Συνέντευξη στο Θόδωρο Θεοδωρίδη
Ο Νάσος Βαγενάς είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με πλούσιο έργο στον ποιητικό λόγο. Ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ‘70 αλλά συγχρόνως λογίζεται κι ένας από τους λίγους πραγματικούς διανοούμενους της εποχής μας.
Είναι επίσης πανεπιστημιακός με μακρά διαδρομή στην Ανώτατη Εκπαίδευση συγχρόνως δε δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δράμα από όπου έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 15 ετών. Έπαιξε ποδόσφαιρο στην μεγάλη ομάδα του Εθνικού Πειραιώς από το 1962 έως το 1964. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά ακολούθησε και μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό.
Η «Πανωραία» είναι ένα ανέκδοτο ποιητικό του έργο που αναφέρεται σε μια λαϊκή γυναίκα της Δράμας που έζησε τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1940 και 1950 και που μέσα από τη ζωή της παρακολουθούμε και την ζωή της γειτονικής μας πόλης.
Ο Νάσος Βαγενάς μίλησε στην «Πρωϊνή» για την Πανωραία, την ποίηση, το ποδόσφαιρο και για πολλά άλλα ενδιαφέροντα πράγματα:
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ερ.: Ο λόγος του ερχομού σας στην Καβάλα, είναι για την «Πανωραία». Τι είναι λοιπόν η «Πανωραία», σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη;
Απ.: «Ο λόγος που έρχομαι στην Καβάλα, είναι για να παρακολουθήσω την παράσταση της «Πανωραίας» του Θοδωρή Γκόνη. Υπογραμμίζω τη φράση του Θοδωρή Γκόνη, γιατί αυτό που θα παρασταθεί μέσα από την παράσταση αυτή, ουσιαστικά ανήκει σε αυτόν, ως πιστή απόδοση του ποιητικού κειμένου, που πρόκειται να εκδοθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο σε ποιητικό βιβλίο. Θέλω να πω, ότι εύχομαι ο Θοδωρής να έχει το τέτοιο κέφι με το ανέβασμα του έρχου αυτού, όσο είχε με το ανέβασμα του δικού σας έργου, αν και είναι λίγο δύσκολο αυτό, γιατί το δικό σας είναι κωμωδία και προσφέρεται περισσότερο για σκηνική εκτέλεση. Έχω εμπιστοσύνη στην καλλιέργεια του Γκόνη, γιατί σήμερα ξέρετε βλέπουμε χιλιάδες παραστάσεις που είναι αστείες, άσχημες, «παραγεμισμένες με μπαχαρικά», διασκευές υποτίθεται κλασικών έργων στις οποίες προβάλλεται περισσότερο το «εγώ» του σκηνοθέτη και όχι του συγγραφέα, ώστε χρειάζεται καλλιέργεια για να μπορέσει κανείς επιτυχώς ν΄ ανεβάσει στη σκηνή, όχι μόνο ένα θεατρικό έργο αλλά και ένα έργο που δεν είναι θεατρικό, είτε είναι ένα πεζογράφημα είτε ακόμη και ποίημα.
Βασικά η «Πανωραία» είναι ένα ποιητικό έργο, το οποίο συντίθεται από εξήντα κομμάτια – ας τα πούμε έτσι- τα οποία όλα μαζί συνθέτουνε ένα είδος ποιητικής μυθιστορίας κι απεικονίζουν τη ζωή μιας γυναίκας, στη Δράμα της δεκαετίας 1950, η οποία έχει ζήσει όλη την ιστορία της Δράμας, όλα τα τραγικά γεγονότα της ιστορίας της Δράμας από τις αρχές του αιώνα έως το 1960, που τελειώνει – ας το πούμε – αυτή η εμπειρία μου και συγχρόνως έχει ζήσει τρία προσωπικά δράματα, τα οποία την έκαναν να σχηματίσει μιαν ιδέα για τη ζωή, μία άποψη για τη ζωή, την οποία εξέφραζε ποιητικά. Δηλαδή ήταν μία γυναίκα που όπως ο ήρωας του Μολιέρου έκανε πρόζα χωρίς να το ξέρει στον «Αρχοντοχωριάτη», έτσι κι αυτή – δεν ήταν «Αρχοντοχωριάτισσα», ήταν ποιήτρια – έκανε ποίηση χωρίς να το ξέρει».
