Κι όμως το θεατράκι του Φρουρίου ήταν κατάμεστο το βράδυ της Πέμπτης. Κι όμως το κοινό φάνηκε να απολαμβάνει τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα, που αποτελούσαν την αναβίωση μιας από τις κλασικές και εξαίρετες ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου, μουσική Μίμη Πλέσσα και σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ. Κι όμως τα γέλια ήταν ηχηρά σε κάθε ατάκα που δεκάδες φορές έχουμε ακούσει στο τηλεοπτικό μας παρελθόν από το στόμα αείμνηστων μέγιστων ηθοποιών όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Κι όμως το σενάριο της ταινίας που έκανε πρεμιέρα στις 6/12/1965 κι απηχούσε το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό εκείνης της εποχής, παραμένει ύστερα από 48 τόσο ανατριχιαστικά διαχρονικό κι επίκαιρο, ώστε σου ‘ρχεται να αρπάξεις τη χλωρίνη και να εξολοθρεύσεις όλα τα πολιτικά μικρόβια που συνεχίζουν να παρασιτούν και στην Ελλάδα της κρίσης του 2013.
Ωστόσο οι διαφορές μεταξύ της ασπρόμαυρης κινηματογραφικής απόδοσης και του σύγχρονου θεατρικού ανεβάσματος ήταν επώδυνα τεράστιες. Πριν αποτολμήσει κάποιος να απλώσει το χέρι του και να αγγίξει ένα έργο γεμάτο από ρεσιτάλ ανυπέρβλητων ερμηνειών, θα πρέπει να το σκεφτεί δυο φορές και πολύ – πολύ προσεκτικά. Πριν αποτολμήσει κάποιος να σκηνοθετήσει τη θεατρική μεταφορά μιας από τις πλέον αγαπημένες ταινίες της ελληνικής οικογένειας, να μη τι άλλο οφείλει να διαθέτει φιλότιμο και να είναι σίγουρος ότι το τελικό του αποτέλεσμα δε θα είναι βεβήλωση και ιεροσυλία.
Δυστυχώς λοιπόν, η καλοκαιρινή παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, αποδείχθηκε μια αφιλότιμη προσβολή της μνήμης ιερών τεράτων ηθοποιίας, με δυο λόγια αποδείχθηκε μια από τις γνωστές αρπαχτές του κ. Μπέζου που στηρίχθηκε πάνω στις πλάτες του Γιώργου Παρτσαλάκη. Αρκεί όμως ένας Παρτσαλάκης για να φέρει την άνοιξη; Προφανώς κάποια από τα ονόματα του θιάσου αρκούν για να φέρουν τα πολυπόθητα φράγκα στο ταμείο.
Η τελευταία φορά που είχα υποστεί τη σκληρή δοκιμασία να παρακολουθήσω τη σκηνοθετική – ερμηνευτική εμφάνιση του Γιάννη Μπέζου στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων ήταν στις 4/8/2009, για την παράσταση του Μολιέρου «Κατά φαντασίαν ασθενής» από το θίασο Μπέζου – Τσαλίκη. Τότε που περίπου 3.700 άτομα είχαν δώσει μάχη σώμα με σώμα προκειμένου να τακτοποιηθούν στα βράχια και να παρακολουθήσουν το απόλυτο θεατρικό τίποτα! Εκείνο το καλοκαίρι, οι τακτικοί φεστιβαλόπληκτοι θεατές είχαν αποκαλέσει το έργο ως «αρπαχτή του χειρίστου είδους», «πατάτα», «παλτό», «φόλα» ή ακόμη και τη γνωστή ελληνική λέξη που αρχίζει από Μ κι έχει πολλά Α. Τότε κι εγώ σχολίαζα την παράσταση γράφοντας: «Αχ, ήταν πολλά τα λεφτά Γιάννη…»
ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΚΙ ΑΠΟ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Τέσσερα χρόνια είχα εξασφαλίσει την ησυχία μου μακριά από τις καλοκαιρινές θεατρικές «κατά φαντασίαν» παραστάσεις του εν λόγω κυρίου. Μέχρι που τα έφερε έτσι η κακιά μου η μοίρα, να είμαι φέτος αναγκασμένη να καλύψω δημοσιογραφικά τη θεατρική μεταφορά της κωμωδίας των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου. Το μετάνιωσα πικρά αλλά αν δεν πάθεις δε θα μάθεις. Μπορεί λοιπόν στην παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης να μην πρωταγωνιστούσε ο κ. Μπέζος, ωστόσο κατάφερε με την καταστροφική σκηνοθετική του γραμμή να βεβηλώσει μια από τις αγαπημένες μου κινηματογραφικές στιγμές του παρελθόντος.
