Συνέντευξη τύπου δόθηκε χθες το μεσημέρι στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημαρχείου για τη παράσταση που θα δούμε αύριο στις 9.00 το βράδυ στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου», στο πρόγραμμα χειμερινών εκδηλώσεων του ΔΗΠΕΘΕ. Πρόκειται για το έργο «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Αγγελίδης με καταγωγή από την Καβάλα. Παίζει η Ζωή Κυριακίδου.
Οι δύο νεαροί άνθρωποι του θεάτρου ήταν χθες στη συνέντευξη τύπου, κοντά στην πρόεδρο του ΔΗΠΕΘΕ Μαρία Καραβία και τον καλλιτεχνικό διευθυντή Θοδωρή Γκόνη.
«Υποδεχόμαστε την παράσταση με χαρά. Χαίρομαι που υπάρχει δημοφιλία για να γυναικεία θέματα στο θέατρο. Εύχομαι το σχήμα να έχει καλή υποδοχή και αποδοχή από το καβαλιώτικο κοινό». Αυτά ήταν τα λόγια της προέδρου του ΔΗΠΕΘΕ Μαρίας Καραβία.
Ο Θοδωρής Γκόνης είπε ότι «είναι σημαντικό να έρχονται τέτοιες παραστάσεις στην Καβάλα, νέων ανθρώπων» – όπως τόνισε. Εξήγησε ότι ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης θα παραστεί στην παράσταση αύριο.
«Οι δάφνες και οι πικροδάφνες» έστρωσαν με δάφνες το θέατρο, είπε για την παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ ο Θ. Γκόνης, σημειώνοντας ότι όλες οι παραστάσεις που δόθηκαν ήταν γεμάτες από κόσμο.
«Ο Μάρτιος είναι δυναμικός και σπουδαίος για το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας. κόντρα σε πολλούς και πολλά» κατέληξε ο Θ. Γκόνης.
Ο Μιχάλης Αγγελίδης που γεννήθηκε στην Καβάλα ευχαρίστησε τον κ. Γκόνη που αποδέχθηκε την πρόταση η συγκεκριμένη παράσταση να είναι στο πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ. «Είναι έργο – είπε – που δεν είναι εύκολο λόγω της γραφής του κ. Δημητριάδη». Αναφέρεται – συνέχισε – για την κατάργηση της άρνησης. Τόνισε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της παράστασης – με αφορμή το κείμενο πάντα – αντιστρέφεται ο μύθος κι όλη η συνθήκη που τον γέννησε. Είναι ένα έργο – ανέφερε – που μιλάει για τον άνθρωπο και την αποδοχή του εαυτού του.
Τέλος η Ζωή Κυριακίδου είπε: «Ο άνθρωπος μέσα από την παράσταση επιστρέφει στις πραγματικές του διαστάσεις, στις καθαρά σωματικές».
«Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας»
Ένα μικρό θεατρικό «Ευαγγέλιο» για τον άνθρωπο
Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας φιλοξενεί την Τετάρτη 18 Μαρτίου, στις 9 το βράδυ στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, την Εταιρεία «Libarte» με το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» σε σκηνοθεσία του Καβαλιώτη Μιχάλη Αγγελίδη. Το κείμενο ανήκει στο Δημήτρη Δημητριάδης, ενώ τη σκηνοθεσία, το σκηνικό χώρο και τους φωτισμούς επιμελείται ο Μιχάλης Αγγελίδης. Παίζει η Ζωή Κυριακίδου.
Το έργο είναι ένα πεζογράφημα δεμένο γύρω από έναν γερό ποιητικό ιστό, που μπορεί όμως να παρουσιασθεί και ως θεατρικός μονόλογος (παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της XIV Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος, στους Δελφούς, στις 10 Ιουλίου του 2009 σε σκηνοθεσία – ερμηνεία της Χρύσας Καψούλη και σε μουσική σύνθεση του Μιχάλη Δέλτα).
