Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Η επιχείρηση ήταν καλά προετοιμασμένη. Το σχέδιο δράσης στηρίχτηκε σε μιαν ιδέα του Γερμανού τομεάρχη της ευρύτερης περιοχής, ο οποίος είχε λάβει σχετική διαταγή από την κεντρική διοίκηση των δυνάμεων κατοχής. Η επιθυμία του Φύρερ, να εξοντωθούν όλοι οι εβραίοι απ΄ όλη την Ευρώπη, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί. Το ισραηλιτικό στοιχείο ήταν πολύ έντονο στη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα βαθιά ριζωμένο στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα. Ειδικά στην τελευταία από το δέκατο ένατο κιόλας αιώνα η καπνεργασία αποτέλεσε έναν πόλο έλξης για τους Εβραίους, που κάποιοι ασχολήθηκαν με το καπνεμπόριο – οι πιο βαστηγμένοι – κι άλλοι φτωχότεροι ως απλοί καπνεργάτες προσπαθούσαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους.
Η βουλγαρική διοίκηση της πόλης είχε πρόθυμα συνεργαστεί με τις ένοπλες δυνάμεις. Το Ναυτικό θα απέκλειε κάθε απόπειρα διαφυγής από τη θάλασσα. Ιδιαίτερη προσοχή θα έπρεπε να δείξουν απέναντι σε κάποια πλεούμενα φαντάσματα που μετέφεραν αντιστασιακούς, όταν αυτό επιβαλλόταν από τις περιστάσεις. Από την άλλη ο βουλγαρικός στρατός θα εισερχόταν από τρεις μεριές στην πολιτεία μιαν ασέληνη νύχτα και θα συνελάμβανε όλους τους ισραηλίτες κυριολεκτικά στον ύπνο.
Κάποιοι παλιότερα είχαν διαγνώσει τον κίνδυνο τον προερχόμενο από τη μανάι του Χίτλερ και πρόλαβαν να διαφύγουν σε ασφαλέστερους τόπους. Ήξεραν ότι η τσαρική Βουλγαρία θα ήταν χειρότερη ακόμη κι από το Μεταξικό καθεστώς, που είχε μονονομάσει τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Καβάλας σε οδό Αδόλφου Χίτλερ! Και τι να περιμένει κανείς από ένα φανατισμένο γείτονα που έβλεπε από τη μια ως κύριο εχθρό του τη Σοβιετική Ρωσία κι από την άλλη, αναζητώντας αρχαιόθεν διέξοδο προς την ανοιχτή θάλασσα, λιγουρευόταν την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Προέβλεπαν λοιπόν ότι η κατοχή σε αυτά τα μέρη θα ήταν πιο σκληρή και λυσσαλέα. Γι΄ αυτό και έφυγαν εσπευσμένα, μόλις έμαθαν για τη συνθηκολόγηση.
Οι πολλοί ωστόσο έμειναν εδώ. Μπορεί να είχαν εβραϊκή καταγωγή και θρησκεία, ένιωθαν όμως Έλληνες ως επί το πολύ και καβαλιώτες. Αποφάσισαν λοιπόν να υπομείνουν όποια δεινά μαζί με τους ντόπιους. Και τώρα κοιμούνταν αμέριμνοι, όταν οι στρατιώτες μπήκανε μες στα σπίτια τους, τους σήκωσαν άρον – άρον από τις κλίνες τους, τους μετέφεραν σε κατασχεμένες καπναποθήκες με ελάχιστα εφόδια και σε λίγες μέρες τους έμπασαν σε στρατιωτικά οχήματα που θα τους οδηγούσαν πρώτα στη Δράμα κι από εκεί με τρένο προς το Άγνωστο.
Λίγοι ακόμη γλύτωσαν το μακρινό αυτό ταξίδι δίχως γυρισμό. Ήταν κάποιοι όμηροι που υποβάλλονταν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία.
