Του Απόστολου Αποστολακάκη (φωτογραφία)
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, υπήρχε μια ιδιότυπη κατοχή από ξένες δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές, αποφάσιζαν, διέταζαν και οι ντόπιοι τοποτηρητές τους υλοποιούσαν τις διαταγές τους. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας, για πολλά χρόνια, ήταν δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι, προσμένοντας κάποιο θάμα μέσα από το βόλεμα και το ρουσφέτι. Ξέχασαν έτσι, πως είναι να αντιστέκεσαι, όταν μια ξένη δύναμη θέλει να σε καταστρέψει. Βρήκαν, λοιπόν, αφύλακτα τα σύνορα κάποιοι ισχυροί βόρειοι γείτονες -που τυπικά ήταν σύμμαχοι αυτής της μακρινής χώρας- κατέλαβαν τράπεζες και υπουργεία, λεηλάτησαν ότι πλούτο είχε και οδηγούσαν όλο και μεγαλύτερο μέρος του κόσμου –εκτός των δοσίλογων, που πάντοτε υπάρχουν σε τέτοιες παλιές ιστορίες- στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τους πήραν τα σπίτια, τις δουλειές και σε όσους δούλευαν ακόμα, τους έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και αυτοί έπρεπε να δουλεύουν μέχρι τα γεράματα και μόνο με τους όρους που ήθελαν οι κατακτητές. Κάποιοι, μάλιστα, από τους κατακτημένους δεν άντεχαν αυτή τη κατάσταση και αυτοκτονούσαν πηδώντας από μπαλκόνια και βράχια. Οι ξένοι μόλις επέβαλαν την κατοχή τους, έβαλαν παντού στο κράτος ντόπιους. Αυτούς όμως που ήταν σίγουροι ότι θα εκτελούν με πίστη και ζήλο τις διαταγές τους. Ιδιαίτερα δε στη θέση του θησαυροφύλακα διόρισαν τον πιο πιστό από τους υπηρέτες τους. Τον έχρησαν, μάλιστα, και ισόβιο διαχειριστή –υπηρέτη. Οι προύχοντες είχαν ένα μόνο στόχο: να υπηρετούν τους κατακτητές χωρίς να νοιάζονται αν οδηγούν το λαό της χώρας, σε όλο και χειρότερη κατάσταση.
Πάντοτε, όμως, υπήρχε ο κίνδυνος να ξυπνήσει ο λαός και οι μικρές αντάρτικες ομάδες που αντιστέκονταν όλο και μεγάλωναν. Σκέφτηκαν, λοιπόν, οι κατακτητές και βρήκαν τη λύση: θα βάλουν δικούς τους ανθρώπους μέσα στη πιο μεγάλη αντάρτικη ομάδα που υπήρχε και σιγά – σιγά, θα έσπερναν την ιδέα ότι είναι μονόδρομος να υπακούς τους κανόνες των ξένων και ότι υπάρχει ένας και μοναδικός θεός: το χρήμα των κατακτητών. Κάποια στιγμή ο κόσμος της χώρας, μη αντέχοντας άλλο, ανέθεσε στην μεγαλύτερη αντάρτικη ομάδα να τον σώσει. Το μεγαλύτερο μέρος όμως της ηγεσίας, στην οποία ήταν πια και οι άνθρωποι των ξένων, δεν μπορούσε να απαρνηθεί το μοναδικό θεό (το χρήμα των κατακτητών) και αποφάσισε να τους υπηρετήσει το ίδιο πιστά. Οι κάτοικοι της χώρας μπερδεύτηκαν, απογοητεύτηκαν, αλλά σκέφτηκαν να δώσουν ακόμα μια ευκαιρία στην (όπως νόμιζαν) αντάρτικη ομάδα. Οι κατακτητές κρυφογελούσαν. Το σχέδιο τους δούλευε μια χαρά. Τώρα μπορούσαν (ή νόμιζαν ότι μπορούσαν) να διαλύσουν εντελώς τη μακρινή αυτή χώρα. Δύο πράγματα δεν είχαν λογαριάσει όμως: ότι κάποιοι συνέχισαν να αντιστέκονται και ότι ο λαός δεν ήταν τόσο αποχαυνωμένος όσο νόμιζαν…
