Παρακολουθώ με οργή τις εθνικιστικές υλακές και το φαρισαϊκό παραλήρημα πολιτικών, δημοσιογράφων και διαφόρων άλλων ανευθυνοϋπεύθυνων σχετικά με τις απόψεις που εκφράζει κατά καιρούς (ή της αποδίδουν ότι εκφράζει) η ιστορικός και βουλευτής της ΔΗΜΑΡ Μαρία Ρεπούση.
Άνθρωποι που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να πουλήσουν και την ψυχή τους στο διάβολο για το ατομικό τους συμφέρον, καμώνονται τάχα τους υπερευαίσθητους πατριώτες και με περισσή υποκρισία καταδικάζουν την Ρεπούση για τις όποιες επιστημονικές απόψεις εκφράζει.
Αν λοιπόν θα έπρεπε να ρίξουμε στην πυρά έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο σαν την Μαρία Ρεπούση τότε τι θα έπρεπε να κάνουμε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο;
Θα μου πείτε «τι έκανε ο Βενιζέλος, ο μεγάλος εθνικός ηγέτης που διπλασίασε την Ελλάδα και την έκανε ευρωπαϊκή χώρα με νόμους και θεσμούς που υπάρχουν ακόμη και σήμερα;»
Διαβάστε λοιπόν:
Στις αρχές του 1915, ο πρωθυπουργός, τότε, της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, με τρία συνεχόμενα εντός 40 περίπου ημερών υπομνήματά του προς τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, επιδίωξε με αφόρητα πιεστικό τρόπο, να πείσει τον ανώτατο άρχοντα της χώρας να συναινέσει ώστε η Ελλάς να παραχωρήσει στη Βουλγαρία την Καβάλα και τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας (Δράμα και Χρυσούπολη) με αντάλλαγμα αφενός η γειτονική μας χώρα να κρατήσει μια ευμενή προς την Αντάντ ουδετερότητα ή ακόμα καλύτερα να προσχωρήσει στην πλευρά της Αντάντ, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε στο μεταξύ ξεσπάσει λίγους μήνες νωρίτερα, και αφετέρου και το σπουδαιότερο να γίνουν προς στην Ελλάδα εδαφικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία πολύ μεγαλύτερες (με βάση υποσχέσεις που πήρε ο Βενιζέλος από την Αγγλία), μετά το τέλος του πολέμου εκείνου και εφόσον φυσικά νικήτριες θα ήταν οι δυνάμεις της Αντάντ.
Στο πρώτο του υπόμνημα προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο στις 11 Ιανουαρίου 1915 γράφει ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
«…Αλλ’ αν αι παραχωρήσεις αύται δεν ήρκουν όπως προσελκυσθή η Βουλγαρία προς σύμπραξιν μετά των παλαιών αυτής συμμάχων ή τουλάχιστον προς τήρησιν ευμενούς απέναντι αυτών ουδετερότητος, δεν θα εδίσταζα, όσον οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθή ο εν Τουρκία Ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος, περιλαμβανούσης πάσας σχεδόν τας χώρας, εις τας οποίας ο Ελληνισμός έδρασε κατά την μακραίωνα αυτού ιστορίαν…»
Στις 17 Ιανουαρίου, τέσσερις δηλαδή μέρες αργότερα ο Βενιζέλος υποβάλλει δεύτερο υπόμνημα στο Βασιλιά επιμένοντας φορτικά για την παραχώρηση της Καβάλας:
«…Η παραχώρησις της Καβάλας είναι βεβαίως θυσία οδυνηροτάτη, αισθάνομαι δε αίσθημα βαθυτάτου ψυχικού άλγους εισηγούμενος αυτήν. Αλλά δεν διστάζω να την προτείνω, ευθύς ως λάβω υπ’ όψιν τινα εθνικά ανταλλάγματα πρόκειται να εξασφαλισθώσι δια της θυσίας ταύτης. Έχω το αίσθημα ότι αι παραχωρήσεις εν Μικρά Ασία, ων εισηγητής εγένετο ο σερ Εδουαρδ Γκρευ, δύνανται, αν μάλιστα υποβληθώμεν εις θυσίας προς την Βουλγαρίαν, να λάβωσιν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων πολέμων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγώτερον πλουσία Ελλάς.
Ήταν λοιπόν έτοιμος ο αγγλόφιλος Βενιζέλος και πίεσε ασφυκτικά τον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο να συναινέσει ώστε να παραχωρήσει την Καβάλα στους Βούλγαρους για να ικανοποιηθεί ο, καταστροφικός όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, μεγαλοϊδεατισμός του να επεκταθεί η Ελλάδα και στις ακτές της Ιωνίας.
Δεν ξέρω βέβαια αν ο μεγάλος αυτός εθνικός ηγέτης θα μπορούσε με την ίδια ευκολία που ήθελε να παραχωρήσει την Καβάλα στους Βούλγαρους, να το κάνει και για την Κρήτη ή την ιδιαίτερη πατρίδα του τα Χανιά. Όχι βέβαια.
Τον Ελευθέριο Βενιζέλο λοιπόν του οποίου οι αντεθνικές ενέργειες στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύονται με ντοκουμέντα και χωρίς καμιά αμφισβήτηση, του κάνουμε αγάλματα, ονοματοδοτούμε δρόμους και αεροδρόμια και γενικά τον θεωρούμε τον μεγαλύτερο πολιτικό άνδρα που γέννησε ο τόπος μας.
Αυτόν δηλαδή που όχι μόνον χωρίς καμιά αναστολή αλλά και με φοβερή και ασφυκτική πίεση προς τον τότε βασιλιά επεχείρησε να πουλήσει τον τόπο μας, την Καβάλα μας (μαζί με τη Δράμα και τη Χρυσούπολη) στους Βούλγαρους τον τιμούμε ενώ από την άλλη καταδικάζουμε στο πυρ το εξώτερον την Μαρία Ρεπούση που επιχειρεί να καταγράψει με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα την ιστορία.
Μπράβο μας λοιπόν. Έχουμε αυτό που μας αξίζει σε όλα τα επίπεδα.
Θ. Θεοδωρίδης