Dark Mode Light Mode
Παύλο Σταματόπουλο απέκτησε ο ΑΟΚ
Παρέα με την παιδούλα Ελένη Ράντου – Έφαγαν – ήπιαν – κάπνισαν – ενθουσιάστηκαν
Υπεραστικό & Αστικό ΚΤΕΛ - Σχετικά με την εξυπηρέτηση των κατοίκων του Παληού

Παρέα με την παιδούλα Ελένη Ράντου – Έφαγαν – ήπιαν – κάπνισαν – ενθουσιάστηκαν

Η Ελένη Ράντου είναι ένα πλάσμα χαρισματικό, ταλαντούχο, ζεστό κι άμεσο, ένα άτομο που μόλις το αντικρίσεις απέναντί σου το νιώθεις σα δικό σου άνθρωπο ίσως μάλιστα και «κατάδικό σου». Η Ελένη επίσης παραμένει ένα πλάσμα τόσο φρέσκο που σε κάνει ν’ απορείς. Λες και σύναψε συμφωνία με το χρόνο καταφέρνοντας να τον πείσει να την αφήσει ανέγγιχτη, παραμένοντας μια ξέγνοιαστη παιδούλα. Όλες αυτές οι διαπιστώσεις προκύπτουν από τη επαφή μαζί της τόσο στο πλαίσιο της συνεντεύξεως τύπου για την παράσταση «Κατάδικό σου» που φιλοξενήθηκε στο Κάστρο, όσο και στη διάρκεια παρακολούθησης του έργου όπου η Ελένη όχι μόνο συνυπέγραψε τη συγγραφή αλλά και διακρίθηκε με το Βραβείο Δραματουργίας Ελληνικού Έργου «Κάρολος Κουν» 2012.
Τις ίδιες διαπιστώσεις προφανώς έκανε και το κοινό που μπορεί να ατύχησε το βράδυ της Τρίτης λόγω του μπουρινιού, αλλά αποζημιώθηκε στο μέγιστο το βράδυ της Τετάρτης, μέσα στο κατάμεστο θέατρο του Κάστρου. Ο ενθουσιασμός των θεατών καθ’ όλη τη διάρκεια της δίωρης παράστασης ήταν εμφανέστατος, με τα χειροκροτήματα να επαναλαμβάνονται σχεδόν σε κάθε είσοδο κι έξοδο των πρωταγωνιστών. Ενώ η λήξη του έργου πυροδότησε τόσο την άμεση επαφή που έτσι κι αλλιώς υπήρχε, ώστε η Ελένη κατέβασε τους συναδέλφους της από τη σκηνή για να έρθει πιο κοντά στον κόσμο, με αποτέλεσμα οι μεν να χειροκροτούν τους δε ρυθμικά στους ήχους του τελευταίου μουσικού κομματικού.
Μόνο παρακολουθώντας την παράσταση μπορεί κάποιος να κατανοήσει για ποιο λόγο βραβεύθηκε το έργο και για ποιο λόγο επί τριετία παραμένει μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία για τα αθηναϊκά δεδομένα. Μπορεί η διαδικασία της περιοδείας να αποδείχθηκε κουραστική, όπως ομολόγησε η ίδια η Ελένη Ράντου, το κοινό όμως σίγουρα βγαίνει κερδισμένο από τη βόλτα του θεατρικού σχήματος στην περιφερειακή Ελλάδα. Όποιοι αποφάσισαν να ρισκάρουν το ενδεχόμενο νέας βροχόπτωσης και να ανεβούν στο Κάστρο τουλάχιστον το βράδυ της Τετάρτης, κέρδισαν σε πολλά επίπεδα.
Αρχικά κέρδισαν μια καλή βραδιά, ούτε αποπνικτικά ζεστή, αλλά ούτε και ενοχλητικά δροσερή. Έπειτα κέρδισαν δύο ατόφιες ώρες ψυχαγωγίας και αβίαστου γέλιου που με μαεστρία πρόσφερε ο θίασος. Επιπλέον, κέρδισαν το προνόμιο να απολαύσουν από κοντά τη φρέσκια Ελένη, που αν και πενηντάρα πλέον μοιάζει με αεικίνητη παιδούλα σφύζοντας από ζωντάνια. Κυρίως, ήρθαν αντιμέτωποι με το καθρέφτισμα κομματιών της δικής τους ζωής που σίγουρα θα ανίχνευσαν μέσα στο κείμενο της παράστασης. Η δε στιχομυθία που σημειώθηκε αμέσως μετά τη λήξη του δεκάλεπτου ενδιάμεσου διαλείμματος, πιστοποίησε ότι πράγματι το κοινό ταυτίστηκε με κάποιους ρόλους και θυμήθηκε προσωπικές του στιγμές.

