Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου
Ήμουν και εγώ εκεί αυτό που μου έλειπε ήταν η ημερομηνία που έγινε το γεγονός, αυτήν είχα ξεχάσει. Τα διαδραματισθέντα τα έζησα από πρώτο χέρι στα έξι μου. Ήμουν και εγώ εκεί! Τα γεγονότα έμειναν στη μνήμη σαν εφιάλτης που πολλές φορές με ξυπνούν τις νύχτες.
Η τύχη το έφερε η μητέρα μου να είχε μακρινές συγγενικές σχέσεις με την οικογένεια του Λευτέρη Τσιρίδη, ενός από τους προεστούς του χωριού τότε, που δέθηκαν περισσότερο οι σχέσεις αυτές με κουμπαριά μετά το γάμο της με τον πατέρα μου και με αλληλοεκτίμηση, σεβασμό και πραγματική φιλία.
Μετά το θάνατο του πατέρα μου από Βουλγάρικο χέρι το 1942 η οικογένεια αυτή ήταν το στήριγμά μας και η καταφυγή μας στα δύσκολα εκείνα χρόνια της φτώχειας και της δυστυχίας.
Το καλοκαίρι λοιπόν εκείνο του 44 με έστειλε η μητέρα μου στο χωρίο για να με απομακρύνει από τη θάλασσα λόγω της εργασίας της στο καπνομάγαζο και της αδυναμίας της να με ελέγχει. Φοβόνταν μη πνιγώ.
Τη συγκεκριμένη ημέρα δε φαίνονταν να υπήρχε κάτι ιδιαίτερο που να την διαφοροποιούσε από τις άλλες έτσι η κατανομή της εργασίας στα πέντε αγόρια της οικογένειας έγινε κανονικά και στον Θαλή έτυχε να κατέβει στον βάλτο για να φέρει από εκεί τα ζαρζαβατικά για την οικογένεια και φύλα για τα ζώα.
Όλη η άλλοι της θα ασχολούνταν με τον καπνό που ήταν στο τελευταίο στάδιο της συγκομιδής του. Όταν μαθεύτηκε ότι έρχεται ένα βουλγάρικο απόσπασμα στο χωριό και θα μαζέψει τους άνδρες, η νουνά μου είπε στα παλικάρια της να πάνε να κρυφτούν σε κάποιες κρυψώνες που είχαν έτοιμες από καιρό.
Από τα πέντε όμως παλικάρια έλειπε ο Θαλής. Το απόσπασμα μπήκε στο χωριό και μάζεψε στην πλατεία, μπροστά από το σχολείο, όσους άνδρες έτυχε να είναι στα σπίτια τους. Για κακή τύχη, ο Θαλής εκείνη την ώρα γυρνούσε από το βάλτο με το γάιδαρο.
Τον κατέβασαν από το ζώο και τον έβαλαν στην ομάδα που είχαν στην πλατεία. Ο γάιδαρος γύρισε σπίτι μόνος, με στραπατσαρισμένο το φορτίο και το σαμάρι να κρέμεται στο πλάι. Μόλις τον είδαν όλοι κατάλαβαν ότι κάτι κακό θα συμβαίνει με τον Θαλή.
Η νουνά μου σηκώθηκε αλαφιασμένη και ξεκίνησε να βρει το παιδί της. Η αγωνία και ο πόνος της μάνας που νοιώθει ότι το παιδί της κινδυνεύει είχε χαραχθεί στο είναι της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν σκληρύνει και πήραν ένα μαυροκίτρινο χρώμα. Βγήκε στο δρόμο.
Στη βιασύνη της δε φόρεσε το τσεμπέρι, όπως συνήθιζε αλλά το κρέμασε στον ώμο της. Έφτασε στην πλατεία. Κανείς. Είχαν φύγει οι Βούλγαροι με τα θύματα τους. Χτύπησε την πόρτα των Τσινεκίδιδων που το σπίτι τους ήταν απέναντι από την Πλατεία.
Δεν την άνοιξαν. Πέρασε το φράχτη μέσα από τις βατσινιές και τις τσουκνίδες γιατί ήξερε ότι κάπου οι Νοικοκυραίοι θα είχαν κρυφτεί. Δεν ένοιωσε πόνο από τα τσιμπήματα και τα γρατσουνίσματα των φυτών, ο πόνος της ψυχής ήταν πιο μεγάλος από όλους τους πόνους του κόσμου.
Πράγματι είχε δίκιο. Οι Τσινεκίδηδες είχαν κρυφτεί. Μόλις την είδαν την φώναξαν να πάει κοντά τους. Με αγωνία τους ρώτησε αν είδαν τον Θαλή μαζί με τους άλλους συγχωριανούς που πήραν οι Βούλγαροι.
Η Μέλπω της είπε ότι δεν μπορούσαν να δουν όλη την πλατεία αλλά σ’ όσο κομμάτι έβλεπαν δεν είδε να έχουν μαζί τους τον Θαλή. Ανακούφιση. Η καρδιά άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς.
Εντωμεταξύ οι Βούλγαροι αφού μάζεψαν όσους βρήκαν, τους οδήγησαν ανατολικά του χωριού. Σ’ όλη τη διαδρομή ο Θαλής έκλαιγε και μιλούσε στα τούρκικα το στρατιώτη που βάδιζε δίπλα του.
«Δεν είναι κρίμα αδελφέ να χάσω τη ζωή μου δίχως να φταίω σε τίποτα. Δεν έκλεισα ακόμη ούτε τα είκοσι (ήταν στα δεκαοκτώ τότε). Σκέψου τη δική σου θέση, δεν πρέπει να έχουμε μεγάλη διαφορά στην ηλικία.
Η ζωή είναι μπροστά μας, γιατί; Ποιόν πειράξαμε εσύ και εγώ; Μας περιμένει η οικογένεια που πρέπει να φτιάξουμε. Να αναστήσουμε τα παιδιά μας, να δούμε τα εγγόνια μας. Μας χρησιμοποιούν αδελφέ, είμαστε τα πιόνια στα παιχνίδια τους.
Από τη μεταβολή στα χαρακτηριστικά που παρατήρησε, ένοιωσε ότι καταλάβαινε αυτά που του έλεγε και προσπάθησε να συνεχίσει». «Σκάσε και προχώρα». Του είπε ο στρατιώτης στα Τούρκικα με έντονη φωνή για να τον ακούσει ο επικεφαλής του τμήματος που άρχισε να κινείται προς το μέρος του.
Τους κατέβασαν σε μια χαράδρα, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν απέναντι σ’ ένα λοφίσκο το πολυβόλο που κρατούσε ο στρατιώτης, στον οποίο μιλούσε ο Θαλής. Αυτός ήταν και ο πολυβολητής.
Όταν άρχισε να κακαρίζει το πολυβόλο άρχισαν να πέφτουν ένας-ένας οι χωρικοί, όπως πέφτουν τα στάχια από την κόψη του δρεπανιού. Ο Θαλής μόλις άκουσε τον ήχο του πολυβόλου και βλέποντας να σωριάζονται οι συγχωριανοί του, έχασε τον κόσμο και σωριάστηκε κάτω με τα χέρια ανοικτά.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και άνοιξε τα μάτια του. Για καλή τύχη δεν τον βρήκε καίρια η σφαίρα αλλά του τρύπησε το δεξί μπράτσο, το οποίο και αιμορραγούσε. Το εκτελεστικό απόσπασμα απομακρύνθηκε αφού έδωσαν εντολή σ’ ένα βαθμοφόρο να δώσει τη χαριστική βολή αν κάποιοι δε σκοτώθηκαν με την πρώτη.
Αυτός κατέβηκε και σ’ όσους ψυχορραγούσαν τους εκτέλεσε. Ο Θαλής που δεν είχε καίριο πλήγμα τον παρακαλούσε να τον αφήσει να ζήσει αλλά αυτός δεν καταλάβαινε από τέτοια και τον πυροβόλησε πάλι, όμως η σφαίρα δεν τον βρήκε σε ζωτικό μέρος αλλά τον χτύπησε στο άλλο του ώμο.
Το σωτήριο είναι ότι λιποθύμησε ξανά και πιθανόν ο Βούλγαρος πίστεψε ότι τον είχε σκότωσε και τον άφησε και έφυγε. Μετά από ώρα συνήλθε. Οι στρατιώτες είχαν πια φύγει. Ήταν ολομόναχος μέσα στο σωρό των πτωμάτων.
Σηκώθηκε και μ’ όσες δυνάμεις του απέμειναν ξεκίνησε για το χωριό με βήμα ασταθές και τρικλίζοντας. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το μέρος εκείνο του θανάτου.
Η νουνά μου δε γύρισε αμέσως στο σπίτι, μετά από την επίσκεψη στους Τσινεκίδηδες. Έψαχνε να βρει το παιδί της και πήγε στα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να είχε λουφάξει μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
Η αγωνία όσων είχαμε μείνει στο σπίτι έφτασε στο απόγειο. Ξαφνικά φάνηκε μια σιλουέτα στο βάθος του δρόμου από Ανατολικά να έρχεται προς το μέρος μας τρεκλίζοντας. Ήταν ο Θαλής.
Έρχονταν από το βουνό, από τον τόπο της εκτέλεσης, με τα χέρια του κρεμασμένα στο πλάι και γεμάτα αίματα. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και η νουνά μου να έρχεται από κάτω. Έτρεξαν όλοι να βοηθήσουν τον Θαλή και να τον συμπαρασταθούν.
Εμάς τα παιδιά δε μας άφησαν να βγούμε. Φέρανε μέσα τον πληγωμένο, ο οποίος ήταν σε άθλια κατάσταση. Ο Θαλής σώθηκε και τα παραπάνω από τη σύλληψη μέχρι και την έλευση του στο σπίτι μου τα αφηγήθηκε πολύ αργότερα, τα γράφω αυτολεξεί για να συμπληρωθούν στα δικά μου ενθυμήματα.