Μια άρια για τον έρωτα. Αν η Βίβλος είναι το Ευαγγέλιο του Θεού, Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μικρό θεατρικό Ευαγγέλιο του ανθρώπου. Ένα «αντί-Ευαγγέλιο» του έρωτα, όπου το π. Χ(ριστού) αντικαθίσταται από το π. Έ(ρωτος) και το μ. Χ(ριστόν) από το μ. Έ(ρωτα). Η Κασσάνδρα του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ένα πρόσωπο που δεν ευαγγελίζεται καταστροφές. Αντιθέτως ευαγγελίζεται την επικράτηση του έρωτα και την επερχόμενη αυτοκρατορία του πόθου.
Ο τίτλος του Δημητριάδη προοικονομεί την απώλεια της παγιωμένης αναφορικότητας του μυθήματος της Κασσάνδρας. Η λέξη Ευαγγελισμός ανατρέπει τις αναγνωστικές προσδοκίες, όπως πηγάζουν από την αρχετυπική μορφή της Κασσάνδρας, και καταλύει εξαρχής την παραδεδομένη μυθημική και λογοτεχνική σταθερά, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί κατά την ανάγνωση του μονολόγου.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τίτλο που ανασκευάζει άρδην τη γνωστή και καθιερωμένη εικόνα της Κασσάνδρας ως ανέραστης προφήτιδος, μια εικόνα επιβεβλημένη στη συλλογική μνήμη. Αντίθετα από αυτό που θα περιμέναμε, η Κασσάνδρα καταφάσκει στην ερωτική πρόσκληση του Απόλλωνα και υπερασπίζεται την ολική επικράτηση της προσφοράς και του ερωτικού πόθου. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην Χριστιανική παραπεμπτικότητα των άμεσα συνδεδεμένων όρων «Ευαγγελισμός» και «Γεννητικό άγγελμα». Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ανακοίνωση μιας ευχάριστης είδησης.
Μόνο που στη μία περίπτωση το κεντρικό πρόσωπο (Θεοτόκος και Κασσάνδρα) γίνεται δέκτης και στην άλλη πομπός. Στη μία περίπτωση επιβεβαιώνεται και υλοποιείται μια ειλημμένη απόφαση ενώ στην άλλη, μέσω του γεννητικού αγγέλματος, επιτυγχάνεται η αναίρεση του πεπρωμένου και της καθεστηκυίας τάξης. Επιπλέον, στην πρώτη περίπτωση το γεννητικό άγγελμα πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά, με τη γέννηση του Θεανθρώπου, ενώ στην άλλη μεταφορικά, με τη «γέννηση» της ελπίδας για ανατροπή και αναγέννηση. Επί της ουσίας δηλαδή, το έργο του Δημητριάδη δε μιλά για ένα γεννητικό αλλά για ένα αναγεννητικό άγγελμα.
Ο σκηνικός κόσμος της ευαγγελιζόμενης Κασσάνδρας του Δημητριάδη, αν και χωροταξικά παντελώς απροσδιόριστος, είναι ένας κόσμος «ζωντανός» που υφίσταται διαδοχικές μεταβολές. Το φως, που αρχικά ήταν εκτυφλωτικό, έχει αντικατασταθεί, στο τέλος του μονολόγου, από το απόλυτο σκοτάδι.
Επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ακούγεται το κείμενο του μονολόγου ανάποδα, πράγμα που συμβολιστικά υποδεικνύει την αντιθετική θεώρηση του Δημητριάδη προς τον αρχαίο μύθο της Κασσάνδρας. Στο τέλος του μονολόγου ο κόσμος μεταμορφώνεται:
«Το σύμπαν κομματιάζεται σαν θρυμματισμένη υλακή και επανασυντίθεται με πρωτοφανή τρόπο./ Γεννιέται ένα νέο./ Αρχική εικόνα.»