Ερ.: Δηλαδή αν κατάλαβα καλά, η «Πανωραία» είναι ένα δικό σας ποιητικό έργο, το οποίο όμως είναι ανέκδοτο ακόμη και πριν προλάβει να εκδοθεί θα γίνει θεατρικό παράσταση;
Απ.: «Μάλιστα, έτσι ακριβώς. Αυτό το έργο αποτυπώνει ποιητικά – τα κομμάτια που σας ανέφερα τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, υπάρχουνε φλας μπακ, ετεροχρονισμοί στα κείμενα αυτά, ήταν εξήντα κομμάτια, από δύο στίχους το καθένα μέχρι δεκαέξι, δεκαεφτά. Σ΄ αυτά τα κομμάτια ένας ανιψιός της ηρωΐδας , που είναι πια σε μεγάλη ηλικία, θυμάται τη ζωή του με την «Πανωραία», με την θεία του, η οποία ήταν αδελφή της γιαγιάς του, όταν ήτανε στη Δράμα. Αυτός είναι καλλιεργημένος. Αναλογίζεται τι έλεγε αυτή η γυναίκα, πως το έλεγε και δευτερευόντως τι διαμόρφωση είχε πάνω του αυτή η γυναίκα έτσι ώστε να τη βλέπει όπως τη βλέπει σήμερα στη μεγάλη ηλικία, τη δικιά του, την προχωρημένη. Είναι ένα έργο που ουσιαστικά αφηγείται μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της πόλης και συγχρόνως η βιογραφία μιας γυναίκας μέσα από τη ζωή της πόλης. Μιας συγκεκριμένης πόλης, όχι όμως αφηρημένα, της Δράμας. Αναφέρομαι σε μέρη της Δράμας, στο Κορύλοβο, στο ένα, στο άλλο, στο Φαλακρό… Το υλικό αυτό είναι βιωμένο κατά το ήμισυ. Δηλαδή όλα όσα λέει η «Πανωραία» δεν έχουνε ειπωθεί, γιατί δεν τα θυμάμαι γιατί ήμουνα παιδάκι, αλλά θυμάμαι πράγματα πολλά τα οποία τα κατέγραφα όλα πριν από πολλά χρόνια, έχοντας ως σκοπό να γράψω ένα πεζογράφημα για την «Πανωραία» και ως πεζογράφημα το ξεκίνησα, αλλά τελικά μου βγήκε ποιητικό.
Μερικά από αυτά που λέγονται είναι μυθοπλαστιακά, αλλά είναι σαν να είχανε γίνει διότι απεικονίζουν πιστά τη νοοτροπία και το όραμα αυτής της γυναίκας. Βέβαια ο ήρωας… οι ήρωες είναι δύο. Ο αφηγητής ο οποίος σε μερικά κομμάτια παρουσιάζει – όλο το κομμάτι είναι λόγος της Πανωραίας προς αυτόν – περιστατικά της ζωής της Πανωραίας με φίλες της οι οποίες δε μπορούσαν να την καταλάβουν, γιατί αυτή ήταν εξωτικό. Η γυναίκα αυτή είχε ένα απίστευτο χιούμορ. Ήταν και λίγο κυνική αλλά με την καλή έννοια του όρου. Δεν έπαιρνε τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, παρότι πήγαινε στην εκκλησία, δεν ήτανε πιστή, παρότι θυμιάτιζε δεν πίστευε στο Θεό. Αλλά συμμετείχε τελετουργικά σ΄ αυτή τη ζωή της κοινωνίας στην οποία ζούσε.
Θέλω να πω για την παράσταση ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος, παρότι αρχικά φοβήθηκα «πως θ΄ ανεβεί αυτό το πράγμα». Μετά σκέφτηκα ότι ο Γκόνης είναι ένας άνθρωπος πολύ εκλεπτυσμένος και ταλαντούχος και θα κάνει πολύ καλή δουλειά».
