Το δημοσιογραφικό προνόμιο παρακολούθησης της τελικής γενικής πρόβας μιας παραστάσεως, ήταν και παραμένει μια συναρπαστική διαδικασία. Λες και κάποιος σου επιτρέπει να κολλήσεις το μάτι στην κλειδαρότρυπα και να μάθεις από πρώτο χέρι όλα όσα οι θεατές θα δουν περίπου 24 ώρες αργότερα. Αυτό το προνόμιο μας το επεφύλαξε το βράδυ του Σαββάτου ο Θοδωρής Γκόνης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία της φετινής εσωτερικής παραγωγής «Ο Γηραιός Πατήρ μου», εντασσόμενης στο πλαίσιο του 56ου ΦΦΘ. Πολλά ήταν τα ευεργετήματα που προέκυψαν από το «κρυφοκοίταγμα» του Σαββάτου, όπως και αρκετά ήταν τα αισθήματα που γεννήθηκαν αυθόρμητα, ενόσω εμείς οι «αυτόπτες μάρτυρες» δοκιμάζαμε τα πάντα. Ακόμη και το άγχος που νιώθουν οι μεγάλοι ηθοποιοί πριν από κάθε επίσημη πρεμιέρα τους.
Το εγχείρημα που ανέλαβε φέτος ο Θοδωρής Γκόνης ήταν εξαρχής τεράστιο. Και μόνο το γεγονός ότι επέλεξε μια παραγωγή με τόσο ευαίσθητη κι επικίνδυνη θεματολογία, ήταν αρκετό για να εξάψει τη φαντασία μας. Επιθυμούσαμε ή όχι να λάβουμε σαφής απάντηση σε ένα καυτό ερώτημα σχετικό με τον λατρεμένο Αλεξανδρινό ποιητή Κ.Π. Καβάφη; Άφησε πίσω του απόγονο ο ποιητής; Ο Αλέκος Σεγκόπουλος ήταν γιος του, ή μήπως ήταν εραστής του;
Πριν από τη γενική δοκιμή προσωπικά μάλλον θα προσδοκούσα να μάθω. Μετά τη γενική δοκιμή άλλαξα την άποψή μου. Όχι. Δεν επιθυμώ εγώ να πάρω μια σαφή απάντηση. Προτιμώ να αφήσω την αμφιβολία να κατατρώει το μυαλό μου, προτιμώ να ακροβατώ μεταξύ του «ίσως» και του «μήπως». Προτιμώ αυτή η πτυχή του Καβάφη να μείνει ως «τοπίο στην ομίχλη» αν και μέσω της παραστάσεως, πλήθος άλλων καβαφικών πτυχών αποκαλύφθηκαν στα φώτα των προβολέων.
ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ…
Το μυστήριο που περικύκλωνε τον Καβάφη μπλέχθηκε με το αιγυπτιακό μυστήριο της περιόδου που έζησε και συνδυάστηκε με τη μυστικιστική ατμόσφαιρα που αυθόρμητα προκαλεί το Ιμαρέτ σε κάθε του επισκέπτη.
Κάθε νέα είσοδος στο Ιμαρέτ επιμένει να μου γεννά το ίδιο ακριβώς δέος. Το περπάτημα στους πέτρινους διαδρόμους του, η απόλυτη ηρεμία που γαληνεύει τη ψυχή, ο διακριτικός φωτισμός του, οι υπέροχες μυρωδιές του, με βγάζουν εκτός σύγχρονου χρόνου και τόπου. Λες και ξεφεύγω από τη διάσταση της πραγματικότητας, λες κι επιστρέφω αυτόματα στο παρελθόν, λες και πίσω από την επόμενη γωνία θα έρθω αντιμέτωπη με τη φιγούρα του Μεχμέτ Αλή.
