Dark Mode Light Mode
Πότε κοντά πότε μακριά, πότε σε χάνω ... (7 και σήμερα )
Παύλος Σταυρόπουλος: «Στη δουλειά μας έχουμε μάθει να κάνουμε τον Οδυσσέα.»
Οριστικά 7 Ιούνη τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου

Παύλος Σταυρόπουλος: «Στη δουλειά μας έχουμε μάθει να κάνουμε τον Οδυσσέα.»

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΘΟΔΩΡΟ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ

Λαμπρή πορεία πραγματοποιεί για τρίτη εβδομάδα στην Αθήνα η παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας με το έργο «Δάφνες και πικροδάφνες» των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Αφού διένυσε τις προγραμματισμένες δύο εβδομάδες παραστάσεων στο θέατρο «Θησείον» της πρωτεύουσας και λόγω της μεγάλης προσέλευσης αλλά και των εγκωμιαστικών κριτικών που έλαβε, δόθηκε μία παράταση για τέσσερις επιπλέον παραστάσεις οι οποίες ολοκληρώνονται σήμερα και αύριο.
Ο Παύλος Σταυρόπουλος ενσαρκώνει έναν από τους τέσσερις ανδρικούς ρόλους του έργου με πολύ μεγάλη επιτυχία –όπως κατά γενική ομολογία, και οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του (Ανδρέας Τσιαπτσιάδης, Αλέξανδρος Καλπακίδης και Δημήτρης Κοντός)- και μιλά σήμερα στην «Πρωϊνή» σε μια εκ βαθέων συνέντευξη που μας παραχώρησε τηλεφωνικά.
Ο Παύλος είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, ένας άνθρωπος με βαθειά καλλιέργεια και παιδεία και όπως λέει κι ο Θοδωρής Γκόνης, και με εξαιρετικό ταλέντο.
Μας μίλησε και για την παράσταση και το όμορφο ταξίδι που κάνει ενσαρκώνοντας τον Αλέκο, για τη σχέση του και τη δουλειά του με τον Γκόνη, για τα μελλοντικά του σχέδια αλλά και για την ανάγκη να κάνει καμιά φορά τον Οδυσσέα και να δένεται στο κατάρτι για να μην τον πλανέψουν και τον παρασύρουν οι Σειρήνες.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ερ.: Τι είναι οι «Δάφνες και πικροδάφνες» σαν έργο, σαν κείμενο;
Απ.: Οι «Δάφνες και πικροδάφνες» είναι έργο ενός συγγραφικού διδύμου το οποίο αποτελεί διαχρονικά πλέον κεφάλαιο για το νεοελληνικό θέατρο, των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά. Σαν έργο, σαν κείμενο δεν είναι διόλου τυχαίο ότι συνομιλεί διαχρονικά με την ελληνική πραγματικότητα και ως εκ τούτου, με το κοινό. Το χαρακτηρίζουμε ως «πολιτική κωμωδία», θα μπορούσαμε όμως, κατά τη γνώμη μου, να το χαρακτηρίσουμε και ως το πολιτικό μας πορτρέτο, αφού σ’ αυτό διαπιστώνουμε την κοινωνική μας τραγικότητα, μία τραγικότητα η οποία αριστοτεχνικά αποδίδεται μέσα από κωμικές, κατά τα άλλα, καταστάσεις.

Ερ.: Τι εκπροσωπεί και τι κομίζει στο δραματολόγιο του νεοελληνικού θεάτρου;
Απ.: Στο δραματολόγιο του νεοελληνικού θεάτρου ένα τέτοιο έργο βεβαιώνει την αξία του μέσα από την ίδια τη διάρκειά του και έτσι καλλιτεχνικά δικαιώνεται. Μέσα από αυτό, παράλληλα, δικαιώνεται και η τέχνη του θεάτρου, αφού σε διαφορετικές χρονικά εποχές αντλεί ξανά από το έργο, προστρέχει σ’ αυτό για να επανεξετάσει ζητήματα που είναι προφανές το πόσο ακόμη μας «καίνε» και μας απασχολούν εξίσου με την εποχή που γράφτηκε.

Ερ.: Μπορεί ένα έργο που γράφτηκε πριν 40 χρόνια για την τότε ελληνική πραγματικότητα, να εξακολουθεί και σήμερα να διατηρεί την φρεσκάδα του;
Απ.: Ναι. Όταν το περιεχόμενό του σαφώς συνεχίζει να μας αφορά και όταν η δραματουργική του επεξεργασία γίνεται με την φρεσκάδα που επιτάσσουν οι καιροί.