Ερ.: Διαβάζοντας τα βιογραφικά σας σε διάφορα βιβλία, αναφέρεστε ως ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, νεοελληνιστής φιλόλογος, σας αποδίδουν όλες αυτές τις ιδιότητες, εσείς τι αισθάνεστε περισσότερο ότι είστε πραγματικά απ΄ όλα αυτά;
Απ.: «Με ρωτάνε. Εγώ δηλώνω φιλόλογος. Αλλά θεωρώ ότι η δουλειά που μ΄ εκφράζει περισσότερο είναι ποιητική. Όμως το να πεις ότι είσαι ποιητής το θεωρώ πολύ προπετές. Βλέπω διάφορα παιδάκια που γράφουνε μία συλλογή και λένε ο τάδε είναι ποιητής. Μεγάλη κουβέντα η ιδιότητα του ποιητή. Βασικά η ποιητική είναι η πρώτη μου ιδιότητα. Πιστοποιήθηκε, έχει γίνει η ποιητική δουλειά, έχουνε γίνει κι αφιερώματα στο υλικό. Έχει βγει η βιβλιογραφία μου. Έχουνε γραφτεί βιβλία για την ποιητική μου δουλειά».
Ερ.: Έχετε τιμηθεί για τη δουλειά τρεις φορές. Δύο φορές με το βραβείο δοκιμίου κριτικής το 1980 και το 1995 ενώ το 2005 με το βραβείο ποίησης. Το βραβείο του 1980 δεν το πήρατε. Γιατί;
Απ.: «Δεν το πήρα γιατί η επιτροπή ήτανε αστεία. Γι΄ αυτό και δεν λέω ότι τιμήθηκα το 1980. Αλλά αυτό το βρήκανε κάποιοι. Εγώ εάν με ρωτήσουνε τι βραβεία έχω πάρει, έχω πάρει κρατικό βραβείο για το βιβλίο μου «Ειρωνική γλώσσα» δοκιμίου – μελέτης το 1995 και το 2005 για την ποιητική μου συλλογή. Έχω πάρει και ξένα βραβεία ποιητικά, για το σύνολο του ποιητικού μου έργου».
Ερ.: Αυτά τα βραβεία τι σημαίνουν για σάς;
Απ.: «Είναι πράγμα εντελώς συμβατικό. Εάν δείτε τα βιβλία μου, στη βιογραφία μου, γράφω ότι ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα, σπούδασε φιλολογία. Δεν λέω που σπούδασα, ενώ έχω σπουδάσει στην Αγγλία, στην Ιταλία, στο Καίμπριτζ έκανα διατριβές, αλλά είναι ματαιοδοξίες. Ενώ σπούδαζα φιλολογία δούλεψα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών … Δηλαδή το ν΄ απαριθμήσει κανείς τις ιδιότητες οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι τυπικές, δεν έχει νόημα.
Για την ποιητική μου δουλειά έχουνε γίνει τέσσερα – πέντε αφιερώματα από περιοδικά. Περιοδικό του Μιλάνου Ιταλίας έχει ένα αφιέρωμα. Έχουνε γραφεί δύο βιβλία μεγάλα, του Κοσμόπουλου για την ποίησή μου και της Μορφίας Μάλλη, εκδόσεις «Ίνδικτος» το ένα και «Πόλις» το άλλο. Έχουνε γραφεί μικρές αυτοτελείς μελέτες. Ο Γρηγόρης Πεντζίκης έγραψε ένα βιβλιαράκι για τη «Συντεχνία», ένα πεζό κείμενο, πεζοποιητικό ας το πούμε. Από τις εκδόσεις «Γκούτεμπεργκ» έχει βγει μια άλλη μελέτη για τη σχέση μου με το Σικελιανό. Θέλω να πω ότι εάν κρίνει κάποιος τι ακριβώς είναι σε σχέση με το τι έχει γραφτεί γι΄ αυτόν, είμαι ποιητής».
