Η φωτογραφία: Φεβρουάριος 1989. Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας (Μεγάλη Λέσχη). Ο Μένης Κουμανταρέας, τρίτος από δεξιά, δίπλα στον Κοσμά Χαρπαντίδη που μόλις διακρίνεται πίσω από τον Αλέξανδρο Κοτζιά. Όρθιος στη γωνία ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος ενώ τη μεγάλη παρέα συμπληρώνουν ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Διαμαντής Αξιώτης (με μουστάκι στο κέντρο), Αλέξης Ζήρας (μπροστά με τα γυαλιά και το μουστάκι), Πέτρος Αμπατζόγλου (μόλις διακρίνεται ανάμεσα σε Ραπτόπουλο και Κουμανταρέα), τα μέλη του Δ. Σ. της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λευτέρης Κελβερίδης και Έλσα Μαυρίδη (όρθιοι αριστερά), Άγγελος Σμυρλόγλου (πρώτος αριστερά), η εκδότρια του «Κέδρου» Κάτια Λεμπέση (δίπλα στον Χειμωνά) και στο κέντρο μπροστά η εκπρόσωπος του υπουργείου πολιτισμού Άλκηστις Σουλογιάννη.
Ήταν μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν τότε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας με το Υπουργείου Πολιτισμού για την γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς.
Ο Μένης Κουμανταρέας όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στην Καβάλα. Επισκεπτόταν την πόλη μας, μερικές φορές ινγκόγνιτο, αφού η γυναίκα του ήταν Καβαλιώτισσα και η αδελφή της κατοικούσε στο Παληό.
Όμως και τον Φεβρουάριο του 1986 ο Κουμανταρέας είχε έρθει στην πόλη μας προσκεκλημένος του κραταιού και πολυδραστήριου τότε Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών και για την επίσκεψή του αυτή έγραψε σχετικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στο βιβλίο του «Πλανώδιος Σαλπιγκτής» και στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Υπόστεγο» με τίτλο «Το ημερολόγιο της φανέλας με το 9».
Το κείμενο αυτό είναι το παρακάτω:
Φλεβάρης «86. Προσκαλεσμένος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στην Καβάλα. Με υποδέχεται στο ξενοδοχείο «Γαλαξίας» ο λογοτέχνης Διαμαντής Αξιώτης με φίλους του. Με θερμοκρασία υπό το μηδέν. Το κλίμα ζεστό και φιλόξενο. Μια τοπική εφημερία αναγγέλλει την εκδήλωση, ως «Κουμανταρέας Λάιβ». Γέλια. Το ακροατήριο, ας όψεται το κρύο, όχι ιδιαίτερα πυκνό. Διαβάζω την τελευταία ανέκδοτη συνέχεια της «Φανέλας». Ανάμεσα σ΄ άλλους και ο πατέρας του φίλου μου Κρίτωνα Χουρμουζιάδη. Λεπτός κι ευγενικός. Επακολουθεί συζήτηση. Ένας καθηγητής από το ακροατήριο επισημαίνει την αθυροστομία του κειμένου. Ένας άλλος, τραπεζικός, την κινηματογραφική γραφή του. Κι η απαραίτητη παρέμβαση από εκπρόσωπο του Κουκουέ. «Τα έργα σας δεν έχουν μήνυμα, ούτε έξαρση». Απαιτεί από ένα συγγραφέα να οδηγεί και να ξεσηκώνει. Κατά την έκφρασή του, να είναι «μπροστάρης». «Συγχωρέστε μου τη σύγκριση», του αποκρίνομαι, «αλλά αν είχατε εμπρός τον Τσέχωφ, τα ίδια θα είχατε να προσάψετε και σ΄ αυτόν». Χαμόγελα στην αίθουσα που με ανακουφίζουν. Μετά την ομιλία, παραλιακή ταβέρνα με τους καβαλιώτες φίλους. Εντύπωση για το πόσο ενημερωμένοι είναι και καλλιεργημένοι. Όλοι τους εξαιρετικά θερμοί. Ώρα δύο πρωϊνή σε στενό κύκλο. Στο ελληνοπρεπές μπαρ «Φροντ Πέητζ». Τεκίλα σανράιζ και μάλμπορο. Στην έξοδο μία τεράστια Καβασάκι περιμένει. Κάποιος καβαλάρης της Αποκαλύψεως που ήρθε να με οδηγήσει μέσα από τη χιονοθύελλα στην ασφάλεια του ξενοδοχείου μου. Χωρίζω με τους φίλους μέσα σε γέλια και μεθυσμένες φωνές».