Dark Mode Light Mode

Παρά τις κακόβουλες κριτικές – Ο «Ιππόλυτος» χειροκροτήθηκε θερμά σε γεμάτο θέατρο

Δεν ήταν η πρώτη φορά που μετά λύπης διαπιστώσαμε ότι μιας παράστασης που θα φιλοξενούνταν στο θέατρο των Φιλίππων είχαν προηγηθεί αρνητικές κριτικές. Εντύπωση όμως μας προξένησε το γεγονός ότι αναζητώντας ενημέρωση για τον «Ιππόλυτο» του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου, δε βρήκαμε να διαβάσουμε κάτι θετικό, παρά μόνο δημοσιεύματα τα οποία κυριολεκτικά «έθαβαν» συνολικά την παραγωγή. Δεν ήταν επίσης η πρώτη φορά που αγνοήσαμε όσα είχαμε διαβάσει και πήγαμε το βράδυ της Τρίτης στο θέατρο «άδειοι» και ουχί προκατειλημμένοι, προκειμένου να διαπιστώσουμε και προσωπικά για ποιο λόγο προηγήθηκε η ομοβροντία των αρνητικών κριτικών. Ύστερα από δύο ώρες γεμάτες με τραγωδία και θέαμα, καταλήξαμε σε ένα καθιερωμένο συμπέρασμα. Όντως, οι παρασκηνιακοί κύκλοι της Αθήνας καλά κρατούν και κινούμενοι οργανωμένα, μάλλον πολεμούν οτιδήποτε αντιβαίνει στα συμφέροντά τους.
Μας είχε προϊδεάσει η Λυδία Κονιόρδου για την έκπληξη του θιάσου έναντι των προαναφερόμενων δημοσιευμάτων, πολύ δε περισσότερο αφού οι αντιδράσεις του κοινού στις μέχρι τώρα παραστάσεις ήταν θερμές. Ομοίως θερμές ήταν και το βράδυ της Τρίτης, καθημερινής κι εργάσιμης που δεν πτόησε το κοινό, το οποίο γέμισε σχεδόν ασφυκτικά το θέατρο. Αυτή ήταν η καλύτερη απάντηση στους κακόβουλους και μάλιστα προερχόμενη από ένα θεατρικά εκπαιδευμένο κοινό όπως εκείνο του Φεστιβάλ Φιλίππων.
Αν κάποιοι ευελπιστούσαν να πάει «άπατη» η παράσταση του «Ιππόλυτου» λόγω μεσοβδόμαδου, μάλλον θα απογοητεύτηκαν οικτρά. Διότι από νωρίς άρχισε να γεμίζει από οχήματα το πάρκινγκ, να γεμίζει από θεατές το αναψυκτήριο στον περιβάλλοντα χώρο, να δημιουργείται η γνωστή ουρά μπροστά στην πόρτα, να τρέχουν οι θεατές ώστε να εξασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή θέση. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι στο δρόμο οι κυκλοφοριακές συνθήκες ήταν αφόρητες, εξαιτίας των λουόμενων που επέστρεφαν στη Δράμα από τις καβαλιώτικες παραλίες, προκαλώντας οδικό «έμφραγμα» στο ακατονόμαστο φανάρι του Αμυγδαλεώνα. Όχι φυσικά, σαφώς και δεν υπήρχε αστυνόμευση!
Για μία ακόμη φορά διαπιστώθηκε επίσης ότι το Εθνικό Θέατρο διαθέτει το δικό του πιστό κοινό, το οποίο διαχρονικά εμπιστεύεται τις παραγωγές του, όχι μόνο τις κωμικές αλλά και τις δραματικές. Συγκεκριμένα πρόσωπα που τα συναντούμε με χαρά κάθε καλοκαίρι. Συγκεκριμένο κοινό που ξέρεις ότι δε θα σε «προδώσει» δια της ενοχλητικής μεθόδου των άκαιρων χειροκροτημάτων κάθε φορά που ένας ηθοποιός είτε εισέρχεται στη σκηνή, είτε εξέρχεται.
Το Εθνικό Θέατρο λοιπόν, που φέτος μας ικανοποίησε δις. Πέραν της πανελλήνιας πρεμιέρας των «Βατράχων» που μας επιφύλαξε, κατάφερε να μας τέρψει και με την αρχαία τραγωδία του. Βεβαίως, επιμέρους ενστάσεις για κάποια στοιχεία της παράστασης έχουμε. Υποχωρούν όμως μπροστά στο καλό συνολικό αποτέλεσμα, μιας καλοδουλεμένης παραγωγής, ενός πραγματικά δεμένου θιάσου, που χειροκροτήθηκε με θέρμη από ενθουσιασμένους όρθιους θεατές.

