ακόμη και δέκα λεπτά μετά την έναρξη που τελικά έγινε στις 21:45. Ο έλεγχος της διαχείρισης τόσου κόσμου δε θα μπορούσε να κριθεί ως επιτυχημένος, σε αντίθεση με προηγούμενες χρονιές όταν οι εκπαιδευμένοι εθελοντές υποδείκνυαν στους θεατές τη δίοδο προς τα ψηλά διαζώματα. Αφού λοιπόν μεταδόθηκε τουλάχιστον έξι φορές το ηχογραφημένο μήνυμα περί κλειστών κινητών (σιγά να μην εισακούσθηκε), περί απαγόρευσης φωτογράφησης και βιντεοσκόπησης, περί απαγόρευσης κατανάλωσης τροφίμων και ποτών εντός του θεάτρου, τα φώτα έσβησαν και άρχισε μια παράσταση με πλήθος σημαντικών μηνυμάτων. Μακάρι όσοι άκουσαν το λόγο του Σοφοκλή να τα αντιλήφθηκαν και να τα ανακάλυψαν στη σημερινή τους καθημερινότητα, παλεύοντας με τις καυτές συνθήκες που επικρατούσαν λόγω συνύπαρξης χιλιάδων ανθρώπων και ενόσω στο χώρο επικρατούσε απόλυτη άπνοια.

