Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Η βουλγαρική αστυνομία του Πλαταμώνα δεν αισθανόταν και πολύ ασφαλής. Όλα τριγύρω τα βουνά ήταν γεμάτα από ελεύθερους πατριώτες ανυπότακτους. Κάποιοι από αυτούς ήταν τροπαναραίοι που η φιλοπατρία τους έσπρωξε να πάρουν τα κρυμμένα όπλα και να βγούνε στην Αντίσταση, όπως ο Καπτάν – Φώτης.
Αυτόνε τον πλησίασαν πολλοί προκειμένου να τον πείσουν να ενταχθεί στις οργανωμένες ένοπλες ομάδες τους, αυτός όμως δεν ήθελε να χρωματίσει τον αγώνα του, του αρκούσε να πολεμάει σε τοπικό επίπεδο τους καταπατητές της ελευθερίας της πατρίδας του. Αυτόνομος κι ανεξάρτητος.
Ωστόσο η ανάγκη οδηγούσε τους αντάρτες σε συνεργασία. Με το Θωμά Τοραμανίδη, ας πούμε, ο Φώτης γνωριζόταν από παλιότερα. Είχαν πολλές διαφορές και πολλές ομοιότητες. Είχαν συμπράξει σε μία αλληλοεκτίμηση που ίσως στο μέλλον έφερνε νέες κοινές δράσεις ενάντια στους κατακτητές. Ο κάθε καπετάνιος βέβαια είχε τη δική του περιοχή δράσης και εποπτείας, αλλά σε μία γενικότερη και σημαντικότερη επιχείρηση η σύμπραξη ήταν και αναγκαία, αλλά και εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη. Στο κάτω – κάτω ο εχθρός ήταν κοινός και τα ορεινά χωριά θα έπρεπε να νιώθουν πιο ελεύθερα σε σύγκριση με αυτά του υποταγμένου και καταπιεσμένου κάμπου. Αλλά κι εκεί, στα λεύτερα βουνά, τελευταία η κατάσταση είχε χειροτερέψει, αφού βουλγαρικά αποσπάσματα, συνεργαζόμενα με κάποιους προσκυνημένους, όργωναν κυριολεκτικά την περιοχή, με στόχο να κατατροπώσουν τους αντάρτες.
Άκουγαν οι Βούλγαροι αριστερό και γίνονταν θηρία. Έμαθαν για δυο θρακιώτες ανυπότακτους από το Κρανοχώρι, ο ένας ήταν μέχρι το κόκαλο κόκκινος. Κίνησαν για εκεί με μυστικότητα, κάποιος μικρός βοσκός του είδε, έτρεξε να προλάβει να ειδοποιήσει τους αντάρτες. Το σφύριξε και σε δυο Σαρακατσαναίους από το Πολύνερο. Ήρθαν αυτοί σε συνεννόηση με τους Θρακιώτες κι ανάμεσα Πολύνερο και Κρανοχώρι σε λίγο οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Οι βούλγαροι αιφνιδιάστηκαν απ΄ την ενέδρα, ένας σκοτώθηκε και οι άλλοι αποφάσισαν εντέλει να υποχωρήσουν, αφού δεν είχαν καμιά τύχη ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Πήραν μαζί τους το νεκρό κι έφυγαν βλαστημώντας.
Στο μάτι είχαν βάλει και το Θωμά με τους συντρόφους του. Είχαν χτυπήσει τελευταία πολλά βουλγάρικα αποσπάσματα, τραυματίσανε πολλούς δικούς του κι έπρεπε να πληρώσουν με αίμα. Οι διαταγές των ανώτερων ήταν σαφείς. Τσακίστε τους κόκκινους Έλληνες αντάρτες. Και φέρτε εδώ το Θωμά ζωντανό, να βασανιστεί στην Οχράνα και τελικά να κρεμαστεί νεκρός στην κεντρική πλατεία, εις γνώσιν και συμμόρφωσιν όσων δεν υποτάσσονται.