ΑΔΙΑΦΟΡΟ ΣΚΗΝΙΚΟ – ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ
Αρχίζοντας την εκτίμηση από τη βάση της πυραμίδας, λειτουργικό μεν αλλά όχι «χορταστικό» ήταν το σκηνικό του Βασίλη Μαντζούκη με το κεκλιμένο σχεδόν ημικυκλικό επίπεδο να φιλοξενεί σε ένα κομμάτι του και τους τρεις μουσικούς, καθώς και τις σκαλωσιές όπου παρέμειναν οι δύο θεές καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ωρών. Πολύ πιο ενδιαφέροντα και σχεδόν εικαστικά ήταν τα κοστούμια της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, παρά το γεγονός ότι μεταξύ τους έμοιαζαν ετερόκλητα. Διαφορετικό εντελώς στιλ για τις δύο θεές, Αφροδίτη και Άρτεμη, διαφορετική η ενδυμασία Θησέα και Ιππόλυτου, άλλη γραμμή για τη Φαίδρα και την Τροφό της, παράξενα αλλά ιδιαίτερα ντυμένος ο γυναικείος χορός και πιο απλός ο χορός των ανδρών. Οι μεν κοπέλες κυριολεκτικά «έλαμπαν» με τις συρμάτινες φούστες τους, τα δε αγόρια άφησαν καλές εντυπώσεις με τα γυμνασμένα κορμιά τους και τα γυμνά στέρνα τους.
Σε κάποιες στιγμές η κίνηση τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των χορών γινόταν υπερβολική και ζάλιζε το βλέμμα, το ευτύχημα όμως ήταν πως το χώμα της σκηνής παρέμενε σκεπασμένο, επομένως το κοινό γλίτωσε από τα σύννεφα της σκόνης. Το μακιγιάζ και πολύ περισσότερο οι κομμώσεις του γυναικείου χορού ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Μάθαμε ότι υπήρξε προσωπικός σχεδιασμός για κάθε κόμη, ενώ δύο κομμώτριες άρχισαν να ετοιμάζουν ώρες ολόκληρες πριν την έναρξη έκαστη κοπέλα του χορού. Στη συγκεκριμένη παράσταση, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τόσο η μουσική του Τάκη Φαραζή, όσο και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΚΛΑΣΙΚΟΥ + ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ
Η σκηνοθετική γραμμή της Λυδίας Κονιόρδου κινήθηκε σε γραμμή συγκλίσεως των κλασικών και μοντέρνων στοιχείων. Εκεί που η ατμόσφαιρα βάρυνε, εκεί και ανέκυπτε μια «ανακουφιστική» νότα ώστε να αποσυμπιέσει τους θεατές. Η μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα ήταν όπως μας είχε διαβεβαιώσει η σκηνοθέτιδα πιστή στο ευριπίδειο κείμενο, το οποίο μεταφέρθηκε χωρίς περικοπές κι έτσι η παράσταση έφτασε χρονικά στα 120 λεπτά. Κάποιοι κουράστηκαν από τη διάρκεια, εκείνοι όμως που προσηλώθηκαν στα επί σκηνής τεκταινόμενα διόλου δεν ενοχλήθηκαν. Ειδικά από τη στιγμή που η συνύπαρξη δύο χορών, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει στις γυναίκες της Τροιζήνας, δεν άφηνε κανένα κενό στο θεατρικό χρόνο.
Την εκδοχή μιας κακιάς, σκληρόκαρδης κι εκδικητικής Αφροδίτης κλήθηκε να ερμηνεύσει η Νικολέττα Φριντζήλα. Μάλλον ξένισε η επιλογή της αφού η παραδοσιακή φανταστική εικόνα που το κοινό διατηρεί για τη θεά του έρωτα είναι διαφορετική από το πρόσωπο που την ενσάρκωσε. Μια παράξενη παρουσία ήταν ο Θεράποντας του Φαίδωνα Καστρή, που ντυμένος στα λευκά κινούνταν τρέχοντας πάνω σε καροτσάκι, το οποίο όμως ήταν εντελώς καλυμμένο. Αρκετούς ενθουσίασε ο Άγγελος του Μιχάλη Σαράντη για το συναίσθημα που εξέπεμψε όταν ανακοίνωνε πως ο Ιππόλυτος ψυχορραγούσε ως θύμα μιας θεϊκής πλεκτάνης και μιας πατρικής ευκολοπιστίας.
Τεθλασμένη γραμμή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η απόδοση του Θέμη Πάνου στο ρόλο του Θησέα. Άρχισε αδιάφορα και σχεδόν παγερά, συνέχισε βελτιωμένα, έπειτα έπεσε επίπεδο και ακόλουθα κορυφώθηκε όταν αναμετρήθηκε με τον παρεξηγημένο γιο του. Η καλύτερη κατ’ εμέ στιγμή του Νίκου Κουρή ήταν η ηθικολογική του ανάλυση εις βάρος των γυναικών, όντας ένας αγνός άντρας που έχει αφιερώσει εαυτό στη θεά Άρτεμη κι εκπλήσσεται από τον παράνομο έρωτα της μητριάς του για εκείνον. Προσωπικά θα προτιμούσα τον Ιππόλυτο ελαφρώς πιο στατικό στη σκηνή, ενώ δεν έλειψαν οι στιγμές που καρδιοχτύπησα φοβούμενη πως θα πατούσε την μακριά ουρά του μανδύα του και θα σωριαζόταν μπροστά μας.
Ξανθιά, ξυπόλητη, τυλιγμένη σε λευκό διαφανές πέπλο, η αλλοπαρμένη από ανόσιο έρωτα Φαίδρα – Λυδία Κονιόρδου, αυτή τη φορά ξέφυγε από τα στερεότυπα που είχαμε παρακολουθήσει στο παρελθόν. Πολύ πιο «ανάλαφρη» από τραγικότατες ηρωίδες που κατά κόρον έχει ερμηνεύσει, κατάφερε να μεταλλαχθεί σε νεαρή απελπιστικά ερωτευμένη και σκληρά δοκιμασμένη, σε σημείο αρρώστιας και τρέλας, γυναίκα. Έξοχη με όλους τους τρόπους ήταν η Φανή Αποστολίδου ως θεά Άρτεμη. Μικροσκοπική, ευλύγιστη, χορευτική, αέρινη, ενθουσίασε πολλούς θυμίζοντας περισσότερο μια χαριτωμένη νεράιδα. Η δική της καίρια παρέμβαση βάζει τέλος στην πλάνη, στη θεϊκή συνομωσία, στην πατρική σκληρότητα και αποκαθιστά την τιμή του αδικοχαμένου γιου.