ΕΙΔΑΜΕ ΤΑ «ΔΙΚΑ» ΜΑΣ ΠΑΙΔΙΑ
Μια ανάλυση του αρχαιοελληνικού κειμένου της «Αντιγόνης» θα ήταν περιττή. Περισσότερο ενδιαφέρον έχουν σίγουρα τα στοιχεία της παραγωγής που δεμένα μεταξύ τους δημιούργησαν μια εντύπωση ικανοποίησης. Δια χειρός Παναγιώτας Κοκκορού το εικαστικό σκηνικό, σε αποχρώσεις μαύρου – γκρι με μινιμαλιστικό – κυβιστικό χαρακτήρα ταίριαζε απόλυτα με τα κατάμαυρα κοστούμια των ηθοποιών, προσδίδοντας τη νότα της μοντέρνας ανάγνωσης. Η καινούργια κι απλή μετάφραση της Παναγιώτας Πανταζή σίγουρα θα έδωσε τη δυνατότητα ακόμη και σε όσους δεν παρακολουθούν συστηματικά αρχαία τραγωδία, να κατανοήσουν τα γραφόμενα του Σοφοκλή. Η δε μουσική του Σταύρου Γασπαράτου ταίριαζε γάντι με τα τεκταινόμενα επί σκηνής σε σημείο που να την αποζητά η ακοή τις στιγμές παύσης της.
Την «Αντιγόνη» δεν υπήρχε περίπτωση να τη χάσω για συγκεκριμένους λόγους. Αφενός ήμουν περίεργη να παρακολουθήσω και πάλι τον 77χρονο Νικήτα Τσακίρογλου να ερμηνεύει τον αλαζόνα και υβριστή Κρέοντα κι αφετέρου λαχταρούσα να δω επί σκηνής τα «δικά» μας θεατρικά παιδιά. Τρεις ηθοποιούς της νέας γενιάς που συνεργάστηκαν με τους αδελφούς Κούφαλη κι έγιναν προσφιλείς στο θεατρικό κοινό της Καβάλας. Ο λατρεμένος Μάνος Καρατζογιάννης, ο ντελικάτος Στέφανος της «Πάχνης» του 2009. Η λεπτεπίλεπτη και μεταφυσική Ιωάννα Παππά του «Μικρού λεξικού ανωμάλων» από το Βορρά Α’ του 2010. Ο ταλαντούχος και στιβαρός Γιώργος Παπαπαύλου, αφηγητής – δημοσιογράφος στο «Γηραιού πατήρ μου» του 2013. Και οι τρεις συμμετείχαν στο φετινό θίασο, επομένως ήταν μια θαυμάσια συγκυρία να διαπιστώσω το μέγεθος της προόδου που συντελέσθηκε.
Αποχωρώντας από το θέατρο είχα την αίσθηση ότι η παράσταση στηριζόταν σε δύο «πόδια». Το αντρικό και το γυναικείο. Το μεν αντρικό σκέλος όμως με ικανοποίησε απόλυτα, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις, το δε γυναικείο σκέλος με απογοήτευσε πλην μιας φωτεινής εξαίρεσης. Ο Νικήτας Τσακίρογλου ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης του έργου και του συνόλου. Η μακρόχρονη εμπειρία του, η απλή μεν αλλά χαρισματική ερμηνεία του, η χαρακτηριστική φωνή του λειτούργησαν ως ακρογωνιαίος λίθος των πάντων. Όταν ο καλός ηθοποιός καλείται να αποδώσει ένα σημαίνοντα ρόλο, γεννιέται το εξαιρετικό αποτέλεσμα που απόλαυσα. Αξιόλογος ο Σταύρος Ζαλμάς που με το κατανοητό λόγο και την κίνηση του έχτισε έναν άκρως ενδιαφέροντα Αγγελιοφόρο, ενώ πολύ καλός στάθηκε και ο Νίκος Αρβανίτης στο ρόλο του Τειρεσία.
Δυστυχώς, το γυναικείο δίδυμο της Αντιγόνης – Ιωάννας Παππά και της Ισμήνης – Λουκίας Μιχαλοπούλου διέψευσε τις προσδοκίες μου, παρουσιάζοντας τους αντίστοιχους ρόλους ως άχρωμους και άοσμους. Η μεν Ισμήνη μου φάνηκε επίπεδη, η δε Αντιγόνη ατύχησε να προσφέρει μια παθιασμένη ερμηνεία, μεταφέροντας στο κοινό την τραγικότητα της μοίρας της και την ένταση που άξιζε σ’ αυτό τον κορυφαίο ρόλο της πρώτης γυναίκας η οποία ενήργησε ως επαναστάτρια στην εξουσία.
Ο χορός της παράστασης, πολύ διαφορετικός από τους καθιερωμένους και μονότονους, αποτέλεσε τη διαφορετική δομική πρόταση της τραγωδίας, κατατεθειμένη από το σκηνοθέτη και με χαρά αποδεκτή από το κοινό. Στον ιδιαίτερο αυτό χορό μετείχε η μόνη διασωθείσα γυναικεία συμμετοχή της Μαρούσκας Παναγιωτοπούλου, που είτε τραγουδώντας απόσπασμα του χορικού είτε ερμηνεύοντας και την Ευρυδίκη ξεχώρισε ως παρουσία. Στον ίδιο χορό μετείχε ο Γιώργος Παπαπαύλου, που όμως είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα γνήσιο και συγκινητικό Αίμονα, μαχόμενο με τη βούληση του πατέρα του και τιμωρώντας τον με την αυτοκτονία του, καταφέρνοντας έτσι να τιμωρήσει τη διαπραττόμενη ύβρη του Κρέοντα. Ηθοποιός με όμορφο παρουσιαστικό κι εξαιρετική άρθρωση, άκρως θεατρική, ο Γιώργος ακούστηκε καθαρά σε κάθε γωνία του θεάτρου κερδίζοντας τη μάχη του ανοικτού χώρου.
Στον ίδιο χορό τέλος μετείχε και ο Μάνος μας, το θεατρικό μας «μωρό», που ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε λόγω της «Πάχνης», που το αγαπήσαμε φανατικά και το παρακολουθούμε εκ του μακρόθεν σε κάθε νέα δουλειά του, που αναμένουμε εναγωνίως να ξαναδούμε όσο συχνότερα μπορούμε το χαμογελαστό του πρόσωπο. Ο Μάνος Καρατζογιάννης λοιπόν όπως διαπιστώσαμε ωρίμασε, μέστωσε, απέκτησε μια «γεμάτη» φωνή και μια μαεστρική κίνηση. Ανεβαίνει σταθερά τα θεατρικά σκαλοπάτια, κάτι που γνωρίζουν όσοι παρακολουθούν τις δουλειές του, αλλά και όσοι μπορούν να κρίνουν επαγγελματικά τις δυνατότητές του. Όσες επιτυχίες όμως κι αν καταγράψει στο βιογραφικό του, για εμάς τους καβαλιώτες ο Μάνος θα παραμείνει ο 18χρονος Στέφανος με το μωρουδίστικο πρόσωπο, που θα μπορεί να ξαναπαίζει στην «Πάχνη» μέχρι να ασπρίσουν τα μαλλιά του (αυτό είναι υπονοούμενο και καρφί για συγκεκριμένο καυστικό σχόλιο)!

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Προηγούμενο άρθρο

Τα κείμενα και οι εικόνες των Φιλίππων

Επόμενο άρθρο

Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Παπαϊωάννου (31/8 έως 13/9)