Αυτήν ακριβώς την εμπειρία ένιωσα και το βράδυ του Σαββάτου, πριν καθίσω στον υπέροχο εσωτερικό κήπο με τις πορτοκαλιές και πριν αντικρίσω τις γνώριμες καμάρες. Σαν φλας άστραψε στο μυαλό μου το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του 2009 και σαν ψίθυρος ξανακούστηκαν στ’ αυτιά μου οι στίχοι που χανόταν στο βάθος του κήπου: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει…»
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ…
Πως ν’ αντισταθεί ένας θεατής στην εικόνα της Μάγιας Λυμπεροπούλου, όταν γνωρίζει ότι απέναντί του στέκεται ο θρύλος, η κορωνίδα του Θεάτρου Τέχνης; Πώς να μη ριγήσει παρακολουθώντας την να μεταλλάσσεται μπρος στα μάτια του και να γίνεται η Χαρίκλεια Καβάφη με σάρκα και οστά; Πώς να μην αποδεχθεί τον ευωδιαστό αριστοκρατικό αέρα που σκορπά γύρω της μια γυναίκα για την οποία ο όρος «Κυρία» βρίσκει τον απόλυτο ορισμό του;
Πως ν’ αντισταθεί ένας θεατής στην εικόνα του Αντώνη Κούφαλη, τόσο διαφορετική από την καθημερινή συνάντηση στους δρόμους της Καβάλας κι όμως τόσο όμοια με τη φιγούρα του Καβάφη, σε σημείο που να προκαλεί το εύλογο ερώτημα: «Μα πως δεν είχα παρατηρήσει μέχρι σήμερα την ομοιότητά του;» Πως να μη φυλακιστεί πάνω του το βλέμμα και να παραμείνει ακίνητο, όπως ακριβώς στάθηκε κι εκείνος επί ώρα στην πολυθρόνα του, διαβάζοντας με ιδιαίτερα αινιγματικό τρόπο τα γράμματα του Καβάφη;
Πως ν’ αντισταθεί ένας θεατής στη γλυκύτητα της φωνής και της όψης που διαθέτει η Αλεξάνδρα Παντελάκη, βλέποντάς την να γίνεται η μοδίστρα Ελένη Σεγκοπούλου. Μιας ηθοποιού το βιογραφικό της οποίας καλύπτει πολλές σελίδες. Τεράστιος ο όγκος των θεατρικών συμμετοχών της, τεράστιος κι ο όγκος των τηλεοπτικών παρουσιών της. Ωστόσο η γλυκύτητα που διαχέεται γύρω της σε πραγματικό χρόνο είναι απείρως περισσότερη από οτιδήποτε άλλο.
Πως ν’ αντισταθεί ο θεατής και στο νεαρό ταλαντούχο Γιώργο Παπαπαύλου, που άλλοτε μετατρέπονταν σε Αλέκο Σεγκόπουλο, άλλοτε γίνονταν αφηγητής, ακόμη και δημοσιογράφος, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία της μεταμορφώσεως το σώμα και τη φωνή του;
ΕΣΕΙΣ ΘΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΤΕ
72 επιστολές του Καβάφη προς τον Σεγκόπουλο, 40 αυθεντικές πολίτικες συνταγές της μητέρας Χαρίκλειας, σημειώσεις και αναλύσεις του Γ. Π. Σαββίδη, του Τσίρκα, του Μαλάνου, αποσπάσματα της τηλεοπτικής εκπομπής του Φρέντυ Γερμανού και των συνομιλιών του με την ανιψιά Χαρίκλεια Βαλιέρη-Καβάφη και τη Ρίτα Σεγκοπούλου (δεύτερη σύζυγο του Αλέκου) ήταν το υλικό πάνω στο οποίο βασίστηκε «Ο Γηραιός Πατήρ μου». Οι δύο εκδοχές, του γιου και του εραστή παρέμεναν κυρίαρχες και αντιμάχονταν μέχρι το τελευταίο λεπτό. «Ένοχος» για την ασάφεια ήταν ο Αντώνης Κούφαλης, που με κάθε νέα ανάγνωση επιστολής θέριευε ακόμη πιο πολύ την απορία και το δίλημμα.
Απάντηση δεν έχω και ειλικρινά δε θέλω να δώσω. Προτιμώ να κρατήσω μέσα στο μυαλό μου το σαράκι της αμφιβολίας που μου γέννησε η σκηνοθετική δημιουργία του Θοδωρή Γκόνη. Εξάλλου, υπάρχουν κάποια πράγματα που τρέφονται καλύτερα από το μυστήριό τους και παραμένουν ενδιαφέροντα ακριβώς επειδή ποτέ δε θα αναλυθούν στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ούτε και θέλω να αποκαλύψω επιπλέον πληροφορίες της παραγωγής. Τις κρατώ πεισματικά για τον εαυτό μου κι απλά συστήνω στο κοινό να σπεύσει στο Ιμαρέτ προκειμένου να παρακολουθήσει τις τρεις παραστάσεις.
Ας διυλίσει καθένας μόνος του το ερώτημα, ας αναζητήσει καθένας μόνος του την πιθανή αλήθεια, ας διεξάγει καθένας μόνος του το προσωπικό του συμπέρασμα κι ας επιτρέψει στο διπλανό του να πράξει ακριβώς το ίδιο. Πολλές φορές οι μύθοι θα πρέπει να παραμένουν στο βάθρο τους και να πορεύονται στους αιώνες χωρίς να διαλύονται.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