«Καλύτερα ένα άθλιο τέλος παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος», είπε ο Καρλ Μαρξ κι αυτό ακριβώς περίμενα το βράδυ της Κυριακής καθισμένη στο βράχο του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων. Να έρθει έστω κι ένα άθλιο τέλος προκειμένου να ολοκληρωθεί η αθλιότητα δίχως τέλος που μας σερβίρισε το Εθνικό Θέατρο με την παράσταση «Κύκλωψ». Λυπήθηκα πολύ, διότι επί σειρά φεστιβαλικών καλοκαιριών εκείνα που εναγωνίως αναμέναμε ώστε να απολαύσουμε ποιοτικές παραγωγές και ρεσιτάλ ερμηνειών, ήταν οι παραγωγές του πρώτου κρατικού θεατρικού οργανισμού της χώρας. Με υψηλούς προϋπολογισμούς στο ταμείο και με τη δυνατότητα επιλογής της dram team των καλύτερων ηθοποιών, το Εθνικό αποτέλεσε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο την κορυφή που δύσκολα οι υπόλοιποι φορείς μπορούσαν να προσεγγίσουν.
Χρειάστηκε μία και μόνη παράσταση για να ανατραπούν τα πρότερα δεδομένα και το κοινό να βρεθεί αντιμέτωπο με ένα θέαμα που το οδήγησε στα όρια της φρίκης. Εάν δε σεβόμουν το Νίκο Καραθάνο και εάν δεν τον είχα απολαύσει σε εξαιρετικές προηγούμενες ερμηνείες του, θα είχα πηδήξει από το βράχο και θα είχα εγκαταλείψει νωρίς το κοίλο. Την ίδια επιλογή εξάλλου ακολούθησαν πολλοί θεατές, οι οποίοι ακροπατώντας την έκαναν «με ελαφρά πηδηματάκια» από το μέσο κιόλας της παραστάσεως. Μιας παραστάσεως που αν και βασίστηκε σε ένα περιορισμένο χρονικά σατιρικό δράμα του Ευριπίδη που σπανίως ανεβαίνει αυτόνομα, ωστόσο ταλαιπώρησε τους περίπου 1.000 θεατές επί 105 λεπτά.
ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ;
Κατόπιν του θεατρικού σοκ που υπέστην, αναζήτησα τις κριτικές από την εμφάνιση της παραστάσεως στην Επίδαυρο και «μπλόκαρα» ακόμη περισσότερο. Απέμεινα να αναρωτιέμαι εάν εγώ παρακολούθησα διαφορετική παράσταση, εάν εγώ διαθέτω περιορισμένη νοημοσύνη και δεν αντιλήφθηκα την ευφυή σκηνοθετική προσέγγιση, ή εάν τελικά ισχύει το ράδιο αρβύλα που κάνει λόγο για «πληρωμένα» δημοσιεύματα. Είναι δυνατόν, αναρωτήθηκα, εγώ να παρακαλώ για το τέλος του έργου και κάποιοι άλλοι να έχουν γράψει κριτικές με τίτλους όπως «Ένας Κύκλωπας διασκεδαστικός, λαϊκός και φιλοσοφικός» και «Ο Κύκλωπας είχε κέφια…»; Τελικά αποφάνθηκα ότι μάλλον διαφορετική αισθητική επικρατεί στο κοινό της Επιδαύρου και διαφορετική στο κοινό των Φιλίππων, αφού αρκετές από τις απόψεις που άκουσα συμφωνούσαν με τη δική μου αρνητική θέση.
Καταρχήν, ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου προσέθεσε μια δική του εισαγωγή στο αρχικό κείμενο, προκειμένου να αυξηθεί η διάρκεια του έργου και να γίνει υποτίθεται πιο κατανοητή η σύνδεση του με τα σύγχρονη πραγματικότητα. Σ’ αυτή την εισαγωγή ο Οδυσσέας, όχι ο γνωστός γιος του βασιλιά της Ιθάκης Λαέρτη αλλά ο γιος ενός γυναικά παλαιοβιβλιοπώλη ονόματι μπάρμπα-Κώστας Μπερμπάντης, εισέβαλε στη σκηνή κρατώντας ένα αντίγραφο του ευριπίδειου «Κύκλωπα» το οποίο ανήκε στη χαμένη τριλογία «Όστρακα», αποτελούμενη από τα έργα «Μύδια» – «Στρείδια» – «Κυδώνια». Ο Οδυσσέας λοιπόν, φορώντας καμπαρντίνα, μαντίλα, γυαλιά, έχοντας προσαρμοσμένο στο μέτωπο ένα φακό και σέρνοντας μια βαλίτσα, πρότεινε στην παρέα των καπήλων που τον πλαισίωναν να παραστήσουν το έργο πριν εκποιηθεί σε ξένους. Μοίρασε τα χειρόγραφα των ρόλων κι έτσι άρχισε να εξελίσσεται η ουσιαστική πλοκή του σατιρικού δράματος.