Ο ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ;
Μάλλον αυτό είναι και το μυστικό της παράστασης «Κατάδικός μου». Τίτλος πολύ σοφά επιλεγμένος που ο γνώστης – θεατής πια της υποθέσεως μπορεί να «αποκωδικοποιήσει» ως «ο εντελώς δικός μου κατάδικος». Η υπόθεση του έργου αποτελεί ένα μωσαϊκό προσώπων, καταστάσεων, συναισθημάτων που βιώνει η σύγχρονη ελληνική κοινωνία στην καθημερινότητά της. «Ξένος» και «Φόβος» είναι οι δύο βασικές έννοιες που αναδύονται εντέχνως από το κείμενο και βρίσκουν ποικίλες εφαρμογές είτε σε κάθε ηθοποιό, είτε σε κάθε θεατή της πλατείας.
Μια κόρη που είναι «ξένη» για τον άρρωστο από αλτσχάιμερ πατέρα, ένα ζευγάρι που έχει καταντήσει «ξένο» μεταξύ του ύστερα από 16 χρόνια συνύπαρξης, ένας «ξένος» Ιρανός μετανάστης που διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στις ζωές όλων, ένας επίσης «ξένος» μαφιόζος – μετανάστης στον οποίον εύκολα οι ντόπιοι αρέσκονται να φορτώνουν την αλητεία του σύγχρονου υπόκοσμου. Αλλά και μια «φοβισμένη» σύζυγος που φτάνει στο σημείο να τρομοκρατεί τον άντρα της προκειμένου να τον αναγκάσει να επιστρέψει στη συζυγική εστία, ένας «φοβισμένος» πρώην πρωταθλητής που τρέμει τις συνέπειες της τροχαίας ανομίας την οποία διέπραξε, ένας «φοβισμένος» μετανάστης που γίνεται σύγχρονος «σκλάβος» στα χέρια του μαφιόζου προκειμένου να μπορέσει να φέρει στην Ελλάδα την αδελφή του.
Τον καμβά των τριών βασικών χαρακτήρων συμπληρώνουν ο ξεκουτιασμένος ηλικιωμένος πατέρας και ο εγχειρισμένος (με 7, ή 17, ή 27, ή 37 ράμματα) κολλητός του συζύγου. Η δε ατάκες που μένουν χαραγμένες στο μυαλό κάθε θεατή είναι πως: «Δεν πατάμε τους ανθρώπους μίστερ… μπροστά σου θα το βρεις», κυριολεκτικά και μεταφορικά, ή ότι: «Όλοι οι άνθρωποι βλέπουν το ίδιο ακριβώς φεγγάρι». Οι σατανικές συμπτώσεις που σταδιακά ξεπηδούν από το κείμενο δίνουν τη γλυκιά αίσθηση των παλιών, καλών ελληνικών κωμωδιών, θα μπορούσαν όμως να συμβαίνουν ακόμη και σήμερα στο γείτονα ή σ’ εμάς προσωπικά. Το τέλος στέκεται απρόβλεπτο, όταν όμως το σκεφτείς προσεκτικά αντιλαμβάνεσαι πως μόνο έτσι θα μπορούσαν να λήξουν όλα, λες και είναι μια φυσική εξέλιξη στην οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια κάθε επιμέρους σκηνή.

ΓΡΑΝΑΖΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΟΚΟΥΡΔΙΣΜΕΝΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ
Ειδική μνεία επιβάλλεται για το ομολογουμένως ογκώδες σκηνικό της παράστασης, που επιμελήθηκε η Μαγιού Τρικεριώτη και το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες δε χωρούσε από τις πόρτες οπότε αναγκαστικά μεταφέρθηκε με σκοινιά πάνω από τις επάλξεις του Κάστρου. Ειδικής μνείας όμως χρήζει και η μουσική επιμέλεια του Κώστα Ζήκου, που περιελάμβανε πολλά «ξεσηκωτικά» κομμάτια και μπόλικες συνθέσεις του Γκόραν Μπρέγκοβιτς.
Καθένας εκ των έξι ηθοποιών της παραστάσεως, προφανώς λόγω της τριετούς τριβής του, κατέχει άριστα το ρόλο και συμπληρώνει επιτυχώς τους υπολοίπους. Καθένας από αυτούς επίσης, διακρίνεται στο καθήκον που έχει αναλάβει επάξια, ως γρανάζι μιας καλοκουρδισμένης μηχανής. Για την Ελένη Ράντου, κανείς δε θα είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα πρόσφερε ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας και γέλιου, κινούμενη διαρκώς και παντού. Πρόκειται για τη «φυσική σταθερά» ενός έργου το οποίο «γέννησε» προσωπικά με τη συνεργασία της Σάρας Γανωτή και του Νίκου Σταυρακούδη.
Το δικό του ρεσιτάλ όμως έδωσε ο μαστουρωμένος, φαινομενικά ελεύθερος, βαθιά όμως φοβισμένος, αναπαυμένος στις δάφνες του ένδοξου αθλητικού παρελθόντος, ψιλοφαλοκράτης και σχεδόν δύο φορές δολοφόνος σύζυγος Πυγμαλίων Δαδακαρίδης. Εξαιρετικός στον απαιτητικό ρόλο του Ιρανού μετανάστη που παραλίγο να γίνει θύμα της ασφάλτου, ενώ είναι ήδη «θύμα» της καταγωγής και της ζωής του, στάθηκε ο Ορφέας Αυγουστίδης ερμηνεύοντας τα λόγια του σε σπαστά ελληνικά. Υπέροχος ως ηλικιωμένος καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και φευγάτος λόγω άνοιας αποδείχθηκε ο Μπάμπης Γιωτόπουλος, που ελέω προσωπικής εμπειρίας μου θύμιζε διαρκώς την αείμνηστη – αγαπημένη – συνονόματη γιαγιά μου. Πειστικότατος ήταν ως Ρώσος μαφιόζος – έμπορος ιρανικής σαρκός – έμπορος ναρκωτικών – έμπορος όπλων ο Δημήτρης Καπετανάκος, σε σημείο που κάποιοι να αναρωτηθούν για την πραγματική καταγωγή του. Σπαρταριστός παρέμεινε κατά τα περάσματά του από τη σκηνή ο εγχειρισμένος στην καρδιά, προμηθευτής των μπάφων, φανατικός θαυμαστής των U2 και χύμα τύπος Μιχάλης Ιατρόπουλος. Τελικό συμπέρασμα; Και οι έξι ήταν υπέροχοι.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Στην αγαπημένη Ελένη Ράντου που δε διέψευσε τις προσδοκίες μας, που μας χάρισε τη ζεστασιά της, που μας πρόσφερε το τόσο απαραίτητο πλέον γέλιο, που ενθουσιάστηκε με την αντίδραση του κοινού και το χειροκρότησε θερμά. Στην αγαπημένη Ελένη που προφανώς δοκιμάστηκε από τη βροχερή ατυχία της Τρίτης χωρίς όμως να χάσει το κέφι της, που επί ώρα πριν την έναρξη πηγαινοερχόταν μπρος και πίσω από τη σκηνή με καταφανέστατη αγωνία, καπνίζοντας διαρκώς και εποπτεύοντας την παραμικρή λεπτομέρεια. Στην αγαπημένη Ελένη που είναι και ο αποκλειστικός λόγος για τον οποίον ανεχόμαστε να βλέπουμε και να ξαναβλέπουμε και να ξαναβλέπουμε…. τις μεσημβρινές επαναλήψεις των τηλεοπτικών σειρών όπου συμμετείχε.
«Αχ, Ελένη», που με το γιαουρτοσκόρδιο εκτελούσες διαρκώς την Κατακουζίνα, «Τι ψυχή θα παραδώσεις» όταν είσαι «Σαββατογεννημένη» και τόσο προικισμένη από τη φύση ως υπέροχη «Εργαζόμενη Γυναίκα»; Να το ξέρεις ότι το κοινό κυριολεκτικά «Πεθαίνει για σένα»!
Τους χαιρετισμούς μου και στο «τηλεοπτικό – συναυλιακό» κοινό της Τετάρτης, που δέχθηκε να καθίσει ακόμη και κατάχαμα πληρώνοντας εισιτήριο, που κουβάλησε στις ξύλινες κερκίδες πατατάκια – γαριδάκια – τοστ – σπόρια – μπύρες – αναψυκτικά, που κάπνισε επειδή βρισκόταν σε υπαίθριο χώρο έστω κι αν το Κάστρο είναι μνημείο, που γέλασε εκκωφαντικά με τη ψυχή του και χειροκρότησε επίσης με τη ψυχή του διαρκώς σε κάθε σκηνή και που ομολογουμένως το κατευχαριστήθηκε. Χαλάλι του, γιατί η ζωή μας πλέον δε βγαίνει χωρίς μικρές έστω δόσεις γέλιου.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

Προηγούμενο άρθρο

Παύλο Σταματόπουλο απέκτησε ο ΑΟΚ

Επόμενο άρθρο

Υπεραστικό & Αστικό ΚΤΕΛ - Σχετικά με την εξυπηρέτηση των κατοίκων του Παληού