Ο κ. Μπέζος λοιπόν, που αν και προσωπικά είναι ένας εξαίρετος κωμικός ηθοποιός με τεράστιες φωνητικές ικανότητες ο οποίος έχτισε μια λαμπρή τηλεοπτική καριέρα, φέτος «μοντάρισε» ένα θίασο με πολλά «τίποτα» και το Γιώργο Παρτσαλάκη. Εκείνος μόχθησε φιλότιμα, ίδρωσε, ερμήνευσε, έκανε τα πάντα για να σώσει τα ουσιαστικά θεατρικά προσχήματα. Δυστυχώς όμως η προσπάθειά του δυναμιτίστηκε εξ αρχής εξαιτίας συναδέλφων που είτε νόμιζαν πως έπαιζαν σε καλοκαιρινή επιθεώρηση του Δελφινάριου, είτε πίστευαν ότι η θεατρική σκηνή ενδείκνυται για την επιδερμική τηλεοπτική σκουπιδοερμηνεία.
Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλο του κομματάρχη Θόδωρου Γκρουέζα (θα τρίζουν τα κόκκαλα του Διονύση Παπαγιαννόπουλου) στον Τάκη Παπαματθαίου. Αριστούχο της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν και πτυχιούχο της Νομικής Αθηνών, τον οποίον κυριολεκτικά κατέστρεψε δημιουργώντας μια εξοργισμένη φιγούρα κλόουν με σκισμένο καπέλο που έμοιαζε να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου. Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλου του υπουργικού ιδιαίτερου Γιώργου (αγαπημένε Ανδρέα Ντούζο πόσο μου λείπεις) στο Θανάση Βισκαδουράκη, ένα κατ’ εξοχήν τηλεοπτικό πρόσωπο, δημιουργώντας μια επίπεδη – άνευρη – άνοστη μονάδα σ’ ένα κακό σύνολο. Σε κάποιες στιγμές ο Θανάσης δεν μπορούσε καν να αρθρώσει τις ατάκες του αφού χασκογελούσε μόνος του στη σκηνή.
Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλο της κόρης Αλίκης Μαυρογιαλούρου (Νίκη Λινάρδου, πανέμορφη δεύτερη σύζυγος του Σακελλάριου που πέθανε πριν από ένα περίπου χρόνο), στην Ευγενία Δημητροπούλου, δημιουργώντας έναν άνευ λόγου υπερκινητικά νευρικό και τσιριχτό χαρακτήρα. Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλο της Νάντας Μαυρογιαλούρου (λατρεμένη Μέλπω Ζαρόκωστα, Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων από το 1999 έως το 2001), στη Νεκταρία Γιαννουδάκη, δημιουργώντας μια υπερβολικά ψεύτικη υπουργική σύζυγο με άθλια γαλλική προφορά.
Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλο του καλοκάγαθου χωρικού Πανάγου (Χάρης Παναγιώτου) στον Τάσο Γιαννόπουλο, συμπρωταγωνιστή του στη σειρά «Ευτυχισμένοι μαζί», δημιουργώντας το χαρακτήρα ενός ατόμου που διαρκώς τσατισμένος φώναζε αντί να ερμηνεύει. Ο σκηνοθέτης ανέθεσε το ρόλο της Λάμπαινας (Μίτση Κωνσταντάρα – η καρατερίστα αδελφή που πάντα πλαισίωνε το Λάμπρο), στην Αντιγόνη Νάκα (καλέ ποια ήταν αυτή;) που ηλικιακά δεν είχε καμία σχέση με το γηραιό ρόλο της.
Ανύπαρκτοι ήταν επί σκηνής ο Μανώλης Σορμαϊνης που ερμήνευσε το συνάδελφο υπουργό (ο Γιώργος Γαβριηλίδης υπήρξε θαυμάσιος κωμικός), αλλά και ο δεύτερος χωρικός Σωτήρης του Νίκου Σκουλά, ρόλο που είχε υποδυθεί ο Χρήστος Δοξαράς, (ο άνθρωπος που διασκεύασε το 1980 τη Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου για λογαριασμό της ΕΡΤ1). Ομοίως αδιάφοροι και ανύπαρκτοι στάθηκαν η Ελένη Τσιμπρικίδου ως Λώρα Σιλυβριώτη και ως ετοιμόγεννη Κατίνα, καθώς και ο Ηλίας Μιχαλογιάννης σαν σωφέρ. Ο δε ρόλος του τοκογλύφου Νικήτα Πλατή απλά καταργήθηκε.