ΕΝΑΣ ΝΙΚΟΣ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ…
Ο Νίκος Καραθάνος ως Οδυσσέας φορτώθηκε πάνω στις πλάτες του ολόκληρη την παράσταση, έδωσε το δικό του προσωπικό ρεσιτάλ όπως πολλάκις έχει επαναλάβει και στο παρελθόν, αλλά δεν κατάφερε να σώσει όλα τα προσχήματα. Όχι, δεν ήταν το κοστούμι του κάπτεν Τζάκ Σπάροου των «Πειρατών της Καραϊβικής» που του φόρεσαν το οποίο με ενόχλησε. Εκείνα που με ενόχλησαν ήταν οι ηλιθιώδεις φιγούρες που δημιουργήθηκαν για τον Κύκλωπα – Δημήτρη Πιατά και για το Σειληνό – Νίκο Χατζόπουλο, που περισσότερο παρέπεμπαν σε χαζοβιόληδες παρά σε ήρωες ενός σατιρικού δράματος.
Τον μεν Σειληνό έντυσαν σα σκύλο, με γούνινο παντελόνι και γούνινα κρεμαστά αυτιά, το δε Κύκλωπα έντυσα με λευκό χιτώνα, με προβιά ριγμένη ως μπασμίνα στον ένα ώμο, με χρυσά σανδάλια ασορτί με το χρυσό μενταγιόν κι ένα φωτεινό μάτι με μπαταρία στο μέτωπο που ενίοτε αναβόσβηνε κιόλας. Ο 19μελης χορός ήταν ντυμένος με ετερόκλητα και καρακιτσάτα κοστούμια που περισσότερο εκνεύρισαν παρά ηρεμούσαν την οπτική μου. Καμία εντύπωση δε μου προκάλεσε το σκηνικό, μια σπειροειδής μεταλλική κατασκευή στην οποία τοποθετήθηκαν ταμπλό κατά τη διάρκεια της παραστάσεως, ενώ λίγο πριν τη λήξη τα ταμπλό αποκαθηλώθηκαν από τους ηθοποιούς. Κοντολογίς, η δουλειά της Μαρί Νοέλ Σεμέ σε επίπεδο σκηνικού και κουστουμιών με απογοήτευσε.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ ΩΣ ΘΕΑΤΗΣ
Τα στοιχεία που κατ’ εμέ διασώθηκαν ήταν η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού και η κίνηση του θιάσου που επιμελήθηκε η γνωστή στο καβαλιώτικο κοινό ομάδα Sinequanon. Κι όπως προείπα, η μοναδική παρουσία που με συγκράτησε στη θέση μου ήταν ο φανερά αδυνατισμένος Νίκος Καραθάνος, που φέτος εκτός από το ρόλο του Οδυσσέα, σκηνοθετεί και ερμηνεύει στη χειμερινή παραγωγή του Εθνικού «Γκόλφω». Καημένε αγαπημένε Νικόλα, που ανήκεις στην Α’ εθνική των ελλήνων ηθοποιών, τι σου ‘μελε να πάθεις στα καλά του καθουμένου. Πάντως, έστω κι έτσι, ο Καραθάνος μου απέδειξε και φέτος τη μεγάλη μαεστρία του επί σκηνής, γι’ αυτό και τον περιμένω οπωσδήποτε και το επόμενο καλοκαίρι.
Καλύτερα να σταματήσω εδώ την ανάλυση της συγκεκριμένης παραστάσεως που με απογοήτευσε, με κούρασε και με εκνεύρισε. Τρέμω στην ιδέα ότι το Εθνικό άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα… Προτιμώ να αναφερθώ στην τιμή που μας επεφύλαξε ο 86χρονος Γιάννης Βογιατζής, ο οποίος μετά την εμφάνισή του στην Επίδαυρο με τη «Γκόλφω», βρέθηκε στο βράδυ της Κυριακής στο θέατρο των Φιλίππων και κάθισε δίπλα μας συνοδευόμενος από τα παιδιά του, προκειμένου να παρακολουθήσει τον «Κύκλωπα». Η αλήθεια ήταν πως τον είχα αποθυμήσει αφού τόσο πέρσι, όσο και πρόπερσι είχα την ευκαιρία να τον απολαύσω σε παραγωγές του Εθνικού όπως ο «Περικλής» και ο «Ηρακλής Μαινόμενος». Είναι χαρά μου να τον βλέπω γερό και χαμογελαστό και κινείται έστω και ως θεατής στο φυσικό του χώρο, το θέατρο.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: και μάλιστα θερμά στους εθελοντές του ΦΦΘ που είτε καθήμενοι στη βάση κάθε κλίμακας, είτε δίνοντας σαφείς οδηγίες στους θεατές απέτρεψαν και το βράδυ της Κυριακής την οποιαδήποτε αναστάτωση του υπολοίπου κοινού. Έβλεπα τους αποχωρούντες να φεύγουν ήσυχα από την πρώτη εκ δεξιών σκάλα κι αναρωτιόμουν τι θα είχε συμβεί εάν όλη εκείνη η κίνηση λάμβανε χώρα στην άκρη της ορχήστρας και πλάι στους ηθοποιούς, οι οποίοι έπαιζαν δίπλα στον κόσμο και κάποιοι μάλιστα χρησιμοποίησαν και τα σκαλοπάτια. Κόντευα να γελάσω οραματιζόμενη μια ευτράπελη σκηνή στη διάρκεια της οποίας η τάδε κυρία με την πιτσιρίκα της ανά χείρας και κατεβαίνοντας ανεξέλεγκτη από τη σκάλα θα απευθυνόταν στο Νίκο Καραθάνο λέγοντας: «Με συγχωρείτε κύριε Οδυσσέα, μήπως θα μπορούσατε να κάνετε στην άκρη ώστε να πάω τη μικρή προς νερού της;»
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