Στο ραδιοφωνικό στούντιο της ΠΡΩΙΝΗΣ βρέθηκε το πρωί της Τετάρτης ο στιχουργός Λευτέρης Χαψιάδης, ο οποίος επισκέφθηκε την Καβάλα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Ένας αλήτης άγγελος» το απόγευμα της ίδιας ημέρας στο ΟΣΚΑΡ, κατόπιν συνεργασίας της διευθύνσεως δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και του μουσικού σχολείου. Ο Λευτέρης Χαψιάδης είχε την καλοσύνη να αναμοχλεύσει τις αναμνήσεις του για χάρη μας και να θυμηθεί τα παιδιά του χρόνια, τη μεγάλη αγάπη του για το τραγούδι και το Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και να αφηγηθεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε στιχουργός «με το ζόρι» κατόπιν πιέσεων του Γιώργου Νταλάρα.
ΕΡ: Ποιο ήταν το έναυσμα για να πρωτοασχοληθείτε με το τραγούδι και το στίχο;
ΑΠ: Ήταν κάτι που προέκυψε εντελώς τυχαία. Από την ηλικία των 3 ετών ζούσα κυριολεκτικά μέσα στο τραγούδι διότι ο πατέρας μου διατηρούσε το καφενείο του χωριού Κοίλα των Φερών Έβρου. Το καφενείο ονομαζόταν “Η νέα Ελβετία” αφού πίστευε ότι το όμορφο χωριό μας μπορούσε να συγκριθεί με την ευρωπαϊκή χώρα. Μέσα στο καφενείο υπήρχε ένα γραμμόφωνο, καθώς κι ένα μεγάλο ραδιόφωνο – έπιπλο. Μέρα – νύχτα λοιπόν άκουγα λαϊκά τραγούδια.
Εκείνη την εποχή λειτουργούσε ένας ραδιοφωνικός σταθμός Πύργου Αμαλιάδος με τεράστια εμβέλεια και το σήμα του έφτανε μέχρι το χωριό μας. Το πρόγραμμα του συγκεκριμένου σταθμού περιελάμβανε εξαιρετικά λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου, του Γαβαλά. Το μόνιμο πρόβλημα των γονιών μου ήταν να με πείσουν να κοιμηθώ το βράδυ, αφού εγώ προτιμούσα να ακούω διαρκώς λαϊκά τραγούδια. Μάλιστα υπάρχει και σχετική φωτογραφία όπου απεικονίζομαι πιτσιρικάς καθισμένος σταυροπόδι δίπλα στο γραμμόφωνο εν τω μέσω παρέας. Υπό αυτές τις συνθήκες επομένως ήταν φυσικό να αγαπήσω από νωρίς το λαϊκό τραγούδι.
Για ένα παιδί του χωριού όπως εγώ, τα ονόματα των τραγουδιστών που προανέφερα φάνταζαν ως θεοί. Όταν για παράδειγμα συνάντησα πρώτη φορά το Στέλιο Καζαντζίδη, τσιμπούσα τον εαυτό μου προκειμένου να διαπιστώσω εάν ήταν αλήθεια το γεγονός ότι είχα γράψει τραγούδια και θα συνεργαζόμουν μαζί του. Όσα ονειρεύτηκα στη ζωή μου σχετικά με το τραγούδι, ευτύχησα και τα γεύτηκα. Η ζωή μου ήταν πλούσια σε εμπειρίες και συναισθήματα.
ΕΡ: Ποιος ήταν εκείνος που σας «έμπασε» στη συγγραφή των στίχων;
ΑΠ: Στη δουλειά με έβαλε ο Γιώργος Νταλάρας. Όντας λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού και συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, ως φοιτητής διάβασα μια ημέρα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ μια συνέντευξή του όπου ανέφερε ότι ετοίμαζε το δίσκο “Τα ρεμπέτικα”. Ο Νταλάρας εξέφραζε την αγάπη του για τα συγκεκριμένα τραγούδια και την επιθυμία του να βρει τραγούδια του ρεμπέτη τραγουδιστή Γιώργου Κάβουρα. Εγώ ωστόσο στη συλλογή μου διέθετα σαράντα τραγούδια του Κάβουρα. Έγραψα λοιπόν δύο κασέτες με τα τραγούδια και ταξίδεψα μέχρι την Αθήνα ώστε να συναντήσω το Νταλάρα και να του τις χαρίσω, αφού τον αγαπούσα ιδιαιτέρως ως καλλιτέχνη μέσα από τις επιλογές του.
Μεγάλη όμως ήταν η αγάπη μου και για το Λευτέρη Παπαδόπουλο, την πορεία του οποίου παρακολουθώ από το πρώτο τραγούδι που έγραψε, την περίφημη «Άπονη Ζωή». Στα 11 χρόνια μου διάβαζα στο περίπτερο που διατηρούσαμε στην Αλεξανδρούπολη όλες τις εφημερίδες. Τότε εντόπισα σε αθλητική εφημερίδα το όνομά του, οπότε πήγα στο κτήριο του ΟΤΕ και τηλεφώνησα στα γραφεία της εφημερίδας, προκειμένου να διαπιστώσω εάν επρόκειτο για το ίδιο άτομο. Έλαβα θετική απάντηση κι έτσι αποφάσισα ότι εάν κατέβαινα στην Αθήνα θα πήγαινα για να τον γνωρίσω.