Ερ.: Θα σας κάνω δύο ερωτήσεις τώρα κι αν μπορείτε να μου τις απαντήσετε μαζί. Εσείς υπήρξατε ποδοσφαιριστής του Εθνικού Πειραιώς για τρία χρόνια. Από το ποδόσφαιρο μεταπηδήσατε στην ποίηση, πως έγινε αυτή η μετάβαση; Η μια ερώτηση είναι αυτή. Και η δεύτερη: μήπως και το ποδόσφαιρο είναι τελικά ποίηση; Ο Πελέ, ο Μαραντόνα κι ο Δομάζος ακόμα, είναι ποιητές και δεν το ξέρουν;
Απ.: «Θα σας πω το εξής. Δεν μεταπήδησα από το ποδόσφαιρο στην ποίηση. Εγώ πάντοτε στιχουργούσα. Έχω παίξει ποδόσφαιρο και στο γήπεδο Καβάλας γιατί εγώ ξεκίνησα το ποδόσφαιρο στην Ελπίδα Δράμας. Πιτσιρικάς, σε ηλικία 15 ετών έπαιζε στην Ελπίδα Δράμας, στη δεύτερη ομάδα, αλλά έχω και σ΄ ένα παιχνίδι της πρώτης ομάδας. Τότε υπήρχε το πρωτάθλημα Ανατολικής Μακεδονίας και η Καβάλα είχε τέσσερεις ομάδες. Είχε τον Ηρακλή, το Βύρωνα, τους Φιλίππους και την ΑΕΚ. Εγώ έχω παίξει εναντίον τον Φιλίππων. Τότε είχε καλή ομάδα. Αυτό έγινε το 1959.
Έπαιξα στον Εθνικό Πειραιώς, έπαιξε και στην εθνική νέων. Δηλαδή ήμουν καλός, ανερχόμενος, αλλά μόλις μπήκα στο πανεπιστήμιο σιγά – σιγά απομακρύνθηκα από το ποδόσφαιρο. Τότε το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό.
Στο δεύτερο ερώτημα έχω γράψει ένα κείμενο με τίτλο «Η ομάδα και η πόλη». Η πόλη είναι η Δράμα και η ομάδα η Δόξα Δράμας, στο οποίο προσπαθούσα να δείξω ποιος ήταν ο ρόλος της Δόξας Δράμας από το 1954 – 55 και μετά 62 – 63, που η Δόξα ήταν η πιο ξακουστή ομάδα της Ελλάδας. Έπαιζε ποδόσφαιρο ευρωπαϊκό. Ήταν η εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν τοπικών φυτωρίων, οι ποδοσφαιριστές όλοι της Δόξας ήταν Δραμινοί. Δεν είναι όπως τώρα που στον αγώνα του Ολυμπιακού με μια ξένη ομάδα δεν έπαιζε ούτε ένας Έλληνας και λέγανε η Πειραϊκή ομάδα, ποια Πειραϊκή ομάδα; Λεγεώνα των ξένων είναι σήμερα το ποδόσφαιρο.
Λοιπόν εκείνη η ομάδα της Δόξας Δράμας εκτελούσε και χρέη καλλιτεχνικά. Δεν υπήρχε τότε τηλεόραση. Υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο. Ούτε κινηματογράφος και πότε – πότε ερχόταν διάφοροι θίασοι μια φορά στους δυο – τρεις – πέντε μήνες για καμιά παράσταση από την Αθήνα, η Δόξα Δράμας με το παιχνίδι της το ευρωπαϊκό – απίστευτο παιχνίδι δεν μπορείτε να φανταστείτε – άσχετα αν δεν μπόρεσε να πάρει πρωτάθλημα ή κύπελο, έφτασε δυο φορές σε τελικό αλλά λόγω διαιτησίας των Αθηναίων – όντως υπήρχε συνωμοσία να μην το πάρει – αυτή η ομάδα της επαρχίας λοιπόν επιτελούσε δύο λειτουργίες δημόσιες, μία ήταν ότι ήτανε το σημείο όπου λύνονταν όλες οι πολιτικές διαφορές των κατοίκων της Δράμας – μην ξεχνάμε ότι ήταν λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, τα πάθη όμως ήταν ακόμα έντονα – στο γήπεδο όμως όλοι οι δραμινοί ήτανε μια ψυχή. Βλέπετε τότε η Δόξα ήταν η μόνη επαρχιακή ομάδα. Οι άλλες ομάδες ήταν από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Εκεί μέσα υπήρχε μία συμφιλίωση έστω προσωρινή. Την Κυριακή κι όλη την εβδομάδα. Αυτό ήταν το ένα. Πολιτικός ήταν ο ρόλος της Δόξας, αλλά ήταν και καλλιτεχνικός γιατί το παιχνίδι της ήταν πραγματικά καλλιτεχνικό. Η Δόξα Δράμας ικανοποιούσε αισθητικές ανάγκες των κατοίκων της Δράμας και πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο έχει το οποίο από άποψη αθλητική προσωπικά το χαρακτηρίζω ως «Δέκαθλο εν συγχρονία». Είναι όλα τα αθλήματα μαζί. Ταχύτητα, άλματα, δύναμη, αντοχή, ρίψεις, αλλά όχι μόνο αυτά, το ποδόσφαιρο στις πιο υψηλές στιγμές του, παύει να είναι άθλημα, γίνεται χορευτική τέχνη, κατά την αίσθησή μου. Αυτό το επίπεδο της τέχνης η Δόξα Δράμας το έφτανε στα καλύτερα παιχνίδια. Κι όταν έφευγε ο κόσμος από το γήπεδο έφευγε διπλά αλαφρωμένος και πολιτικά και ικανοποιημένος αισθητικά».