Ανάμεσά τους και παιδιά και έφηβοι αμούστακοι ακόμη. Βαρούσανε κασμά καθημερινά, για να βελτιώσουν το οδικό δίκτυο της γείτονος χώρας. Μιαν ανοιξιάτικη μέρα του «43 έσκαβαν δίπλα στις ράγες, όταν πέρασε αργοκίνητο το τρένο. Οι επιβάτες, οι εβραίοι της Καβάλας, κρεμάστηκαν σαν τα τσαμπιά απ΄ τα βαγόνια, μήπως και δούνε ανάμεσα στα ντουρντουβάκια κάποιον δικό τους. Μια μάνα είδε το γιο της κι άρχισε να φωνάζει σπαραχτικά, να προσέχει τον εαυτό του. Είδε κι αυτός τη μάνα, τη γιαγιά του, αδέρφια και ξαδέρφια που τον καλούσαν να τους σώσει. Η στρόφιγγα της αγωνίας είχε ανοίξει από τότε. Έκανε σχέδια να πάει να τους βρει. Που να τους ψάξει όμως… Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πολλά. Νταχάου, Άουσβιτς, Ματχάουζεν, όλα εφοδιασμένα με κρεματόρια. Και με ποιον τρόπο να τους σώσει απ΄ τα νύχια των ναζιστών γυπαετών… Το πολύ – πολύ να τον γράπωναν κι αυτόν και να ενωθεί η τύχη του με αυτήν των δικών του…
Το τρένο χάθηκε στον ορίζοντα κι αυτός απόμεινε συντετριμμένος και βαθιά συλλογισμένος. Τέτοιες ώρες όλα τα υπόλοιπα προβλήματα παραμερίζονται σε κύκλους ολοένα και πιο περιγεγραμμένους και οι έγνοιες επικεντρώνονται στη φιλοσοφική αντιμετώπιση της ύπαρξης, ακριβώς στην αιχμή ανάμεσα στην αβεβαιότητα της ζωής και στην επιβουλή του θανάτου.
Η ελπίδα του θαύματος χοροπηδάει εκεί σαν κάστανο μέσα στο μάτι του πύραυνου και όλο μετράει το μπόι της στην κλίμακα των πιθανοτήτων. Ας είναι ο Θεός μαζί τους, για να τρανέψει τούτη την ελπίδα και να γλυτώσουν – όπως λίγοι – μέσα απ΄ το στόμα του αιμοβόρου λύκου…
Το τρένο σταμάτησε οριστικά, η αγωνία τους όμως όχι. Ένοπλοι άντρες τους οδήγησαν πεζή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βρίσκονταν πια στην Πολωνία, τόσο μακριά απ΄ τις κοιτίδες τους κι από τους τόπους διαμονής τους, τόσο κοντά στο άγχος και στον όλεθρο. Προσεύχονταν όλοι στο θεό τους κι έλπιζαν ότι δεν τους είχαν φέρει από τη μιαν άκρη της Ευρώπης ως την άλλη, για να τους εκτελέσουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στην πόλη τους ή κάπου στα περίχωρα μετά τη σύλληψή τους.
Τώρα ακούνε τα λυκόσκυλα του Τρίτου Ράιχ να ουρλιάζουν και να τους υποχρεώνουν να γυμνωθούν ολότελα. Τους κυνηγούν μέσα σ΄ ένα περιφραγμένο διάδρομο που μοιάζει με ατρακτοειδή μακρύ σωλήνα, τους σπρώχνουν μέσα στους θαλάμους των λουτρών και κλείνουν ερμητικά τις πόρτες. Ολόγυμνοι σαν νεογέννητοι κοιτούν μέσα στο μισοσκόταδο να βρούνε τους κρουνούς, να βγάλουν απ΄ το δέρμα τους όλη την ταλαιπωρία και τη σκόνη του ταξιδιού. Νερό και κρήνες πουθενά, ωσότου ένας ύπουλος ανεπαίσθητος θόρυβος εισαγόμενου αερίου τους λύνει πρώτα τις όποιες απορίες και έπειτα τα μέλη, που λυγάνε σαν τα στάχυα στις άγριες ριπές ανηλεούς ανέμου…