Στα γυμνασιακά μου τετράδια μάζευα τους στίχους του κι αυτό το υλικό αποτέλεσε μέρος του βιβλίου που εξέδωσε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Η τρέλα μου ήταν να τον γνωρίσω προσωπικά. Όταν έφτασε η στιγμή για τις πανεπιστημιακές μου σπουδές, αντί να δηλώσω σχολή προτίμησης στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε ήδη εκεί η αείμνηστη αδελφή μου, εγώ προτίμησα να δηλώσω σχολή της Αθήνας.
Η πρώτη συνάντησή μου με το Γιώργο Νταλάρα έγινε το 1974 στην μπουάτ της Πλάκας “Θεμέλιο” όπου τραγουδούσε με τη Χαρούλα Αλεξίου και στο μπουζούκι το Χρήστο Νικολόπουλο.
Μετά το τέλος του προγράμματος, ζήτησα από τον μετρ που ήταν φίλος να μου επιτραπεί να μιλήσω στο Γιώργο Νταλάρα, ώστε να του χαρίσω τις δύο κασέτες με τα σαράντα τραγούδια του Γιώργου Κάβουρα. Μπήκα στο μικρό καμαρίνι, του έδωσα τις κασέτες τις οποίες και θέλησε να ακούσει αμέσως. Εκείνος άκουγε τα τραγούδια και απευθείας τα έπαιζε στην κιθάρα του. Στη συνέχεια με ρώτησε για ποιο λόγο βρέθηκα στην Αθήνα και του μίλησα σχετικά με την αγάπη μου για το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Εκείνη τη στιγμή ως δια μαγείας, χτύπησε στο τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο αγαπημένος μου στιχουργός. Ο Γιώργος του ζήτησε να έρθει κατευθείαν στη μπουάτ προκειμένου να γνωρίσει τον άνθρωπο που τον αγαπά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ο Λευτέρης του ζήτησε να μου μεταφέρει το αίτημα να τον επισκεφθώ την επόμενη μέσα στα ΝΕΑ.
Ο Γιώργος Νταλάρας εξέφρασε την επιθυμία να γίνουμε φίλοι, μου έδωσε τον τηλεφωνικό αριθμό του σπιτιού του, σπάνια χειρονομία εκ μέρους του. Την επόμενη μέρα πήρα ένα γραμμόφωνο και κάποιους δίσκους από το Μοναστηράκι κι έφτασα στα γραφεία των ΝΕΩΝ. Έμαθα ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος βρισκόταν στον πέμπτο όροφο, οπότε κούρδισα το γραμμόφωνο και το έβαλα σε λειτουργία όταν έφτασα στον τρίτο. Φυσικά δημιουργήθηκε αναστάτωση στην εφημερίδα, έβγαιναν από τα γραφεία τους δημοσιογράφοι όπως ο Καψής, ο Λιάνης, ο Καραπαναγιώτης κι αναρωτούνται τι συνέβαινε.
Ο Λευτέρης καθόταν μόνος του σε ένα δωματιάκι του πέμπτου ορόφου. Του εξήγησα ποιος ήμουν και του δώρισα το γραμμόφωνο, το οποίο προσπαθούσε να προστατεύσει από εκείνους που μπήκαν στο δωματιάκι για να το περιεργαστούν. Το γραμμόφωνο αυτό βρίσκεται μέχρι σήμερα στο σαλόνι του σπιτιού του. Κάπως έτσι λοιπόν μπήκα στο τραγούδι, ως μελετητής και ως θαυμαστής του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
ΕΡ: Η ενασχόλησή σας με το στίχο πότε άρχισε;
ΑΠ: Κι αυτό ήταν κάτι που έγινε τυχαία. Ο Γιώργος Νταλάρας με θεωρούσε το γούρι του και είχαμε γίνει καλοί φίλοι. Όταν ηχογραφούσε το διπλό δίσκο “Οι Μάηδες οι Ήλιοι μου” πήγαμε μαζί στο στούντιο. Ένα τραγούδι όμως δεν τον ικανοποιούσε σε επίπεδο στίχου. Ήθελαν να αλλάξουν το στίχο και αναζητούσαν το στιχουργό, αλλά δεν τα κατάφερναν. Εγώ ασυναίσθητα πήρα ένα χαρτί κι έγραφα λόγια απάνω στις νότες της μελωδίας. Ο Νταλάρας που στεκόταν πίσω μου και με παρακολουθούσε, άρπαξε από τα χέρια μου το χαρτί, διάβασε τα γραφόμενα και μου πρότεινε όταν επέστρεφα στην Πάτρα να γράψω στίχους. Κοντολογίς, ο Γιώργος Νταλάρας μ’ έκανε με το ζόρι στιχουργό. Έκτοτε κυκλοφόρησαν 603 δισκογραφημένα τραγούδια με τους στίχους μου κάτι για το οποίο ευχαριστώ το φίλο μου Γιώργο Νταλάρα.