Τέσσερις φορές ανάγκασε το κοινό τους δύο πρωταγωνιστές της παράστασης «Το τάβλι» να επανέρθουν στη σκηνή και να υποκλιθούν, επιβραβεύοντας έτσι την απόδοση ενός κειμένου που γράφτηκε μεν το 1972 και θεωρείται κλασικό, αλλά αναλύοντάς το καθένας διαπιστώνει εύκολα το εξής. Τελικά αυτή η αγιάτρευτη νοοτροπία του Έλληνα και η φυσική ροπή του προς τη μπαγαποντιά κρύβεται μέσα στο DNA του. Την κουβαλά μέσα του από καταβολής κόσμου, την ενεργοποιεί σε κάθε πρόσφορη ευκαιρία και αν του «κάτσει» και «πιάσει την καλή», τόσο το ιδανικότερο για εκείνον.
Το βράδυ της Τετάρτης αρκετοί ήταν εκείνοι που ανηφόρησαν προς το Φρούριο της πόλης ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΔΗΠΕΘΕ, προκειμένου να «εντρυφήσουν» στο κείμενο του Δημήτρη Κεχαΐδη, το οποίο κατόπιν παραγγελίας του Κάρολου Κουν γράφτηκε και ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης πριν από 41 χρόνια. Το σκηνικό λιτό και εύκολο στη μετακίνησή του. Ίσως γι’ αυτό και οι δύο πρωταγωνιστές έχουν ήδη «οργώσει» τη χώρα φέρνοντας την παράσταση στα «πόδια» του θεατρικού κοινού της επαρχίας. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, ένα βοηθητικό τραπεζάκι και μία σκάλα. Από τη μία έως την άλλη άκρη της σκηνής του Φρουρίου είχε απλωθεί η «μπουγάδα», αποτελούμενη από σεντόνια, νυχτικιές, εσώρουχα και πουκάμισα.
Έτσι δόθηκε στο κοινό η αίσθηση της συνοικιακής αυλής και του μικρόκοσμου που εκείνα τα χρόνια υπήρχε στην πρωτεύουσα. Η λιτότητα του σκηνικού και η πλοκή του έργου μάλλον ήταν η αιτία επιλογής συγκεκριμένου χώρου, αφού σε αθηναϊκό έδαφος παρουσιαζόταν επί των οδών Αριστοφάνους 34Β & Σαρρή, στην περιοχή του Ψυρρή. Ενόσω η 70 λεπτών παράσταση εξελισσόταν και οι ατάκες διαδέχονταν η μία την άλλη, διάφορες εικόνες και στιγμιότυπα έρχονταν στο μυαλό μου. Θυμήθηκα για παράδειγμα την αυλή όπου διέμεναν ο Αντωνάκης Κοκοβίκος και η αστεφάνωτη Ελένη του, σκληρά δοκιμαζόμενη από την κυρία Ξ. Παπαμήτρου κι όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα της ταινίας «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Θυμήθηκα ακόμη την αυλή όπου η Κατερίνα Πιερή γλεντά με τους γείτονές της και τραγουδά «Υπομονή» παρέα με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αφού εξασφάλισε μεροκάματο στην επιχείρηση του Αλέξη Βαρνέζη.
ΒΡΕ ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ;
Η αυλή λοιπόν όπου διέμεναν ο ταβλαδόρος – κομπιναδόρος – καταφερτζής Φώντας και ο δειλός – αδυνάτου χαρακτήρα λαχειοπώλης γαμπρός του Κόλιας, ήταν ο χώρος όπου το μπαγαπόντικο σχέδιο για να πιάσουν την καλή καταστρώνεται, αποκαλύπτεται, προκαλεί τρόμο, τινάζεται στον αέρα και ξαναστήνεται, μέχρι την τελική σκηνή. Όταν δηλαδή ο απατεωνίσκος Φώντας πείθει τον αφελή Κόλια να συμφωνήσει με πράγματα ανήκουστα.
Να συμφωνήσει ότι η «σύζυγος» Καλλιόπη θα εργαστεί ως «αξιοπρεπής καμαριέρα» στο σπίτι του ματσωμένου μεγαλοτσιφλικά και μισόστραβου ηλικιωμένου κ. Συμεωνίδη, προκειμένου να τον μαλακώσει και να του αποσπάσει το ποσό των 50.000 δραχμών, το οποίο είναι απαραίτητο ώστε οι δύο μικροκομπιναδόροι να ναυλώσουν ένα καράβι, να ταξιδέψουν στη Μπιάφρα, να «εισάγουν» νέγρους ανασφάλιστους εργάτες που για ένα κομμάτι ψωμί θα τους βάζουν να καλλιεργούν τα κτήματα Συμεωνίδη κι αφού πιάσουν την καλή να τυπώσει επιτέλους το βιβλίο του ο Κόλιας, όπου θα παραθέτει τα αντιστασιακά κατορθώματά του και το οποίο συγγράφει επί τρία χρόνια παρέα με μία εύπορη ηλικιωμένη κυρία του Κολωνακίου.
Ακούγονται τραγικά επίκαιρα όλα αυτά; Μα είναι! Αν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η «εισαγωγή» μεταναστών στην Ελλάδα προς εκμετάλλευση από τους αετονύχηδες μεσάζοντες ήταν «πρωτοποριακή» ιδέα, εν έτη 2013 οι αλλοδαποί εργάτες που μαζεύουν φράουλες στη Μανωλάδα Ηλείας και τους πυροβολούν οι εργοδότες τους όταν ζητούν τα δεδουλευμένα έξι μηνών, δυστυχώς είναι μια τραγική και σύγχρονη πραγματικότητα.
Ομοίως σύγχρονη πραγματικότητα είναι και η φιλοσοφία του νεοέλληνα να στήσει μια κομπίνα και να τα «κονομήσει χοντρά», με το μικρότερο δυνατό δικό του κόστος. Τότε ήταν ο ταβλαδόρος Φώντας και ο λαχειοπώλης Κόλιας που προσπαθούσαν. Πρωταγωνιστής μιας κομπίνας όμως θα μπορούσε άνετα να είναι ένας μικροεμποράκος ή ένας συνοικιακός υδραυλικός για παράδειγμα, που θα προσπαθούσε να αποφύγει την απόδειξη κερδίζοντας μαύρα κέρδη χωρίς να τον τσακώσει η εφορία. Ή θα μπορούσε να είναι ένας διεφθαρμένος δημόσιος υπάλληλος υπουργείου, που θα ζητούσε μίζα από κάποιον επενδυτή προκειμένου να προωθήσει το φάκελο του προς υπογραφή και εξασφάλιση χρηματοδότησης. Ή ακόμη θα μπορούσε να είναι κάποιος μεγαλοκαρχαρίας του επιχειρηματικού κόσμου, που θα έπειθε τον Χ πολιτικό να του παράσχει στήριξη, προκειμένου να αναλάβει το δημόσιο έργο και να κατασκευάσει μια εθνική οδό, την οποία στη συνέχεια θα εκμεταλλευόταν αναλαμβάνοντας τη λειτουργία των διοδίων!
ΤΟ ΡΕΣΙΤΑΛ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ – ΦΩΝΤΑ
Όλα αυτά κατέκλυζαν το μυαλό μου, ενόσω παρακολουθούσα επί σκηνής τους δύο πρωταγωνιστές να συζητούν, να μαλώνουν, να έρχονται στα χέρια, να ηρεμούν και πάλι πριν ξαναμαλώσουν. Θαύμασα τους ζωντανούς διαλόγους που έγραψε ο Δημήτρης Κεχαΐδης, αποτυπώνοντας το πλασμένο από ευτελή υλικά νεοελληνικό όνειρο της «κονόμας». Θαύμασα τη φαντασία του που γέννησε μια τέτοια πλοκή τυλιγμένη γύρω από μία απλή παρτίδα τάβλι. Θαύμασα επίσης το ρεσιτάλ ερμηνείας που πρόσφερε ο Σωκράτης Πατσίκας, που ως Φώντας καταφανέστατα κρατούσε τον πιο μεγάλο, ατακαδόρικο κι αβανταδόρικο ρόλο. Προβληματίσθηκα ωστόσο με τη «συγκρατημένη» ερμηνεία του Κωνσταντίνου Κάππα, που λες και ενσυνείδητα κρατήθηκε ένα βήμα πιο πίσω, ώστε να «επιτρέψει» την «άνθιση» του ρόλου που ανέλαβε ο συνάδελφός του.
Πάντως το βράδυ μου πέρασε ευχάριστα, δροσερά, με καλή παρέα όπως πάντα κι άρα μπορώ να δηλώσω ικανοποιημένη από «Το τάβλι». Τα εύσημα να αποδώσω στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καβάλας και στον Θεατρικό Οργανισμό «Κ» που ετοίμασαν ολόκληρη περιοδεία του έργου, η οποία άρχισε με την παράσταση της Τετάρτης στο Φρούριο της Καβάλας, συνεχίστηκε την Πέμπτη 11/7 στη Ξάνθη και θα παρουσιαστεί στις 12/7 στην Ελευθερούπολη, 14/7 στη Λεκάνη, 15/7 στη Νέα Πέραμος, 17/7 στη Δράμα, 18/7 στη Ζαρκαδιά, 21/7 στη Θάσος, 26/7 στην Ασπροβάλτα, 28/7 στην Αλεξανδρούπολη, 29/7 στην Καρδίτσα, 30/7 στο Βόλος, 31/7 στα Τρίκαλα, 26-27/8 στη Λάρισα, καταλήγοντας 29/8 στις Συκεές Θεσσαλονίκη.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
—