Οι καταδότες έγκαιρα τους είχαν πληροφορήσει ότι απόψε οι καταζητούμενοι θα ήταν στο χωριό τους για ανεφοδιασμό. Χειμώνας και τα τρόφιμα δυσεύρετα για τους αντάρτες στα βουνά. Και έγραφαν χιλιόμετρα για να εξασφαλίσουν λίγο ψωμί, λίγο τυρί, λίγο λαρδί ή λίγο καβουρμά. Πάντα με τεντωμένη προσοχή μην πέσουν σε κανένα μπλόκο.
Εκείνο το βράδυ ήταν πολύ ήσυχο έως πολύ ύπουλο. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Μα κανένας; Ο φόβος, θαρρείς, είχε περικυκλώσει την Αχλαδινή. Κάτι θα είχαν μυριστεί οι κάτοικοι… Ή μήπως κάτι τους συμβούλεψε ο Θωμάς; Είχε κατέβει από τις ράχες και το ρέμα μαζί με λίγα ακόμη παλικάρια. Αγκάλιασε όλους τους δικούς του κι ύστερα όλους τους συγχωριανούς του. Μιλούσαν σιγά και κάπου – κάπου χαμογελούσαν αχνά. Του ΄ δώσανε ό,τι ζήτησε κι ό,τι δε ζήτησε. Σ΄ αυτόν και τους συντρόφους του. Έπειτα πήραν το ανηφόρι προσέχοντας την κάθε πατημασιά τους.
Πέρασε ώρα, όταν οι άλλοι ήρθαν μουλωχτά και πολιόρκησαν όλα τα σπίτια, τρία με τέσσερα άτομα στο καθένα. Πλησίασαν με χίλιες προφυλάξεις και με προτεταμένα τα όπλα. Είχαν μαζί τους και τους καταδότες, ως οδηγούς, ως ιχνηλάτες και ως διερμηνείς. Στήσανε αφτί παντού. Θα ήταν μεγάλη επιτυχία να έπιαναν το Θωμά ζωντανό και να τον οδηγούσαν δεμένο πισθάγκωνα στην Καβάλα για τα περαιτέρω… Οι επικεφαλής ονειρεύονταν προαγωγές. Έλα που όμως οι ελπίδες τους αποδείχτηκαν φρούδες. Ο Θωμάς και τα παλικάρια του δεν ήταν εκεί. Λες κι άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Για την ακρίβεια τους κατάπιαν τα βουνά. Και τώρα αναλογίζονταν πως θα γυρίσουν άπρακτοι στο Όλατζακ…
Μία σύσκεψη των βαθμοφόρων έβγαλε απόσταγμα πικρό. Τους βγάλανε όλους έξω. Αράδιασαν στον τοίχο όλους τους αρσενικούς, δεκαεφτά στον αριθμό. Οι γυναίκες, νέες και γερόντισσες, χτυπιόντουσαν πιο κει και έκλαιγαν βουβά γεμάτες αγωνία. Οι διερμηνείς ρώτησαν τους άντρες για τον καταζητούμενο αντάρτη. Οι χωρικοί τους κοίταζαν ολόισα στα μάτια, περιφρονητικά. Σιγά να μη μιλήσουν… Εξάλλου τώρα ο Θωμάς θα ήταν μακριά, θα είχε λουφάξει σε κάποιο λιμέρι του.
Τους έδεσαν τα χέρια κι όλους μαζί σ΄ ένα σχοινί. Απ΄ την Αχλαδινή τους πήραν στο Ερέντερ, κάπου οκτώ χιλιόμετρα μακριά. Στο κοντινότερο λημέρι του ο Θωμάς άκουσε πρώτα μία ομοβροντία από μακριά κι έπειτα είδε μιάμιση ντουζίνα αθώα συννεφάκια να φέγγουν σαν πυγολαμπίδες στον ουρανό ανεβαίνοντας. Μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα. Δάκρυζε συνεχώς χωρίς αναφιλητά και κατέστρωνε σχέδια για τις επόμενες ημέρες. Το χάραμα τα είδε πάλι και τα μέτρησε. Δεκαεφτά πληγές ζητούσαν επούλωση…