Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Αν ήταν στην Ελλάδα, θα τον έλεγαν ανίερο Ιέρωνα ή – το πιθανότερο – «κύριο Τίποτα», του οποίου κάποτε ο παππούς είχε πέσει από λάθος μέσα στο πετρέλαιο. Στη χώρα του όμως τον εκτιμούσαν αρκετά και παρ΄ ότι νεαρός είχε συνεχή ανέλιξη στην εθνική και στην ευρωπαϊκή ιεραρχία. Οι οικονομικές σπουδές του και οι πολιτικές επιλογές του τον βοήθησαν να ενταχθεί μαζί με τους ομοϊδεάτες του στο άρμα του Λαϊκού κόμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να γίνει το δεξί χέρι του Γερμανού υπουργού οικονομικών. Ήταν λοιπόν ένα συνεχώς ανερχόμενο στέλεχος του νεοφιλελευθερισμού και ένα καλολαδωμένο γρανάζι του καπιταλιστικού συστήματος.
Ήταν πάντα χαμογελαστός και ευγενέστατος απέναντι στους γηραιότερους, εμπειρότερους και σκληροπυρηνικότερους εταίρους του, όχι όμως κι απέναντι στους εκπροσώπους διαφορετικών ιδεολογικών απόψεων, ιδιαίτερα όταν προέρχονταν από τις χώρες του Νότου. Δε δίσταζε μάλιστα να επεμβαίνει με δηλώσεις του στα εσωτερικά ζητήματα των χωρών αυτών, προσπαθώντας φανερά να επηρεάσει συνειδήσεις σε προεκλογικές περιόδους, κάτι απαράδεκτο ασφαλώς, που ωστόσο έφερνε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, αφού οι πολύπαθοι λαοί του Νότου είχαν μία περηφάνεια πεισματική και ζόρικη.
Το Πανεπιστήμιο της Τεχνολογίας μιας μικρής πόλης της πατρίδας του, τον κάλεσε επίσημα για μία διάλεξη προς τους φοιτητές του ιδρύματος. Δέχτηκε την πρόσκληση κολακευμένος. Έφτασε η μέρα και η ώρα, ντύθηκε στην τρίχα, κουστούμι γαλάζιο ατσαλάκωτο, γραβάτα ουρανιά, μαλλί περιποιημένο, πρόβες χαμόγελου στον καθρέφτη, μορφασμοί διάφοροι με λεπτότητα ύφους και θετική ανταπόκριση σε πιθανές – αναμενόμενες εκ των προτέρων ερωτήσεις. Το μόνο που δεν ανέμενε ήταν μια πιθανή παρουσία νεαρών Ελλήνων φοιτητών, εργατών κι ανέργων στα προπύλαια του Πανεπιστημίου.
«Κριτικοί και Αλληλέγγυοι Πολίτες» είχαν υψώσει ένα πανό με το σύνθημα: «Είμαστε λαός, όχι στατιστικές». Ο επικεφαλής της ευρωομάδας είχε ειδοποιηθεί για το γεγονός την ώρα που τέλειωσε τη διάλεξη. Αιφνιδιάστηκε μα δεν είχε σκοπό να δείξει την ενόχλησή του. Χαμογελούσε μόνο αμήχανα. Ένας αδιόρατος φόβος τον περιέλουσε, μικρά ψήγματα ιδρώτα είχαν γεμίσει το μέτωπό του. Πως θ΄ αντιμετώπιζε τα βλέμματα του Αλέξανδρου, του Βαγγέλη, του Δημήτρη και της Τώνιας;
Οι συνοδοί και οι σωματοφύλακες του δεν διέγνωσαν στους συγκεντρωμένους κάποιαν επιθετική διάθεση ή τάση για προπηλακισμούς και τα τοιαύτα. Η σύναξη έμοιαζε ειρηνική. Μόλις τον είδαν να βγαίνει συνοδευόμενος από μια πληθώρα γραβατωμένων, οι Έλληνες μετακινήθηκαν μ ε αργές κινήσεις, για να του κλείσουν το δρόμο. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του καθησυχαστικά προς τους άνδρες της προσωπικής του ασφάλειας. Ήταν διατεθειμένος να τους ακούσει και να μιλήσει μαζί τους.