ΤΗΣ ΚΛΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΓΟΝΥ!
Ένα κεφάλαιο από μόνη της ήταν και φέτος η Κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη. Μια Τροφός απλή σε εμφάνιση και σκέψη, με τσαχπινιά στο βλέμμα όταν μαθαίνει για τον κρυφό έρωτα της κυράς της, με «ύπουλο» σχέδιο που προωθεί ώστε να πεισθεί ή ακόμη και να μαγευτεί το σκοτεινό αντικείμενο του πάθους που βιώνει η Φαίδρα. Μια Τροφός που λόγω του ειδικού θεατρικού βάρους και της τεράστιας εμπειρίας, αναδείχθηκε ατύπως ως η «πρωταγωνίστρια» της παράστασης και ως η «νικήτρια» στο χειροκρότημα των θεατών. Αναγνωρίζοντας την απήχηση αυτή, η Λυδία δε δίστασε να σπρώξει μαλακά δυο βήματα πιο μπροστά από τον υπόλοιπο θίασο τη Λήδα και να την «παραδώσει» στο κοινό, που την χειροκροτούσε όρθιο φωνάζοντας μπράβο.
Η Λήδα, γεννημένη στον Πειραιά το 1940, αριστεύσασα στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, απόφοιτος επαγγελματικής σχολής χορού, με δασκάλους τους Κουν – Χατζιδάκι – Τσαρούχη – Γιάννη Σιδέρη – Μάριο Πλωρίτη – Γιώργο και Ελένη Βακαλό, με το πόδι της να πατά θεατρικό σανίδι από το 1959, με έναν ατελείωτο κατάλογο παραστάσεων στο μακρύ βιογραφικό της, ιδρύτρια θιάσων και σταθερή συνεργάτης θεάτρων, με πέντε τουλάχιστον θεατρικά βραβεία στην κατοχή της, δε θα έπρεπε να υποκλίνεται στο κοινό. Κανονικά όλοι εμείς οι θεατές θα έπρεπε να υποκλινόμαστε στο μεγαλείο της και να την ευχαριστούμε για το ήθος της, τον επαγγελματισμό της, τη συνέπειά της, την απόλυτη ταύτιση με τους ρόλους της και για το γεγονός ότι παρά τη δόξα της παραμένει μια απλή Κυρία.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, η Λήδα Πρωτοψάλτη για μένα είναι πάντα μια Εκάβη. Είτε πρόκειται για την κυρά Εκάβη του Κώστα Ταχτσή, που κυριολεκτικά με καθήλωνε το 1995 στο κανάλι του ΑΝΤ1 όταν προβαλλόταν το «Τρίτο Στεφάνι». Είτε πρόκειται για την πολύπαθη βασίλισσα στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, που ανέβηκαν το 2009 από το ΚΘΒΕ και της έδωσαν για πρώτη φορά το «διαβατήριο» να ερμηνεύσει την Επίδαυρο. Για την Κυρία Πρωτοψάλτη όλα μου τα συγχαρητήρια, όλες μου οι ευχές, όλες μου οι ευχαριστίες και η διαβεβαίωση ότι ακόμη κι αν δεν προλαβαίνουμε να της το ομολογήσουμε σε πραγματικό χρόνο, τη σεβόμαστε, την εκτιμούμε και κυρίως την αγαπούμε για τη συνολική προσφορά της.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

=

Προηγούμενο άρθρο

Προετοιμάζονται οι κυνηγοί - Έναρξη της κυνηγετικής περιόδου στις 20 Αυγούστου

Επόμενο άρθρο

Προκαλεί καθυστέρηση ο ΟΑΕΕ, ετοιμάζονται κατασχέσεις