Γράφει ο Βασλής Δημήτριος
Ο Ανέστης Ιντζές γεννήθηκε στην Κορμίστα Σερρών στις 12 Φεβρουαρίου του 1914. Απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 2016, σε ηλικία 102 ετών, τα περισσότερα από αυτά στην Αθήνα.
Ο εκλιπών συνελήφθη το 1941, στη 1 Οκτωβρίου, ημέρα Τετάρτη, από τους Βούλγαρους κατακτητές και φυλακίστηκε μαζί με άλλους συγχωριανούς του, σε ηλικία 27 ετών, στο υπόγειο της κοινότητας Κορμίστας. Εκεί εκτελέστηκαν 91 περίπου αθώοι πολίτες ενώ σώθηκαν μόνο 31 κρατούμενοι, πολλοί από αυτούς τραυματισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο Ανέστης Ιντζές. Είχε δίψα για ζωή κι ο Θεός όπως φαίνεται του χάρισε να ζήσει άλλα 75 χρόνια, στα οποία μπόρεσε να σπουδάσει τα δυο του παιδιά και να τα δει να σταδιοδρομούνε με επιτυχία στον κλάδο που σπούδασαν, ενώ είχε την τύχη να χαρεί τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Έφυγε όμως από τη ζωή μ΄ ένα μεγάλο παράπονο και θλίψη μεγάλη, καθώς αναρωτιότανε «γιατί τόσο αθώο αίμα και δάκρυ, που χάθηκαν άδικα άνθρωποι που δεν φταίξανε σε τίποτα και κανέναν δεν πειράξανε και η μοναδική κατηγορία ήταν, επειδή ήταν Έλληνες πολίτες». Επιθυμία του ήταν να ταφεί στο χωριό του στην Κορμίστα Σερρών, ενώ η επιμνημόσυνη δέηση (τα «σαράντα») θα γίνουνε την Κυριακή 16 Απρίλη 2016, το πρωί, στην εκκλησία του χωριού.
Εκείνα τα δραματικά γεγονότα ξεκίνησαν από τη Δράμα στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, όταν μία μεγάλη ομάδα ενόπλων Ελλήνων κινηματιών αφού διέσχισε τον κάμπο, πέρασε από την Νέα Αμισσό, τα Κουδούνια, τη Μαυρολεύκη, το Φωτολίβος για να φτάσει στο όρος Παγγαίο. Στη διαδρομή αυτή κατέστρεφαν τα βουλγαρικά κοινοτικά αρχεία, αφού προηγουμένως έδιωχναν τις βουλγαρικές αρχές. Όταν έφτασαν στην Κορμίστα κατέλαβαν την κοινότητα, έδιωξαν όλους τους Βούλγαρους υπαλλήλους και χωροφύλακες και τραυμάτισαν έναν απ’ αυτούς. Μετά από αυτό το γεγονός οι Βούλγαροι θεώρησαν την Κορμίστα επαναστατημένο χωριό κι έπρεπε – κατ΄ αυτούς – να υποστεί αντίποινα.
Την Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου δύο βουλγαρικά αεροπλάνα έβαλαν με πολυβόλα και βομβάρδισαν το χωριό. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι έτρεξαν να καλυφθούν άλλοι στον κάμπο κι άλλοι στο όρος Παγγαίο.
Τα χαράματα της Τετάρτης 1 Οκτωβρίου, έφτασε στην Κορμίστα βουλγαρική δύναμη αποτελούμενη από 40 περίπου ενόπλους με επικεφαλής τον υπολοχαγό Βέλτσεφ Βολκώφ, έχοντας εντολή να εκτελέσει όλους τους άνδρες από 16 ετών και πάνω. Επειδή όλοι οι άνδρες κρύφτηκαν στο βουνό Παγγαίο, στη θέση «Καλντερίμι» επιστρατεύτηκε δόλιος τρόπος και με τη βοήθεια τριών συνεργατών του κατακτητή – Ματάκου, Τσαρσαμά και Σύλλαβου, κατοίκων Κορμίστας, που γνώριζαν τη βουλγαρική γλώσσα, αφού καταγότανε από την Ανατολική Ρωμυλία – που πήγαν και κάλεσαν τους κρυμμένους Έλληνες, να επιστρέψουν στο χωριό, όπου ο Βούλγαρος αξιωματικός θα έβγαζε «λόγο για το καλό τους». Ορισμένοι πείσθηκαν και συγκεντρώθηκαν στο σημείο που τους υπέδειξαν. Ευτυχώς οι περισσότεροι δεν παρασύρθηκαν και παρέμειναν κρυμμένοι στο Παγγαίο. Η φάλαγγα που σχηματίστηκε αποτελούνταν από 125 άνδρες κι έφηβους, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο υπόγειο του κοινοτικού καταστήματος κι αντί ν΄ ακούσουν το λόγο του Βούλγαρου αξιωματικού «για το καλό τους», φυλακίστηκαν και ζητήθηκε από τους μελλοθάνατους να παραδώσουν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα που είχαν εκείνη την ώρα επάνω τους. Τα έριχναν στα κράνη των κατοπινών δολοφόνων τους, που στη συνέχεια τα άδειαζαν έξω από το υπόγειο σε μία κουβέρτα.
