Ας ξεκινήσουμε με μια σαφή δήλωση που δεν επιτρέπει καμία απάντηση. Ο συγγραφέας είναι αναρχοκομμουνιστής, αλλά είναι επίσης μη βίαιος και αποκηρύσσει κατηγορηματικά τον ένοπλο αγώνα.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι φίλος συντρόφων σαν αυτόν -«μεγαλύτερων» σε ηλικία- που έχουν κάνει διαφορετικές επιλογές, και τις έχουν πληρώσει ακριβά, γράφει ο Massimo Zucchetti.
Ο κάτωθι υπογεγραμμένος σώθηκε και από το γραφείο μητρώου. Εκείνες τις μέρες το αποκορύφωμα του επαναστατισμού μου ήταν να γράψω ένα σύντομο δοκίμιο στο γυμνάσιο σχετικά με την εκτίμηση του Γκαετάνο Μπρέσι-Gaetano Bresci.
Αλλά είμαι παθιασμένος με την ιστορία της δεκαετίας του ’70, γιατί είναι κοντινή ιστορία. ο βιβλιοθηκάριος στο Liceo Scientifico Galileo Ferraris όπου φοιτούσα ήταν ο Marco Donat Cattin, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα, σε μια άλλη ενότητα, υπήρχαν εκείνοι από την «πέμπτη I» στους οποίους ζητήσαμε βοήθεια όταν έπρεπε να κάνουμε «την επανάσταση» στο λύκειο μας.
Ένας έγινε ο πολιτικός Gianni Vernetti, δεν θα κατονομάσω τον άλλον γιατί είναι καταδικασμένος στην καταδίκη της μνήμης, Damnatio Memoriae– Roberto “calzatura aperta estiva, ανοιχτά καλοκαιρινά υποδήματα” – ιδού.
Επαναλαμβάνω, επομένως, για όποιον θέλει ακόμα να σκάψει στον πίνακα ανακοινώσεων μου: είμαι κατά της βίας και του ένοπλου αγώνα, τον οποίο δεν υποστηρίζω και δεν εγκρίνω, δεν υπήρξα ποτέ μέλος οργανώσεων που χαρακτηρίζονται ως «τρομοκρατικές».
Αλλά έχω έρθει σε επαφή με τον Prospero, φίλος της Barbara και του Maurizio (Ferrari), της Adriana και του Francesco στους οποίους αφιερώνω αυτό το κομμάτι, του Valerio M. και άλλων συντρόφων.
Όλοι, επαναλαμβάνω, πλήρωσαν ακριβά και πλήρωσαν τα πάντα, ενώ αυτοί που κατάντησαν την Ιταλία μια γελοία αποικία των Ηπα ή της μαφίας, προδίδοντας τον παρτιζάνικο αγώνα και εκτρέφοντας τον νεοφασισμό, δεν πλήρωσαν τίποτα ή σχεδόν τίποτα.
Είναι όλα ξεκάθαρα; OK. Είμαι απλώς ένας ερασιτέχνης ιστορικός εκείνης της περιόδου. Τελεία. Αλλά ενώ εκείνοι της γενιάς μου ήταν ακόμη στο δημοτικό σχολείο, εκείνοι της προηγούμενης γενιάς είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους.
Η Costa Ferrata βρίσκεται στην επαρχία του Reggio Emilia. Περίπου εβδομήντα με εκατό άνθρωποι συγκεντρώνονται σε ένα ξενοδοχείο για να αποφασίσουν πώς θα αναπτύξουν μια επαναστατική διαδικασία στη χώρα μας. Απομνημονεύεται ως το «συνέδριο του Pecorile», επειδή η πλησιέστερη πινακίδα φέρει αυτό το όνομα.
Το συνέδριο πραγματοποιείται στο εστιατόριο Da Gianni στην Costaferrata di Casina (Reggio Emilia), μπροστά από το κάστρο Matilde di Canossa. Οι άνθρωποι προέρχονται από την CPM (Mητροπολιτική Πολιτική Κολεκτίβα, για την οποία ο γράφων έγραψε το λήμμα της Wikipedia (https://it.wikipedia.org/wiki/Sinistra_Proletaria), από την Ομάδα του Διαμερίσματος και τη Σχολή Κοινωνιολογίας του Τρέντο.
Η ανάγκη επιλογής του ένοπλου αγώνα συζητείται ξεκάθαρα και επακριβώς. Τα άτομα που συμμετέχουν, σε ξενοδοχείο που ανήκει σε συγγενή ενός από τους συμμετέχοντες (Tonino Paroli). Δεν είναι όλοι μέλη του CPM, αλλά είναι άνθρωποι που επιλέγουν οι Curcio και Simioni.
Πήραν μέρος οι Renato Curcio, Margherita Cagol, Corrado Simioni, Sandro D’Alessandro, Gaio Di Silvestro, Marco Fronza, Alberto Pinotti, Innocente Salvoni, Frantoise Tuscher, Annamaria Bianchi, Elvira Schiavi, Claudio Aguilar, Raffaello De Mori, Maurizio Ferrari, Antonio Mottironi, Ivano Prati, Umberto Farioli, Roberto Lussi, Dario Angelini, Marco Bazzani, Pietro Sacchi, Franco Troiano, Orietta Tunesi, Oscar Tagliaferri, Ezio Tabacco, Enrico Levati, Ravizza Garibaldi, Fabrizio Pelli, Roberto Ognibene, Prospero Gallinari, Attilio Casaletti, Ivan Maletti, Gino Simonazzi, Tonino Paroli, Alberto Franceschini, Vanni Mulinaris, Duccio Berio, Piero Elefantino. Και άλλοι.
