Dark Mode Light Mode

Μπουκωμένοι τηλεθεατές σε πεινασμένη κοινωνία. Γράφει ο Αλέξης Καζαντζίδης

Αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε που οι παίκτες των ριάλιτι χαρακτηρίζονταν «μικροί ήρωες της καθημερινότητάς μας», σύμφωνα με τον όρο που είχε εισαγάγει ο τηλεοπτικός βούρκος. Σήμερα, οι μικροί ήρωες της καθημερινότητας στην τηλεόραση, είναι οι σεφ και οι επίδοξοι σεφ.

Η λέξη «μάγειρας» θυμίζει… κουζινίλα, μαδημένα κοτόπουλα, κρεμμύδια,φλούδες από πατάτες και τσίκνα. Όμως, ο chef (με παχύ το «σ»), και ιδίως οmaster chef ή ο tοp chef, έχει μια άλλη φινέτσα. Ο σεφ δεν είναι μάστορας,ταπεινός εργάτης, αλλά καλλιτέχνης. Oι τηλε-σεφ έγιναν σελέμπριτις,εκτοπίζοντας τα τοπ μόντελ από τα εξώφυλλα των ελαφρών περιοδικών. Στις επόμενες εκλογές, κάθε κόμμα που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και κάποιον τηλεμάγειρα στη λίστα των υποψηφίων του. Οι ιδιωτικές σχολές μαγειρικής -παρά τα ακριβά δίδακτρα- είναι περιζήτητες, το ίδιο και τα δημόσια ΙΕΚ.Ωστόσο, κανείς δεν θα πει πόσοι από τους διπλωματούχους σεφ έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν τη λεγόμενη δημιουργική μαγειρική και πόσοι «τσακίζονται» στην ανεργία ή πουλάνε σάντουιτς έξω από τα γήπεδα…

 

Το μέγα πλήθος των εκπομπών «βγάζει μάτι». Πόσο μάλλον, όταν σε μέρες φτώχειας τα κανάλια μάς λένε «φάτε μάτια ψάρια». Την ίδια ώρα που δύο έρευνες για λογαριασμό των Εμπόρων και των Αρτοποιών επιβεβαιώνουν πως οι καταναλωτές έχουν μειώσει δραματικά τις δαπάνες τους για ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τη λαϊκή αγορά και το φούρνο της γειτονιάς. Στο ένα πλάνο, λοιπόν, μαθητές λιποθυμούν από την πείνα, άνεργοι και συνταξιούχοι τσακώνονται για μια σακούλα δωρεάν οπωροκηπευτικά και, στο άλλο πλάνο όλη η Ελλάδα μαθαίνει πόση ώρα πρέπει να βράσουν τα σπαράγγια για να γίνουν τραγανά και όχι νιανιά.

 

Από τα δεκάδες τηλεοπτικά τραπέζια που στρώνονται καθημερινά, από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι τηλεθεατές νιώθουν μπουκωμένοι,λιγωμένοι. Ακόμα και το σαββατόβραδο, αντί για μια ταινία ή ένα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βλέπουν άλλους ανθρώπους να μαγειρεύουν.

 

Δίπλα, βέβαια, στις εκπομπές της «αρπαχτής» υπάρχουν και οι προσεγμένες, όπως ήταν η «Μπουκιά και συχώριο» του Ηλία Μαμαλάκη που την παρακολουθούσαν με ευχαρίστηση ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν βράσει στη ζωή τους ούτε ένα αυγό. Ωστόσο, το καλό στοιχίζει και σήμερα δεν υπάρχουν περιθώρια για εξωτερικά γυρίσματα, πολύωρο μοντάζ και περίτεχνη σκηνοθεσία.

 

Επίσης, αλήθεια είναι ότι σε αρκετές τηλεοπτικές συνταγές δεν χρησιμοποιούνται μόνο προϊόντα πολυτελείας, όπως λάδι τρούφας και πτερύγια καρχαρία, αλλά και πιο ταπεινά υλικά: αλεύρι, όσπρια και ζυμαρικά. Όμως, προσοχή! Η κλασική φασολάδα φανερώνει έλλειψη φαντασίας και όχι –ασφαλώς- οι «φακές με μπέικον, προσούτο και μέλι».Στο Master Chef οι κριτές ζητούσαν από τους διαγωνιζόμενους να μαγειρέψουν«κάτι δημιουργικό με όσπρια» και η παρουσιάστρια εξηγεί: «Θέλουμε από εσάς πιάτα εστιατορικού επιπέδου, απόλυτα δημιουργικά». Άλλο το υψιπετές«εστιατορικό επίπεδο» και άλλο το επίπεδο του μαγέρικου ή της καραβάνας. Πόσο αναχρονιστικός μοιάζει ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μπουνιουέλ που στα απομνημονεύματά του έλεγε ότι «δύο τηγανητά αυγά με λουκάνικα μου δίνουν μεγαλύτερη απόλαυση απ’ όλες τις “καραβίδες α λα βασίλισσα της Ουγγαρίας”…»!

 

Δεν είναι, δα, κακό να μαγειρεύει κανείς για τους φίλους και την οικογένειά του. Κάθε άλλο. Το τραπέζι, η «τάβλα», το καλομαγειρεμένο φαγητό και το κρασί εξημερώνουν τα ήθη, προάγουν τη συντροφικότητα, την επικοινωνία, -εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι τυχαίο που οι εξωστρεφείς λαοί, όπως οι μεσογειακοί, έχουν ενδιαφέρουσα κουζίνα. Ο μεζές,που συνοδεύει το ούζο ή το τσίπουρο, παραπέμπει στην παρέα, στην κουβέντα, στο τραγούδι… κάτι που δεν συμβαίνει, π.χ., με τις σούπες των Βορείων. Άλλωστε, ρουμανική είναι μια παροιμία του «τραπεζιού» λέει ότι «ο Θεός κατοικεί στην πέτσα του γουρουνιού».

 

Τι θα φάμε σήμερα, λοιπόν; Η τηλεόραση μας προσφέρει πλήθος από επιλογές, πεζές και εξωτικές. Και ας είναι όλο και περισσότεροι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την απάντηση στο ερώτημα «αν» θα φάνε σήμερα, «αν» θα φάνε αύριο. Και όταν «στο ντουλάπι δεν υπάρχει ψίχα ψωμί», όπως λέει το τραγούδι, μπορεί κανείς να ξεγελάσει την πείνα του βλέποντας παντεσπάνι στο γυαλί. Το «Πώς δενότανε το ατσάλι» είναι πασέ. Ας μάθουμε πώς δένεται η σάλτσα-συγγνώμη, η σος- και ας μας λείπει το… ψητό.

Προηγούμενο άρθρο

Σάκης Τσιρονίδης: « Δε μας έδωσε κανένας σημασία»

Επόμενο άρθρο

Νέα Εποχή για την εξόρυξη πετρελαίου εξαγγέλλει η Ενεργειακή Αιγαίου