Τη διαφορετικότητα της παραστάσεως του Εθνικού την ένιωσαν οι θεατές το βράδυ του Σαββάτου, αμέσως μόλις εισήρθαν στο θέατρο. Αφού βρήκαν τους ηθοποιούς του «Περικλή» να τους υποδέχονται, να τους καλωσορίζουν, να αστειεύονται μαζί τους, ακόμη και να τους «μαλώνουν» με χιουμοριστική διάθεση. Εδώ που τα λέμε δεν είναι και συνηθισμένη συνθήκη να έχει το κοινό τη δυνατότητα συνομιλίας με τον Γιάννη Βογιατζή, τον Δημήτρη Πιατά, τον Μηνά Χατζησάββα… Σεβαστός ο πρώτος ξάφνιαζε ευχάριστα τους θεατές με την ευγενική υποδοχή του, οικείος και χιουμορίστας ο δεύτερος, σαν στο σπίτι του ο τρίτος, μιας και ο Μηνάς Χατζησάββας επισκέφθηκε διπλή φορά το φετινό φεστιβάλ.
Η επιλογή του κειμένου που φέρει την υπογραφή του Σαίξπηρ έγινε από τον Γιάννη Χουβαρδά με γνώμονα το γεγονός ότι η παράσταση συμμετείχε τον Απρίλιο του 2012 σε ένα μεγάλο φεστιβάλ το οποίο διοργάνωσε το θέατρο Globe του Λονδίνου κι όπου παρουσιάστηκε το σύνολο των έργων του Σαίξπηρ, το καθένα σε διαφορετική γλώσσα. Μπορεί για το αγγλικό κοινό ο συγγραφέας να διαθέτει τη δική του βαρύτητα, ωστόσο για τους Έλληνες δεν είναι ένα από τα must, ειδικά όταν ο δικός μας πολιτισμός διαθέτει ανυπέρβλητους κλασικούς συγγραφείς.
Το συγκεκριμένο κείμενο μόνο ως παραμύθι θα μπορούσε κάποιος να το εκλάβει, ενδιαφέρον μεν αφού ταξιδεύει μαζί με τον κεντρικό ήρωας σε περιοχές της Μεσογείου, αλλά κι αρκούντως κουραστικό στην εξέλιξή του μιας και η χρονική διάρκεια της παράστασης άγγιξε τις 2,5 ώρες. Τις δύο αυτές αδυναμίες, κειμένου και διάρκειας, εξισορρόπησαν πλήθος άλλων στοιχείων τα οποία άφησαν την εντύπωση μιας έξοχης παραγωγής. Βασικό θετικό στοιχείο στάθηκε η έξυπνη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, που χρησιμοποίησε τους ηθοποιούς και τα κουστούμια ως «ζωντανά» σκηνικά για την παράσταση.
Μπορεί δηλαδή τα κοστούμια να ήταν εκ πρώτης όψεως από τα πλέον κακόγουστα που χρησιμοποιήθηκαν σε θεατρική παράσταση, παρόλα αυτά φορώντας ή βγάζοντάς τα οι ηθοποιοί διευκρίνιζαν τις αλλαγές των περιοχών και των πολλαπλών τους ρόλων. Ο 12μελης θίασος στο σύνολό του ήταν καλός, με ορισμένες παρουσίες να στέκονται στην κορυφή. Η Λυδία Φωτοπούλου και ο Μηνάς Χατζησάββας απέδωσαν τα αναμενόμενα, δηλαδή τα καλύτερα όπως μας έχουν συνηθίσει χρόνια τώρα. Εξαιρετικός ο κεντρικός ήρωας Χρήστος Λούλης, αλλά και ο Δημήτρης Πιατάς που ανέλαβε χρέη παραμυθά – αφηγητή.
Τις εντυπώσεις με τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης φιγούρας έκλεψε ο Μανώλης Μαυρομματάκης, που ωστόσο διατύπωσε το παράπονό του αφού ο κόσμος τον αναγνωρίζει λόγω της διαφημιστικής «ερμηνείας» του «ομορφάντρα» κι όχι εξαιτίας της θεατρικής του πορείας. Καλή στάθηκε η Στεφανία Γουλιώτη, «άχρωμη» από την άλλη προέκυψε η Μαρία Σκουλά, ως κόρη και ως σύζυγος του Περικλή αντίστοιχα. Ισορροπημένες και θετικές μπορούν να θεωρηθούν και οι αποδόσεις των υπολοίπων τεσσάρων ηθοποιών, Κώστα Βασαρδάνη, Γιώργου Γλάστρα, Γιώργου Κοτανίδη και Βασίλη Παπαγεωργίου.
Τα εύσημα θα πρέπει και φέτος να αποδοθούν στον Γιάννη Βογιατζή, αφού μετά την περσινή του συμμετοχή στον «Ηρακλή Μαινόμενο» του Εθνικού και την ακόμη μεγαλύτερη σε χρόνο και κείμενο φετινή του παρουσία, αφήνει έκπληκτο το κοινό. Τα 85 του χρόνια δεν απέχουν πολύ από την ηλικία της Ζωζώς Σαπουντζάκη, η οποία λόγω συμμετοχής της στην παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» έγινε φέτος θέμα θαυμασμού και συζητήσεων από όλους. Ας είμαστε λοιπόν δίκαιοι με τη «διανομή» του θαυμασμού μας ανεξαρτήτως φύλλων.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