Ερ.: Με ποια ματιά αντιμετώπισε ο σκηνοθέτης το έργο; Τι νέο, τι διαφορετικό φέρνει αυτή η ματιά;
Απ.: Θεωρώ ότι η σκηνοθετική ματιά είναι αυτή ακριβώς που θα καταφέρει να πάρει την κλασική αξία, διότι περί ενός τέτοιου έργου ομιλούμε, και να την φέρει στο τώρα για να συνομιλήσει με τον κόσμο υπό μία άλλη οπτική, καινούργια. Είναι αυτή που θα μας στείλει το προσκλητήριο σε μια «γιορτή» που γνωρίζουμε μεν ότι ξανάγινε, είμαστε όμως σίγουροι ότι και αυτήν τη φορά θα έχει κάτι νέο να μας πει. Και αυτό πιστεύω ότι ίσχυσε στην περίπτωσή μας, στη συνεργασία μας με τον Θοδωρή Γκόνη. Μπορεί οι χαρακτήρες του τότε, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν πριν σαράντα χρόνια, να βρίσκονται ακόμη ολοζώντανοι ανάμεσά μας; Απαντήσαμε και στο γιατί και στο πώς και κυρίως, τι σημασία έχει εξαρχής ένα τέτοιο ερώτημα.

Ερ.: Προσωπικά εσύ πώς «βιώνεις» τη συμμετοχή σου σ’ αυτήν την παράσταση (σαν ηθοποιός) αλλά και σαν «ταξιδιώτης» στην διαδρομή που έχει κάνει μέχρι τώρα;
Απ.: Κάθε παράσταση είναι το δικό της «ταξίδι». Θα σε πάει αλλού και αν σταθείς τυχερός, όπως στην περίπτωσή μας, και γεωγραφικά, σε Κωνσταντινούπολη, Αλεξανδρούπολη, Κοζάνη, Αθήνα, θα σε «ταξιδέψει» με τον ρόλο, θα σε βάλει σε νέες περιπέτειες και θα σε προκαλέσει να βιώσεις την θεατρική σκηνή ως ένας καινούργιος άλλος. Το ίδιο μου συνέβη και στις «Δάφνες και πικροδάφνες». Είναι η πορεία μας στα πράγματα που μας πάει μπροστά στη διαδρομή μας και αυτή έχει πάντοτε πολλά να σου αφήσει, σπουδαίες αποσκευές και γνώση και για το κάθε επόμενο.

Ερ.: Εσύ έχεις μια αξιοπρόσεκτη πορεία στο χώρο του θεάτρου. Θα μπορούσες να πεις ότι η συμμετοχή σου σ’ αυτήν την παράσταση είναι ένας σημαντικός σταθμός; Ναι ή όχι και γιατί;
Απ.: Θα αφήσω τον… Αλέκο (Σ.Σ. ο ρόλος που υποδύεται στο έργο) να απαντήσει! Άρα, ναι και μόλις φανέρωσα έναν λόγο!

Ερ.: Πως είναι η δουλειά με τον Γκόνη; Πες μας τις παραξενιές του, τις εμμονές του, τον τρόπο που αντιμετωπίζει και δουλεύει με τους ηθοποιούς;
Απ.: Η συνεργασία με τον Θοδωρή σου αφήνει πράγματα. Όσο για τις παραξενιές και τις εμμονές του καθενός μας είναι και αυτές κομμάτι του παιχνιδιού, είναι το προσωπικό μας ιδίωμα στα πράγματα και ειδικά στην τέχνη, είναι και αυτό δίχως το οποίο θα στερούμασταν όλοι το προσωπικό μας στίγμα. Στον απολογισμό, είναι ο κοινός προορισμός μας το ζητούμενο και αυτός είναι η τέχνη του θεάτρου να μας προχωράει και να μας εξελίσσει.

Ερ.: Πως εξηγείς την μεγάλη επιτυχία που σημειώνουν οι παραστάσεις στην Αθήνα αλλά και τις εγκωμιαστικές κριτικές που εισπράττει από μεγάλες εφημερίδες και sites της πρωτεύουσας όπως και πολύ θετικά σχόλια από ανθρώπους του θεάτρου και γενικότερα της τέχνης;
Απ.: Η επιτυχία κονταροχτυπιέται πάντα με τον αστάθμητο παράγοντα. Ωστόσο, ένας παράγοντας που παραμένει αναλλοίωτος στο χρόνο είναι ο κόπος και ο σεβασμός στα πράγματα. Όταν αυτά τα δύο είναι αδιαπραγμάτευτα, ο κόσμος το εισπράττει αυτό, το αντιλαμβάνεται και εν τέλει, ναι, ευτυχώς το επιβεβαιώνει με την ανταπόκρισή του.

Ερ.: Πως κρίνεις ότι κάποιοι εδώ στην Καβάλα δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την επιτυχία αλλά και δεν επιθυμούσαν την παράταση των παραστάσεων;
Απ.: Στη δουλειά μας έχουμε μάθει να κάνουμε τον Οδυσσέα. Δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό και έπειτα, δενόμαστε στο κατάρτι. Εμείς είμαστε επάνω στη σκηνή. Στο βάθος κάποιος μπορεί να γράφει μηνύματα στο κινητό του, πόρτες να ανοιγοκλείνουν και πόδια να κοπανάνε τα βήματά τους στο διάδρομο, συζητήσεις που σχεδόν φτάνουν στα αυτιά μας. Δεν βλέπουμε, δεν ακούμε πέρα από αυτό που είμαστε, πέρα από αυτό ως το οποίο υπάρχουμε εκείνη τη στιγμή. Εμείς συνεχίζουμε επάνω στη σκηνή.