Ο τωρινός κόσμος αντιστράφηκε μετά την αποδοχή του έρωτα του Απόλλωνα από την Κασσάνδρα. Ο Δημητριάδης προβάλλει την ανάγκη αντικατάστασης του καταδικασμένου «πριν» από το αναγεννητικό «μετά». Όπως γίνεται κατανοητό, η απλουστευτική θεώρηση του χώρου μεταφέρεται και στο χρόνο, που χωρίζεται, με σημείο αναφοράς τη μεταστροφή της Κασσάνδρας, σε ένα «πριν» και ένα «μετά», που προσεγγίζεται εμφατικά και με πολλούς χρονικούς προσδιορισμούς:
«Έπρεπε να γίνει αυτό που δεν είχε γίνει πριν./Τώρα είμαστε μετά απ’ το πριν./Τώρα είμαστε στο τώρα.»
Η Κασσάνδρα του Δημητριάδη τοποθετείται χρονικά σε ένα υστερόχρονο επίπεδο, μετά τη λήψη της απόφασης, και ακολουθεί μια «ανάδρομη» φορά επιστροφής στις απαρχές του μύθου και της παράστασης μέσω διαδοχικών αναδρομικών αφηγήσεων. Με τις αφηγήσεις αυτές επιβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή της και ανασκευάζει την αρχετυπική της εικόνα.
Ιδιαίτερα ιδιόμορφες είναι οι γλωσσικές και υφολογικές επιλογές του Δημητριάδη.
Η γλώσσα του χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος επαναλήψεων και υπερβολών και πολλές φορές κατηγορήθηκε για βερμπαλισμό και κενολογία. Εκ πρώτης όψεως, παρατηρείται καταιγισμός επιθέτων («περιττά και άχρηστα στα σκουπίδια στον αγύριστο/σαν εξοργιστικά εμπόδια απαγορευτικά καλύμματα»), αδόκιμες ρηματοποιήσεις ακόμα και κυρίων ονομάτων («Απολλωνιστείτε, Κασσανδρωθείτε»),τάσεις λεξιπλασίας(«Φήτις, φητεύω»), και ένας μεγάλος όγκος σχημάτων λόγου(σχήμα άρσης – θέσης, αποσιώπηση, οξύμωρο, αντίθεση, πλεονασμός). Πρόκειται για λόγο χειμαρρώδη, παραληρηματικό αλλά και απόλυτα ποιητικό που παρέχει δυνατότητες σκηνικής έκφρασης.
Αυτή η συνειρμική ανάπτυξη, η ρυθμική σύνδεση φράσεων και εικόνων και η φαινομενικά αυτοματική γραφή εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Πρωτίστως, η γλώσσα της Κασσάνδρας είναι ιδανική ως λεκτική αναπαράσταση του παραληρήματός της και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μονόλογος εκφωνείται από μια Κασσάνδρα που αγωνίζεται να κοινοποιήσει στους ανθρώπους την αλλαγή της.
Ο λόγος του Δημητριάδη εκφράζει την επιτακτικότητα της ανάγκης της ηρωίδας. Επίσης, αν προσεγγίσουμε το λόγο της Κασσάνδρας με όρους αυτοαναφορικότητας, θα διακρίνουμε ένα ποιητή που προσπαθεί να καταγράψει ένα αδιέξοδο το οποίο προβάλλεται μέσω της πρωτοκαθεδρίας της γλώσσας που υπερβαίνει το υποκείμενο εκφοράς. Ο Δημητριάδης λοιπόν, μέσω των αντιφατικών και ασύνδετων διατυπώσεων, της επιτήδευσης και της έλλειψης σημείων στίξης, αποδομεί το λόγο ώστε να απελευθερώσει νέες σημασιολογικές δυνατότητες, καθώς το κείμενο προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, επισύροντας την προσοχή στο νόημα που παράγεται από το συνδυασμό των λέξεων μεταξύ τους και όχι μόνο εξαιτίας της αναφοράς τους στον κόσμο των πραγμάτων.
=