ΜΟΝΟΣ ΣΑΝ ΚΑΛΑΜΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΑΝΙΑ
Το είπα εξαρχής ότι ένας Γιώργος Παρτσαλάκης δεν ήταν αρκετός για να στηρίξει ολομόναχος την παράστασης διάρκειας 90 λεπτών. Ήρθαν στιγμές που κυριολεκτικά τον λυπήθηκα παρακολουθώντας τον να αγωνιά, προκειμένου να καλύψει τα ερμηνευτικά κενά όλων των υπολοίπων, σε μία παράσταση που ήταν χειρότερη κι από σχολική. Αν μη τι άλλο οφείλω να τον συγχαρώ για το φιλότιμο του (μάλλον μόνο εκείνος το διέθετε). Τουλάχιστον εκείνος ερμήνευε, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έπαιζαν … φιδάκι – γκρινιάρη – μονόπολη … πάντως θέατρο σίγουρα δεν έπαιζαν!
Το αρκετά ογκώδες σκηνικό του Αντώνη Χαλκιά ήταν έξυπνο και δύο φορές στη διάρκεια της παραστάσεως μετατράπηκε από το κατ’ οίκον γραφείο του υπουργού σε χωριατόσπικο του Άργιλου και αντίστροφα. Αυτό βεβαίως απαίτησε την τρεχάλα τεσσάρων τεχνικών που δούλευαν μετακινώντας έπιπλα και ταμπλό στο σκοτάδι. Καλά ήταν και τα κοστούμια του ιδίου, τα οποία θύμιζαν τη δεκαετία του ’60 όταν και γυρίστηκε η ταινία. Ο ίδιος τέλος ανέλαβε και τους φωτισμούς, άρα λιγότεροι συντελεστές = λιγότερα μεροκάματα.
Για να ικανοποιήσω την περιέργειά σας, ο λαμπρός σκηνοθέτης δεν εμφανίστηκε, άρα δε βρισκόταν στην Καβάλα και δε συνόδευε το θίασο, όπως ευσυνείδητα πάντοτε πράττουν σκηνοθέτες όπως ο Θέμης Μουμουλίδης και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Σιγά να μη μας καταδεχόταν ο κ. Μπέζος. Προφανώς έστησε την παράταση και την έβγαλε στο μεϊντάνι, υπό τις οδηγίες της βοηθού του Δάφνης Σταυροπούλου. Το κείμενο της παράστασης ήταν αυτούσιο και περιείχε απλά κάποιους αστεϊσμούς ώστε να εκβιάσει το γέλιο των θεατών.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: στον κ. Μπέζο, κατά φαντασίαν ασθενή, κατά φαντασίαν σκηνοθέτη, που και φέτος μας έστειλε την αρπαχτή του, υποτιμώντας τη νοημοσύνη μας και πιστεύοντας ότι είμαστε τόσο ανεκπαίδευτοι θεατρικά ώστε ευχαρίστως θα καταπιούμε οποιοδήποτε σκουπίδι μας σερβίρει. Ελπίζω να μη τα ξαναπούμε σύντομα γιατί υπάρχει και φιλότιμο ρε Γιάννη!
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: σε όσους θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν τον πρωταγωνιστή κάθε φορά που άρθρωνε μια χαρακτηριστική ατάκα σχετική με την πολιτική σαπίλα και τη διαχρονική διαφθορά της Ελλάδας, φωνάζοντας «Μπράβο, πες τα Παρτσαλάκη» ενώ θα έπρεπε να φωνάζουν «Μπράβο Σακελλάριε, πόσο προφητικά και καλά τα έγραψες προ 48 ετών».
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: εκεί ψηλά στο Λάμπρο Κωνσταντάρα και στη Μίτση, στο Διονύση Παπαγιαννόπουλο και στη Νίκη Λινάρδου. Μπορεί το βράδυ της Πέμπτης πάνω στη σκηνή να βρίσκονταν άλλοι, εγώ ωστόσο έκλεινα τα μάτια και τους έφερνα όσους μίσεψαν εμπρός μου, ασπρόμαυρους μεν αλλά τόσο μα τόσο αγαπημένους.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