Ερ.: Δηλαδή ο Τάκης Λουκανίδης ήταν και χορευτής.
Απ.: «Ακριβώς».
Ερ.: Ποιητής ήταν;
Απ.: «Βεβαίως ήταν, αλλά όχι μόνο ο Λουκανίδης, όλη η ομάδα».
Ερ.: Το καλοκαίρι του 2015 είχατε ταχθεί υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα και λίγα χρόνια νωρίτερα στην αρχή της οικονομικής κρίσης είχατε συνυπογράψει ένα κείμενο το οποίο στην ουσία ήταν κυρίως κατά του λαϊκισμού και μ΄ ένα ενωτικό πρόσταγμα αλλά ήταν και υπέρ του μνημονίου – θα έλεγα – κι ότι η Ελλάδα να μείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εξελίξεις των επόμενων ετών και μέχρι σήμερα τόσο στην οικονομία όσο και στο προσφυγικό που είναι τώρα το κυρίως θέμα, έχουν διαφοροποιήσει τις απόψεις σας ή όχι;
Απάντηση: «Όχι, πιστεύω ότι πρέπει να μείνουμε στην Ευρώπη».
Ερ.: Έτσι όπως αντιμετωπίζει το προσφυγικό;
Απ.: «Αυτή η Ευρώπη ως προς το προσφυγικό είναι απαράδεκτη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή στο προσφυγικό δείχνει αυτή τη συμπεριφορά θα πρέπει να φύγουμε από την Ευρώπη. Να γυρίσουμε στη δραχμή. Το θέμα όμως είναι μεταξύ δύο κακών ποιο είναι λιγότερο κακό. Εμένα μου αρέσει το μνημόνιο; Όχι βέβαια. Το θέμα είναι τι γίνεται! Το μνημόνιο μας δίνει μια ευκαιρία, να βάλουμε ως ένα βαθμό – όσο μπορούμε γιατί δεν έχουμε μυαλό – σε τάξη στα δημοσιονομικά μας πράγματα και αν το κάνουμε αυτό θα πάρουμε τα χρήματα για ν΄ αρχίσουμε να ξελασπώνουμε. Έχω πει σε μία συνέντευξη ότι αυτό που είπε ο Πάγκαλος, είναι αλήθεια, ότι «όλοι τα φάγαμε». Κι εγώ είμαι υπεύθυνος γι΄ αυτό. Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ήμουνα πρόεδρος του Συλλόγου των καθηγητών και κάναμε απεργία ως καθηγητές πανεπιστημίου για ν΄ αυξηθούν οι μισθοί μας. Οι μισθοί των πανεπιστημιακών καθηγητών ήταν πολύ χαμηλοί σε σχέση με τους άλλους κλάδους του δημοσίου (ΔΕΗ, των Τραπεζών κ.λ.π.), που έχουνε προσόντα, σπουδές στο εξωτερικό κ.λ.π. κ.λ.π. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε και δεν ρωτούσαμε να μάθουμε. Εγώ συμμετείχα με το ν΄ αναγκάσω την κυβέρνηση να μας δώσει αυξήσεις τη στιγμή που δεν υπήρχαν χρήματα. Οι κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. δανειζόντουσαν για να μη χάσουν την εκλογική τους πελατεία. Λοιπόν αυτό τώρα συνεχίζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε νομίζω ότι είναι διαφορετικός από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Θεωρώ πολύ σημαντικό που ο Τσίπρας το υπέγραψε! Αλλά θεωρώ ότι κάνει λάθος που προσπαθεί να ξεγελάσει τους Ευρωπαίους με καθυστερήσεις, να τα δούμε και το ένα και το άλλο πρέπει ν΄ αλλάζει το κόστος. Υποφέρουν οι Έλληνες, αλλά θα υποφέρουμε περισσότερο εάν