Τα ελληνάκια, ξεπερνώντας την αρχική έκπληξη, άρχισαν να εκτοξεύουν στο κέντρο της συνοφρύωσής του όλη την πίκρα των καταγγελιών τους απέναντι στην κατευθυνόμενη από υψηλότερους κύκλους σκληρή πολιτική στάση του ίδιου και του σκληρού πυρήνα της Ευρωομάδας ενάντια στο λαό τους και τους εκπροσώπους του. Του τόνισαν ότι είναι πολύ άδικη η στοχοποίηση ενός λαού, με εκδικητικές τάσεις που τελικά πληρώνουν οι απλοί πολίτες, αυτοί που δε φταίνε σε τίποτε απ΄ όσα αρνητικά χαρακτηρίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Είναι πολύ άδικο να εγκαταλείπουν τη χώρα στρατιές νέων ανθρώπων, ανέργων με δυο ή τρία πτυχία. Είναι πολύ άδικο να οδηγούνται χιλιάδες άνθρωποι στην αυτοκτονία και εκατομμύρια στη φτώχεια και στην εξαθλίωση.
Ανταπάντησε ότι με το να μεταθέτουν οι Έλληνες τις ευθύνες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στους τραπεζίτες δε λύνουν τα προβλήματά τους. Μάλιστα τώρα μπόρεσε να ξεπεράσει την αρχική του αμηχανία και προχώρησε σε μία σειρά από στερεότυπες αντιλήψεις που υπήρχαν από παλιά στις χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης για τους Έλληνες, ρίχνοντας συνάμα τις ευθύνες της κρίσης στον ίδιο το λαό. Του είπαν πως η μετατόπιση τω ευθυνών είναι επίσης άδικη. Δεν έφταιγε ο λαός για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων ούτε για τις ρεμούλες κάποιων και φυσικά ούτε για την εισαγόμενη κρίση. Ήταν η μεγάλη αντεπίθεση του κεφαλαίου ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων και η προσπάθεια περαιτέρω εκμετάλλευσης των λαών του Νότου και ολοκληρωτικής απομύζησης του πλούτου τους.
Χαμογελούσε εκείνος, αγωνιζόμενος με δυσκολία να κρύψει όσα είχε διδαχθεί ως φοιτητής για την παγκόσμια οικονομία. Ο Αλέξανδρος, η Τώνια, ο Δημήτρης κι ο Βασίλης ήδη τον έβλεπαν υποτιμητικά. Το ένιωθε κι εκείνος, μα προσπαθούσε να το καταπιεί. Αυτά τα παιδιά δεν έμοιαζαν με τους δικούς τους εργάτες και φοιτητές. Αυτά είχαν άποψη και τη διατράνωναν δίχως να φοβηθούν συνέπειες. Ένιωσε πως η δύναμή του, όσο κι αν ήταν αναγκαστικά επιβαλλόμενη σ΄ έναν ιστορικό λαό, πάνω στους συγκεκριμένους νέους δεν ήταν ικανός ν΄ ασκήσει πίεση, αυτοί ήταν όλοι τους συνειδητοποιημένοι, είχαν πολιτικές απόψεις διαμορφωμένες από μικρή ηλικία.
Κατάλαβε ότι τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης είχαν πολλή δουλειά να επιτελέσουν ακόμη, πολύ συντονισμένη προσπάθεια μαζοποίησης της κοινωνίας να επιδιωχθεί, αφού ακόμα εκεί κάτω στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης λειτουργούσε η γειτονιά, το καφενείο, οι μικρές εστίες της δημοκρατικής παράδοσης. Εκεί που «είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε – γέλασε», εκεί που η σχολή των συγκρούσεων έχει βαθιές ρίζες που φτάνουν στους αρχαίους σοφούς και στον Ηράκλειτο, εκεί οι ιδεολογίες δεν πεθαίνουν και οι ελπίδες συνεχώς ανανεώνονται. Εκεί ο Άρης με την Αφροδίτη, τα δύο αντίθετα ενώνονται σε πάλεμα ερωτικό, απ΄ το οποίο γεννιέται πάντοτε καρπός εξαίσιος, η Αρμονία.