Ερ.: Η συνεργασία σου στο «Δάφνες και πικροδάφνες» είναι η δεύτερη με το Θοδωρή Γκόνη. Πέρσι με την «Οδύνη των ανέργων» φτάσατε μέχρι και το Φεστιβάλ Αθηνών. Θέλω να μας πεις πως είναι αυτή η συνεργασία, τι άνθρωπος και τι καλλιτέχνης είναι ο Γκόνης; Νιώθεις ότι σε βοήθησε σαν ηθοποιό να εξελιχθείς; Και τελικά αποτελεί κεφάλαιο για το ΔΗΠΕΘΕ και την πόλη γενικότερα;
Απ.: Στην τέχνη του θεάτρου μιλάει η δουλειά και αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Θοδωρή. Ίσως σε εμάς ισχύει ένα παράδοξο, ότι πολλές φορές αυτό γίνεται αντιληπτό εκ των υστέρων, στην απουσία του πια, όταν εκλείψει και το αναζητήσουμε, όταν αντιληφθούμε αν στη θέση του βρήκαμε το ανάλογο, το περισσότερο ή το λιγότερο. Όλοι κρινόμαστε, άλλωστε, εκ του αποτελέσματος και θεωρώ ότι αυτό έχει ήδη μιλήσει.

Ερ.: Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σου σχέδια για το προσεχές μέλλον αλλά και ποιο είναι γενικότερα το όραμά σου στο χώρο που δρας και δημιουργείς;
Απ.: Πρόσφατα, παρουσιάσαμε ως «Σοφίτα BLOG Καλλιτεχνών» το «Ριμάζοντας» της Λυδίας Ελιόγλου, μαζί και με τη Ναταλία – Άννα Βασιλέκα, με τις οποίες συνεργαζόμαστε σε τακτική βάση, όπου ανέλαβα και τη σκηνοθεσία. Ήταν κι αυτό ένα διαφορετικό ταξίδι, με αφετηρία του το «Μικρό Παρίσι των Αθηνών» τον περσινό Οκτώβριο και σταθμό του την Καβάλα. Ωστόσο, παρά το ότι νιώσαμε υπερήφανοι για το αποτέλεσμα και την ανταπόκριση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως προς τη στήριξη που είχαμε για τον χώρο όπου παρουσιάστηκε, το «Καπνομάγαζο», η παράσταση αδικήθηκε από άποψη χρόνου. Πολύς κόσμος δεν πρόλαβε να την ακούσει, με αποτέλεσμα να ρωτάει αν και πότε θα ξαναγίνει. Το είδαμε, όμως κι αυτό ως προς τη θετική του πλευρά. Έτσι, στα άμεσα σχέδιά μου και της ομάδας είναι η πορεία του να συνεχιστεί. Η διάθεση υπάρχει εκ μέρους μας, καθώς και το αίτημα από άποψης κόσμου τόσο εντός, όσο και εκτός Καβάλας. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν και άλλα καλλιτεχνικά σχέδια, προγραμματισμένα ήδη και προσεχώς ανακοινώσιμα, με κυριότερο από όλα για μένα το να εκπλαγώ και εγώ ο ίδιος από όσα θα προκύψουν στο μέλλον. Όλα αυτά συνοψίζονται στο βασικό μου όραμα να μην κουράσω ποτέ το κοινό με τις επιλογές μου, αλλά και να μην κουραστώ ποτέ, να μη βαρεθώ πρωτίστως εγώ από αυτές.

Ερ.: Η κρίση επηρεάζει και πως την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και τους ανθρώπους του θεάτρου και της τέχνης γενικότερα;
Απ.: Η κρίση επηρεάζει στον βαθμό του έχειν, αν και στο θέατρο ποτέ δεν υπήρχαν «πολλά για τους πολλούς», αλλά σίγουρα δεν επηρεάζει στον βαθμό της επιθυμίας η καλλιτεχνική δημιουργία να συνεχίζεται με ό, τι έχει και όπως μπορεί. Αυτό που σίγουρα κάνει είναι να μας καλεί να ξεπεράσουμε τα τυχόν δεδομένα μας, ακόμη και το αυτονόητο καμιά φορά, τα «βασικά μας», όπως τα λέμε. Ακόμη και αυτά καλούμαστε να τα παρακάμψουμε και να πάρουμε μεγαλύτερα ρίσκα, πιο ζόρικες αποφάσεις, προκειμένου να παραμένουμε σε κίνηση και να μην αφεθούμε στα λιμνάζοντα νερά της.

Προηγούμενο άρθρο

Πότε κοντά πότε μακριά, πότε σε χάνω ... (7 και σήμερα )

Επόμενο άρθρο

Οριστικά 7 Ιούνη τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου