Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Γαμπρό. Ντυμένο γαμπρό.
Έτσι τον έβλεπα. Το πιο όμορφο κοστούμι του φορούσε. Το αγαπημένο του. Εκείνο, το γκρι – σταχτί με την ψιλή, σχεδόν αδιόρατη κυματιστή πράσινη ρίγα. Και το κατάλευκο πουκάμισό του φορούσε. Με εκείνη τη γραβάτα που είχε τις ίδιες αποχρώσεις με το κοστούμι. Ωραίος που ήταν! Και πόσο ωραίος ήταν και ο κόμπος τής γραβάτας του! Θυμάμαι με πόση τεχνική έφτιαχνε τον κόμπο. Με τρεις γρήγορες κινήσεις τον έφτιαχνε και μου το έδειχνε και μένα. Για να μαθαίνω μου έλεγε. Αργά αργά μου έδειχνε εμένα όμως τις κινήσεις. Και μετά αμέσως έβγαζε την γραβάτα, τραβούσε το λεπτό της μέρος προς τα πάνω ώστε να βγει, να απελευθερωθεί από τον κόμπο, και με ένα τρόπο μαγικό ο κόμπος λύνονταν.
“Έτσι πρέπει να γίνεται όταν ο κόμπος είναι σωστός”, μου έλεγε.
“Να λύνεται ο κόμπος με αυτόν τον τρόπο πρέπει”, έτσι μου έλεγε.
Ποτέ δεν έμαθα να δένω την γραβάτα μου καλά, κόμπο σωστό να φτιάχνω.
Και εκείνα τα φρεσκοβαμμένα και καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια του, φορούσε. Καθρέφτης. Έτσι έλεγε. Πάθος με τα καλογυαλισμένα παπούτσια είχε. Κάθονταν στο σκαλί που οδηγούσε στην μεγάλη βεράντα. Ταράτσα την λέγαμε. Εκεί μπροστά στην είσοδο ήταν το σκαλί. Έπαιρνε το μαύρο κάμελ, ένα βουρτσάκι, μια μεγαλύτερη βούρτσα με μαλακιά τρίχα κι ένα λεπτό μάλλινο πανάκι και επιδίδονταν στο πάθος του. Άλειφε τη μαύρη μπογιά με το βουρτσάκι στα παπούτσια ομοιόμορφα, την άφηνε να στεγνώσει λίγο, ύστερα τα βούρτσιζε με την μεγάλη βούρτσα και μετά με το πανάκι τα γυάλιζε. Ώρα πολλή. Καθρέφτη τα έκανε.
“Τα παπούτσια σου πρέπει καθαρά και καλογυαλισμένα να είναι πάντα για να δείχνει το ρούχο πάνω σου”, μου έλεγε. “Όσο φτωχικό κι αν είναι το ντύσιμό σου, πλούσιο θα φαίνεται αν τα παπούτσια σου καθρέφτης είναι.”
Σαν γαμπρός ήταν ντυμένος. Έτσι τον έβλεπα.
Οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε.
Αλλ’ όμως από τότε που ντυμένος γαμπρός στέκονταν δίπλα στην καλή του, δεκαετίες ολάκερες πέρασαν. Μπροστά ο παπά – Παράσχος κι αυτοί, το ζευγάρι, οι ερωτευμένοι, να ακολουθούν. Στον χορό του γάμου. Κι ύστερα ήρθαν κι άλλοι χοροί. Καρσιλαμάδες και συρτοί κι απτάλικα, αλλά και οι ευρωπαϊκοί, οι αγκαλιαστοί χοροί, το βαλς και το ταγκό. Και χαρές και λύπες ήρθαν. Στιγμές πόνου μα και στιγμές γεμάτες ευτυχία. Με τη σειρά τους όλα, κι όλα “απαραίτητα” συστατικά γι αυτό που λέγεται ζωή.
Ένα χαμόγελο διακρίνω στα χείλη του και μια λάμψη στα μάτια του φαντάζομαι.
Όμορφος γαμπρός.
Όμορφο παλικάρι.
Όμορφο παιδί.
Όμορφο μωρό.
Το πρώτο τους αγόρι ήταν.
Γέροντες, φευγάτοι εδώ και χρόνια πολλά τώρα αυτοί που τον έφεραν στη ζωή.
Κοιτώ το πρόσωπό του. Κήποι ολάνθιστοι ολόγυρα μπροστά στα μάτια μου, γεμάτοι χρώματα και μυρωδιές. Κι αυτός γυρτός να ακουμπά στη γη, μέσα στου Μάρτη τη δροσιά και με τα μάτια κλειστά να αναχαίρεται σαν μικρό παιδί.
Μωρό.
Σαν όλα το κόσμου τα μωρά. Μα αυτό, ήταν το δικό τους μωρό. Το πρώτο τους παιδί και η χαρά μεγάλη. Στα χρόνια τα δύσκολα, του μεσοπολέμου. Πείνα και φτώχεια πολλή.
Μεγάλωνε.
Μεγάλωσε.
Παιδί.
Παιδί τον βλέπω με τα κοντά παντελονάκια του τα μπαλωμένα, ξυπόλητο να τρέχει στους δρόμους στα βουνά και στα χωράφια και τη ζωή να αναζητά. Τίποτα από όλα αυτά που η ζωή τού επιφύλασσε δεν γνώριζε. Κανείς μας δεν γνωρίζει.
Κι ύστερα παλληκαράκι μέσα στην κατοχή. Πείνα ξανά και ξυλοδαρμοί απ’ τον κατοχικό στρατό των Βουλγάρων. Και μετά φανταράκι στα χρόνια του αδελφοκτόνου πολέμου που ευτυχώς η καλή του τύχη τον φύλαξε. Δεν γνώρισε τους σκοτωμούς, δεν είδε τα ποτάμια αίμα.
Και κάπου εκεί στα χρόνια εκείνα, ο ελαιώνας, ο έρωτας, ο γάμος.
Σε ένα μικρό καμαράκι ξεκίνησε τη ζωή του με εκείνη που διάλεξε για σύντροφο κάτω στον ελαιώνα. Στο μάζεμα των λιόκαρπων καθώς έσκυβαν αντάμωσαν πρώτη φορά τα βλέμματά τους. Κι ύστερα πάλι και ξανά και πάλι τα μάτια τους αντάμωναν και σπίθιζαν. Και κάτω από μια γέρικη ελιά καθώς έμειναν μονάχοι, της έπιασε πρώτη φορά το χέρι. Και πύρωσαν τα κορμιά τους και άναψε φλόγα στην καρδιά τους. Το ίδιο αυτό το χέρι ήταν που κράτησε στην εκκλησιά, το ίδιο αυτό το χέρι ήταν που τον χάιδεψε, τον γιατροπόρεψε, του μαγείρεψε, του σκούπισε τον ίδρωτα κάτω στα μαύρα χώματα των χωραφιών. Το χέρι που μεγάλωσε τα παιδιά του. Το χέρι αυτό που του έπαιρνε τον πόνο από το μάτι του το πονεμένο. Τότε. Τότε πούγινε εκείνο το μεγάλο το κακό και το ένα από τα όμορφά του μάτια έχασε για πάντα το γαλανό τής θάλασσας το χρώμα. Μια μαύρη γραμμή το έσχισε πέρα για πέρα. Το έκοψε στα δύο. Ούτε σαράντα χρονώ δεν ήταν. Το ίδιο αυτό χέρι αντάμα με το άλλο τον αγκάλιασαν στον ανείπωτο της κόρης τους και του αγοριού τους τον μεγάλο πόνο.
Κοιτώ το πρόσωπό του.
Ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη του. Θυμάμαι τις χαρές του και τα γέλια του. Τους θυμούς του και την γαλήνη του. Την στοργή του και την αγάπη του. Την σκληράδα του και το δάκρυ του. Του φόβους του και την αντρειοσύνη του. Τους φίλους του βλέπω που γέμιζαν το σπίτι στη γιορτή του. Χρόνια πολλά του εύχονταν τότε, κι όσοι απ’ αυτούς απόμειναν, καλό καταβόδιο τώρα ευχή του δίνουν.
Χαμογελά.
Έχει τα μάτια του κλειστά μα τα βλέπω εγώ.
Λάμπουν. Θάλασσα και ουρανός μαζί εκεί που ανταμώνουν. Στον άπιαστο ορίζοντα.
Πνιγμένος στα λουλούδια και στα αρώματα στέκει εκεί εμπρός μου μέσα στην καλή την κάμαρα. Ήρεμος, ξαπλωμένος, με τον όμορφο κόμπο στην γραβάτα του που τον έφτιαξα εγώ. Πως μπόρεσα, πως τα κατάφερα, δεν ξέρω! Τα παπούτσια του καλογυαλισμένα. Είχα καθίσει λίγο πριν έξω στο σκαλί που οδηγεί στην μεγάλη την βεράντα. Με το μαύρο κάμελ και τα άλλα σύνεργα στα χέρια. Ώρα πολλή. Καθρέπτης. Πίσω του το δυτικό παράθυρο. Προχωρώ διασχίζω την καλή την κάμαρα με το βεραμάν το χρώμα στους τοίχους της, ανοίγω το παράθυρο και νιώθω το φευγιό του….
Άνεμος…
Πέρα μακριά στο βουνό η σκιά από ένα μικρό σύννεφο ψηλά στον ουρανό διατρέχει το βραχώδες μονοπάτι πάνω από τον ελαιώνα….
Ένα χέρι απλώνεται και του χαϊδεύει το μέτωπό του…..
Τρίτη 1 Μαρτίου 2011 — Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019
Παλαιοχώρι Παγγαίου