δεν πάρουμε τα χρήματα και δεν μας περικόψουνε το χρέος. Βέβαια ο Τσίπρας μπόρεσε να τους οδηγήσει στην περικοπή του για το χρέος, στην απόφαση να το περικόψουν εάν εμείς εκτελέσουμε τα του μνημονίου. Οπότε πρέπει να το κάνουμε. Εάν πούμε ότι δεν το εκτελούμε, τότε τελειώσαμε. Φεύγουν αυτοί κι εμείς καταστρεφόμαστε οικονομικά. Που θα βρεθούν χρήματα για τις ελάχιστες συντάξεις που παίρνουμε σήμερα. Τώρα που θα κάνουν συμφωνία αυτή προβλέπει μειώσεις όχι μόνο στα επικουρικά ταμεία, αλλά και στην κυρία σύνταξη. Θέλω να πω ότι αισθάνομαι κι εγώ υπεύθυνος, αλλά εξίσου υπεύθυνοι είναι και οι διάφορες ηγεσίες και η ΕΑΡ που ήταν τότε και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν ήταν στην εξουσία, με το να πιέζει συνέχεια υπέρ του λαού να δώσουμε – να δώσουμε αυξήσεις… δύο συντάξεις, επιπλέον. Ποιοι έχουνε 14 μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Σε κάποια κράτη μόνον δίνεται ένας μισθός δώρο τα Χριστούγεννα το πολύ – πολύ.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Όταν ήμουνα στην Κρήτη είχαν έναν καθηγητή φίλο στο γυμνάσιο, που μούλεγε «ρε παιδί μου έχω δυσκολίες κ.λ.π. και το ένα και το άλλο». Μια μετά από καιρό τον βλέπω να κυκλοφορεί με αυτοκίνητο Lancia καταπληκτικό! Λέω «τι είναι αυτό;» Μου λέει «πήρα την επιχορήγηση» Λέω «ποια επιχορήγηση;» Μου απαντάει «τις ελιές στο κτήμα». Λέω «ποιες ελιές;» Επιμένει «στο κτήμα». Αυτός είχε ένα κτήμα όπου είχε μέσα 60 ελιές, ελάχιστες, με είχε φιλοξενήσει εκεί 2-3 φορές όπου είχε και ένα σπιτάκι, έξω από το Ρέθυμνο. Και είχε δηλώσει – αυτά επί ΠΑΣΟΚ – ότι οι ελιές είναι 1200. Αντί να παίρνει επιχορήγηση για 60 ελιές – δεν είχε παραγωγή, έβγαζε μόνο κάτι ελιές μόνο για τον ίδιο – κι έπαιρνε για 1200 δέντρα».
Ερ.: Καλά, κανένας έλεγχος δεν του έγινε;
Απ.: Όχι. Δεν γινόταν έλεγχος. Κομματικά εκεί πέρα, «μεταξύ μας βέβαια». Ήτανε οι κουτοί οι Ευρωπαίοι που μας δίνανε επιχορηγήσεις».
Ερ.: Τώρα μας τα παίρνουν διπλά και τρίδιπλα!
Απ.: «Ε, μας τα παίρνουν, φυσικά…. Γι΄ αυτό ελπίζω τώρα να τελειώσει αυτή η εξέταση, να ικανοποιηθούν κι αυτοί, να υπογραφούν οι συμφωνίες, ώστε αν πάρουμε τα χρήματα – είναι πολλά! – κι αν μας περικόψουνε το χρέος θα μπορεί να υπάρξει κι ανάκαμψη! Ας είναι με όποιο κόμμα θέλει, ας είναι με το ΣΥΡΙΖΑ, με το ένα, με το άλλο. Μα κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει τα ίδια. Διορίζει ανθρώπους αγράμματους σε διάφορες θέσεις γιατί δεν έχει. Τόσους είχε για να διορίσει».
Ερ.: Άνθρωποι με αξία υπάρχουνε, αλλά δεν είναι του κόμματος;
Απ.: «Ο ΣΥΡΙΖΑ εάν ήταν έξυπνος, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους ανθρώπους».