Οι «Τραχίνες» του Σοφοκλή δεν είναι μια τραγωδία που αρέσκονται ή βολεύονται να ανεβάζουν τακτικά οι θεατρικοί οργανισμοί. Ίσως γιατί δεν εξελίσσεται σε κάποιο από τα γνωστά κι επιβλητικά παλάτια, ίσως γιατί αποκαθηλώνει κι απομυθοποιεί έναν ημίθεο για τον οποίον οι μαθητές της ελληνικής μυθολογίας διδάσκονται τα καλύτερα μέσα από την εξιστόρηση των άθλων του. Οι «Τραχίνες» ως έργο ουσιαστικά παρουσιάζουν τον Ηρακλή «αφτιασίδωτο» κι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Ένας δυνατός άνδρας σε μυϊκή δύναμη αλλά άρρωστος πνευματικά, με ισχυρά πάθη και εγωιστική πολεμοχαρή προσωπικότητα.
Τη συγκεκριμένη σκληρή ή ακόμη και ωμή τραγωδία την είχαμε παρακολουθήσει στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων το καλοκαίρι του 2004 στο πλαίσιο του 47ου Φεστιβάλ ανεβασμένη από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Βίκτωρα Αρδίττη, με τον Ακύλα Καραζήση και η Αννέζα Παπαδοπούλου να ερμηνεύουν τους ρόλους του Ηρακλή και της Διηάνειρας αντιστοίχως, σε μουσική Κώστα Βόμβολου και χορογραφία Κωνσταντίνου Ρήγου.
Φέτος οι «Τραχίνιες» επέστρεψαν στον ίδιο χώρο ανεβασμένες από το Εθνικό Θέατρο σε απόδοση και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, ο οποίος επεφύλαξε για το κοινό μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάγνωση του Σοφοκλή που θα μείνει στο μυαλό κυρίως εξαιτίας της φιγούρας του ματωμένου «φουσκωμένου» και ψηλού Ηρακλή, αλλά και εξαιτίας της βουβής Ιόλης που παραδόθηκε γυμνή στη δημόσια θέα.
Η καλοδουλεμένη παράσταση του Εθνικού άφησε τον εξαιρετικό χορό των γυναικών της Τραχίνας να πάρει το μεγάλο μερίδιο που πραγματικά του άξιζε. Έδωσε επίσης προβάδισμα στους δυνατούς γυναικείους ρόλους, αφήνοντας τις ανδρικές φιγούρες ένα βήμα πιο πίσω. Κυρίως πρόσφερε στους θεατές μια Διηάνειρα στιβαρή, που κάποιες στιγμές θύμιζε την Κλυταιμνήστρα, απενοχοποιώντας τη δολοφονική πράξη της, είτε αυτή πραγματοποιήθηκε αθέλητα είτε επρόκειτο για μια βαθιά συνειδητή πράξη εκδίκησης. Όποιοι κι αν ήταν οι αληθινοί λόγοι για τους οποίους η παθιασμένη σύζυγος οδήγησε σε φρικτό θάνατο το διασημότερο ήρωα της μυθολογίας, λίγο πριν το τέλος δικαιώθηκε στη συνείδηση του συζύγου, του γιου και του κοινού με τη δική της πράξη αυτοχειρίας.
ΜΙΑ ΦΡΕΣΚΙΑ ΜΑΤΙΑ
Η νεωτεριστική σκηνοθετική ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου περιέλαβε αρκετές εκπλήξεις και έστησε ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίχθηκε η πλοκή της τραγωδίας. Αιφνιδιασμένοι εισέρχονταν οι θεατές στο θέατρο, εκείνοι τουλάχιστον που προσήλθαν μετά τις 8:30, αντικρίζοντας τις γυναίκες του χορού να περνούν διαδοχικά από την ορχήστρα, να ανεβαίνουν πάνω στον τεράστιο πεσμένο κορμό του σκηνικού και να διηγούνται την ιστορία ολόκληρης της ζωής του Ηρακλή. Κάπως έτσι ο σκηνοθέτης σύνδεσε όλα τα προηγούμενα, τη γέννηση, τα πολεμικά κατορθώματα, τους άθλους του ημίθεου με το δραματικό τελευταίο κομμάτι του θανάτου. Επί 45 λεπτά οι Τρανίχιες αφηγούνταν, πριν η παράσταση αρχίσει και πριν η Διηάνειρα εμφανιστεί επί σκηνής.
Παίζοντας με το σκοτάδι και το λιγοστό φως που έριχναν τα φαναράκια του χορού, πάνω στο πλαστικό μαύρο κάλυμμα που είχε στρωθεί στην ορχήστρα, με το περίγραμμα μιας απλής πύλης από νέον που βρισκόταν σε δεύτερο πλάνο, αλλά και με τη βοήθεια τριών θαυμάσιων μουσικών, ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια εικόνα υποβλητική και ατμοσφαιρική. Λιτό ήταν με λίγα λόγια το σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, αλλά απόλυτα ταιριαστά αποδείχθηκαν τα κοστούμια της. Γκρίζα φτωχικά φορέματα και μαύρα μποτάκια για το χορό, πράσινο – γκρι μακρύ φόρεμα και κόκκινη εσάρπα για τη βασίλισσα, μαύρο φόρεμα με κουκούλα για την τροφό και φυσικά το άσπρο ματωμένο κοστούμι του Ηρακλή με το επιπρόσθετο κομμάτι του σκισμένου – δηλητηριασμένου δέρματος, με το μακρύ μαλλί και τα παπούτσια κοθόρνους που προσέδωσαν πολλούς επιπλέον πόντους στη φιγούρα του ήρωα.
ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Υπέροχη δουλειά έκαναν καθένα για το δικό του τομέα, ο Κορνήλιος Σελαμσής στη μουσική, ο Λευτέρης Παυλόπουλος στους φωτισμούς και κυριότερα ο Χρήστος Παπαδόπουλος στην κίνηση του χορού. Παρά τα «οπτικά τρικ» και την ερμηνεία των βασικών πρωταγωνιστών, οι Τραχίνιες κρατούσαν αιχμαλωτισμένο το βλέμμα των θεατών με κάθε τους κίνηση και με την απόδοση των εξαιρετικών φωνών τους.
Ο σκηνοθέτης «σύστησε» στο κοινό τη Διηάνειρα – Άννα Μάσχα, μέσα από μια καθαρή και δυναμική ερμηνεία, αναγεννώντας μια τραγική γυναικεία φιγούρα που δεν έχει «πολυχρησιμοποιηθεί» στο θεατρικό παρελθόν. Η Τροφός – Φιλαρέτη Κομνηνού εμφανίστηκε απόλυτα έμπειρη στο πλαίσιο μιας αρχαίας τραγωδίας, παίζοντας όπως μόνο εκείνη πολύ καλά γνωρίζει. Σχετικά αδύνατος σε ερμηνευτικό επίπεδο ο Ύλλος – Θάνος Τοκάκης, ενδιαφέροντας ο Λίχας – Γιώργος Χρυσοστόμου, αν και σύντομος ωστόσο εντυπωσιακός ο Αγγελιοφόρος – Κώστας Μπερικόπουλος.
Νεαρή και με προοπτικές παρά το βουβό της ρόλο στάθηκε η Ιόλη – Ελένη Μπούκλη που τόλμησε να γυμνωθεί απόλυτα μπροστά στο κοινό, ρίσκο το οποίο σίγουρα απαιτεί κότσια. Ο Ηρακλής του Αργύρη Ξάφη εμφανίστηκε τόσο πομπώδης, τόσο εγωπαθής, τόσο ναρκισσευόμενος, τόσο παράφρονας, τόσο μανιακός όσο ακριβώς χρειαζόταν ώστε να στρέψει εναντίον του το κοινό και να τεκμηριώσει την τιμωρία του αλλά και την παταγώδη πτώση του από το θρόνο του υπερήρωα. 15 κοπέλες αποτέλεσαν τον υπέροχο χορό με κορυφαία την Άννα Καλαϊτζίδου, η οποία συμμετείχε και στην παράσταση του 2004 έστω κι αν τότε ήταν μία από τις πολλές κι όχι η προεξέχουσα.
ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΚΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Ενστάσεις μπορεί να διατυπώθηκαν για τον οπερετικό τρόπο με τον οποίον σκηνοθετήθηκαν ορισμένα από τα κομμάτια της παράστασης και ειδικότερα η απόδοση του Ηρακλή στα πρώτα λεπτά της εμφάνισής του, όταν και θύμισε ελαφρώς τενόρο. Εκείνο το στοιχείο που προσωπικά δεν κατάφερα να ερμηνεύσω και συνεχίζω να αναρωτιέμαι για τη χρησιμότητά του ήταν οι κίτρινες φλοκάτες που είχαν τοποθετηθεί μέσα σε μαύρες σακούλες και ανέμεναν στην άκρη του καλύμματος μέχρι να τις ανοίξουν οι Τραχίνες, να τις τινάξουν σηκώνοντας αρκετή σκόνη, να τις απλώσουν στην ορχήστρα και στο τέλος να ντύσουν μ’ αυτές τον πεσμένο κορμό προκειμένου εκεί πάνω να βαδίσει ο Ηρακλής προς την πυρά και την απελευθέρωσή του από το φρικτό βασανιστήριο της σάρκας του.
Βάζοντας όμως σε «ζυγαριά ακριβείας» τα θετικά και τα αρνητικά της παράστασης, σαφώς και η τελική «σούμα» λειτούργησε υπέρ του Εθνικού Θεάτρου και του Θωμά Μοσχόπουλου. Ευτυχώς οι «Τραχίνες» ήρθαν σα βάλσαμο για να διορθώσουν τις πρόσφατες δυσάρεστες εντυπώσεις που μας άφησε ο κακός «Κύκλωπας» του ίδιου θεατρικού φορέα και να θυμίσουν για ποιο λόγο κάθε καλοκαίρι οι παραγωγές του Εθνικού αναμένονται εναγωνίως. Μακάρι αυτή αναμονή να δικαιωθεί και το επόμενο καλοκαίρι, παρά την αλλαγή σκυτάλης στην καλλιτεχνική διεύθυνση του θεατρικού οργανισμού.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
=====================================================================