Ήταν 11 π.μ. όταν ο υπολοχαγός άναψε τσιγάρο κι απομακρύνθηκε. Απέφυγε να συμμετάσχει στη διαδικασία της σφαγής κι ορίστηκε επικεφαλής ο λοχίας ο οποίος τράβηξε τυχαία τους τρεις πρώτους που τους έβγαλε έξω από το υπόγειο. Σε λίγο ακούστηκαν οι ριπές του πολυβόλου. Οι άνθρωποι στο υπόγειο τότε κατάλαβαν ότι θα τους σκοτώσουν όλους έναν – έναν, αγρίεψαν κι άρχισαν να φωνάζουν «μας σκοτώνουν». Στη συνέχεια ο λοχίας ξαναμπήκε με σκοπό να πάρει άλλους τρεις για να συνεχίσει την εκτέλεση, αλλά αναγκάστηκε να βγει έξω από το υπόγειο, με σκισμένο το άνω χείλος και πάρα λίγο οι κρατούμενοι να τον αφοπλίσουνε. Συγχύστηκε τότε και διέταξε τον πολυβολητή να χτυπήσει από την ανοιχτή πόρτα και τα παράθυρα του υπογείου στο σωρό των κρατουμένων. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή καθώς κι οι χειροβομβίδες, ενώ τ΄ αθώα θύματα ούρλιαζαν από τα χτυπήματα. Ένας από τους κρατούμενους, ο Δημήτρης Χαριστίδης άρπαξε μία χειροβομβίδα προτού σκάσει και την πέταξε προς τον πολυβολητή. Έγινε η έκρηξη, το πολυβόλο αναποδογύρισε και ο καπνός τύλιξε τους εκτελεστές. Τότε μερικοί κρατούμενοι χίμηξαν προς το λάκκο, όλοι ήταν τραυματισμένοι, αλλά σώθηκαν εκτός από τον Σταμπουλή – παλιό Μακεδονομάχο – που γύρισε στο υπόγειο για να πάρει τον γιο του 18 ετών, αλλά σκοτώθηκαν και οι δύο.
Η σφαγή σταμάτησε στις 12.30 το μεσημέρι, με τους περισσότερους κρατούμενους νεκρούς. Τότε άρχισε από τους εκτελεστές η διαδικασία της χαριστικής βολής. Σώθηκαν μόνο αυτοί που ήταν κάτω από τα πτώματα και τους έπνιγε το αίμα κι η βαριά μυρωδιά. Τα αντίποινα από τους βάρβαρους δυστυχώς «πέτυχαν» απόλυτα, αποτέλεσμα των οποίων ήταν 91 νεκροί στο υπόγειο, ενώ 10 από τραυματίες υπέκυψαν στα τραύματά τους. Συνολικά οι νεκροί ήταν 101. Μέσος όρος ηλικίας 36 ετών. Έγιναν εκτελέσεις και σε διάφορα άλλα μέρη. Οι θηριωδίες των κατακτητών Βουλγάρων δεν σταμάτησαν στις εκτελέσεις των αθώων Κορμιστιανών. Ακόμη πυρπόλησαν 24 σπίτια, κατεδάφισαν μερικά από αυτά, λεηλάτησαν όλα τα καταστήματα του χωριού. Έτσι τέλειωσε εκείνη η αποφράδα μέρα Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 1941 στην Κορμίστα, με αίμα, δάκρυα, ορφάνια, δυστυχία και φτώχεια. Στο τέλος έκαψαν και την εκκλησία του χωριού που είχε χτιστεί το 1895.
Από την παραπάνω κόλαση επέζησε ο εκλιπών Ανέστης Ιντζές κι ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα κι αποχώρησαν οι Βούλγαροι, οι γυναίκες της Κορμίστας εκτέλεσαν τους τρεις προδότες Μακάτο, Τσατσαμπά και Σύλλαβο, μάλιστα τον τελευταία με λιθοβολισμό.
Κατά τις σφαγές που έγιναν από τις 29 Σεπεμβρίου έως τις 5 Οκτωβρίου 1941 στη Δράμα και σε 25 χωριά αυτής καθώς και των Σερρών και της Καβάλας εκτελέστηκαν 5000 περίπου αθώοι Έλληνες πολίτες.
Για τα εγκλήματα αυτά ευθύνεται η τότε φασιστική Βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτό αποδεικνύεται από τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Δράμα πριν από τα γεγονότα των σφαγών, στην οποία συμμετείχαν οι νομάρχης Δράμας Γκεόργκι Γκιοργκίεφ, ο διοικητής της μεραρχίας συνταγματάρχης Μιχαήλοφ, ο διοικητής χωροφυλακής Ντιμίτρι Πέιτεφ, ο διοικητής πυροβολικού Ατανάς Σλάβοφ, ο διοικητής ασφαλείας Δράμας Στέπαν Μαγκλάφσκι, ο δήμαρχος Δράμας Πέρβαν Παντζάροφ, ο αρχιερατικός επίτροπος παπά Γκεόργκι Μπόνεφ και ο εκπρόσωπος του κομιτάτου Λιούμπεν Τσακόφ και με την έγκριση της Σόφιας αποφασίστηκε να ληφθούν κατασταλτικά μέτρα πριν εκδηλωθεί το ελληνικό κίνημα. Ήταν μία «χρυσή» ευκαιρία για την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με τη δικαιολογία των αντιποίνων, αφού εξόπλισαν τους Βούλγαρους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι συμμετείχαν στις σφαγές μόλις εκδηλώθηκε το κίνημα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα στοιχεία που παραθέτω στο δημοσίευμά μου είναι από τους συγγενείς μου, τους φίλους μου και τον εφέτη Θράκης Γεωργίου Κ. Ευστρατιάδη-Ερκέκογλου.
*Μέχρι στιγμής το Βουλγαρικό Κράτος δεν έχει ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματά του όχι μόνο γι΄ αυτό της Κορμίστας, αλλά και της Δράμας και του Δοξάτου, – όπου συνολικά τα θύματα ήταν γύρω στα 5.000 – σε αντίθεση με τους Γερμανούς που καταθέτουν στεφάνια στα μνημεία μνήμης.