Σ΄ αυτή τη χώρα, υπήρχαν και οι χρονογράφοι. Κάποιοι δηλαδή πού έγραφαν ότι συνέβαινε (ή νόμιζαν ότι συνέβαινε) στην επαρχία και στη χώρα. Έτσι και σε μια μικρή επαρχία της, υπήρχε ένας χρονογράφος που ήταν καλή πένα (ή νόμιζε ότι ήταν). Αυτός, όταν ήταν μικρός, αγωνίζονταν (ή νόμιζε ότι αγωνίζονταν) για το δίκιο. Πίστευε (ή νόμιζε ότι πίστευε) σε ιδέες για ισότητα και ελευθερία. Όσο όμως μεγάλωνε άρχισε να αποκτά άλλες συνήθειες. Πλησίαζε τις εξουσίες (ήθελε και ο ίδιος κάποια στιγμή να γίνει εξουσία) και είχε λογής σχέσεις μαζί τους. Τον άρεζε η δημοσιότητα και η προβολή. Νόμιζε δε, ότι είναι μεγάλη προσωπικότητα της μικρής του επαρχίας… Έτσι άρχισε να αντιπαθεί όσους αντιστέκονταν και αγωνίζονταν. Ιδιαίτερα δε αυτούς που για τις ιδέες τους είχαν αρνηθεί εξουσίες, θέσεις, βολέματα. Με τον καιρό, του έγιναν έμμονη ιδέα. Του θύμιζαν το παρελθόν που ήθελε να ξεχάσει (τι σχέση είχε αυτός, ανώτερος άνθρωπος, με μίζερους κολλήγους και μεροκαματιάρηδες, αυτός ήταν για να συναναστρέφεται μόνο με καλλιεργημένους που δεν κάνουν τιποτένιες δουλειές). Έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, έγινε ο πιστός υπηρέτης της νέας συμβιβασμένης και υποταγμένης εξουσίας και αμείλικτος πολέμιος όσων δεν πρόδωσαν ιδέες και οράματα. Και, σχεδόν καθημερινά, έριχνε χολή (ή νόμιζε ότι έριχνε χολή). Τον είχε πιάσει οίστρος λασπολογίας και χυδαιολογίας. Μέσα στην παραζάλη του, δεν είχε καταλάβει ότι άρχισε να γελοιοποιείται. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας αναγνώριζαν στο πρόσωπό του, τον ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΟ ΚΥΡΙΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟ. Στεκόταν δίπλα στους άρχοντες με περηφάνια (ήθελε άλλωστε τόσο πολύ να τους μοιάσει). Μόνο που το πάθος του δεν τον άφηνε να δει ότι στη χώρα του δίπλα στους άρχοντες κάθονταν οι γελωτοποιοί. Και συνέχιζε τις επιθέσεις … και γίνονταν όλο πιο γελοίος και όλο πιο χρήσιμος στην εξουσία!!!!.
Κάποιες –ανεπιβεβαίωτες- φήμες λένε ότι το φάντασμά του εμφανίζεται ακόμα και στις μέρες μας. Σε άλλες χώρες και άλλες επαρχίες, και κάποιους τους στοιχειώνει….
(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία και δεν έχει σχέση με την σημερινή πραγματικότητα. Αλλά όλο και κάτι μπορεί να μας θυμίζει το παραμύθι… Ίσως, αν κοιταχτούμε στο καθρέφτη, κάπου μέσα στην ιστορία μας μπορεί να βρούμε τον εαυτό μας. Μόνο που κάποιοι επιλέγουν να μην κοιτάξουν ποτέ το καθρέφτη από φόβο μήπως φτύσουνε τον ίδιο τους τον εαυτό!!!!)