“Το συνέδριο του Pecorile οργανώθηκε φυσικά από εμάς της Κολεκτίβας του Reggio Emilia κατόπιν αιτήματος των Simioni και Curcio. […] Εμείς της Κολεκτίβας είχαμε υπάρξει εγγεγραμμένοι στο PCI-ΚΚΙ ή στη νεολαία του FGCI.
Ο Simioni είχε έρθει στο Reggio Emilia αρκετές φορές για να μας εμπλέξει στα σχέδιά του, ήθελε πολύ να έχει τη συμμετοχή μας στην οικοδόμηση της παράνομης οργάνωσης: φαινόταν ότι χωρίς το αποτύπωμα ημών των πρώην μελών του PCI ή της FGCI το σχέδιο του ένοπλου αγώνα δεν θα είχε πολιτικό νόημα”. (Alberto Franceschini).
Ο σκοπός του συνεδρίου φαίνεται ξεκάθαρος από την εισαγωγική ομιλία του Renato Curcio: “το εργατικό κίνημα που αναπτύσσεται στα μεγάλα εργοστάσια εκδηλώνει μια εξ ολοκλήρου πολιτική ανάγκη για εξουσία: τον αγώνα ενάντια στην οργάνωση της εργασίας, την δουλειά με το κομμάτι, τους ρυθμούς, τους «προσωπάρχες».
Για το λόγο αυτό κινείται έξω από τις παραδοσιακές δομές του εργατικού κινήματος, όπως είναι το PCI και τα συνδικάτα. Η ανάγκη για εξουσία θα το οδηγήσει αναπόφευκτα σε βίαιη σύγκρουση με τους θεσμούς, ακόμη και με το ΚΚΙ και το συνδικάτο.
Είναι επομένως απαραίτητο να σχηματιστεί μια εσωτερική πρωτοπορία μέσα σε αυτό το κίνημα που νa μπορεί να αντιπροσωπεύει και να οικοδομήσει αυτήν την προοπτική εξουσίας.
Αλλά αυτή η πρωτοπορία πρέπει να ξέρει πώς να συνδυάζει την «πολιτική» με τον «πόλεμο» γιατί το σύγχρονο Kράτος, για να επιβεβαιώσει την εξουσία του, χρησιμοποιεί ταυτόχρονα την «πολιτική» και τον «πόλεμο”.
Καθίσταται συνεπώς ξεπερασμένη η λενινιστική στρατηγική της εξέγερσης που προϋποθέτει μια πολιτική φάση ουσιαστικά ειρηνικής αγκιτάτσιας και προπαγάνδας, ακολουθούμενη μετά από την «τελική ώθηση», της »ώρας Χ», δηλαδή από την αυστηρά στρατιωτική φάση.
Αντίθετα, είναι απαραίτητο να προετοιμάσουμε τον «εμφύλιο πόλεμο μακράς διάρκειας» στον οποίο το «πολιτικό» είναι, άμεσα, στενά ενωμένο με το «στρατιωτικό». Είναι το Μιλάνο, η μεγάλη μητρόπολη, η βιτρίνα της αυτοκρατορίας, κέντρο των πιο ώριμων κινημάτων, η ζούγκλα μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί και από τώρα»
Στο Pecorile δεν υπάρχει ο Mario Moretti, θα έρθει λίγο αργότερα. Δεν υπάρχει ο Lauro Azzolini, σε αντίθεση με ό,τι αναφέρουν ορισμένες πηγές: «Δεν ήμουν μέρος της ούτε παρών εκεί, γιατί δεν ήμουν ένας αγωνιστής στο Ρέτζιο Ε. της Προλεταριακής Αριστεράς και της «ομάδας του διαμερίσματος».
Εκείνη την εποχή ήμουν υπεύθυνος για την Ιταλία, την Κίνα και την Αλβανία στο Ρέτζιο και στρατευμένος στο PCML, το μαρξιστικό λενινιστικό ΚΚ, στη συνέχεια στον πολιτιστικό σύλλογο «La Comune» και στην Ομάδα Εργατών του Reggio, και επίσης είχα αποχωρήσει από το PCI, πρώην FGCI.
Ωστόσο όλοι γνωριζόμασταν […], «στρατεύτηκα» στις BR μετά την απελευθέρωση του Ρενάτο, στις 25 απριλίου 1975. Αποχαιρέτησα την οικογένειά μου και την κοπέλα μου και πέρασα στην παρανομία”.
O Tonino Paroli θυμάται κατ’ αυτό τον τρόπο το συνέδριο του Pecorile: «Ήταν ένα πραγματικό συνέδριο και διήρκεσε από δευτέρα έως σάββατο. Συμμετείχαν περίπου εβδομήντα σύντροφοι που είχαν φιλοξενηθεί στα σπίτια του χωριού και ζήτησαν επίσης βοήθεια από τον ιερέα της ενορίας, don Emilio Manfredi.
Ο ταγματάρχης των καραμπινιέρων, που ειδοποιήθηκε για τη συνάντηση, ρώτησε αν ενοχλούσαμε και στη συνέχεια δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το θέμα. Και να σκεφτεί κανείς ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες θα ήταν πρωταγωνιστές τα επόμενα χρόνια.
Όπως οι σκληροί από το Ρέτζιο, σχεδόν όλοι εκείνοι από το «διαμέρισμα», η Sinistra Proletaria, οι σύντροφοι από το Μιλάνο, το Τορίνο, τη Γένοβα, δύο από το Τρέντο. Όλοι σοβαροί τύποι, ακόμα και πολύ σοβαροί, λιγομίλητοι.
Κάποιες φορές ήταν μαζί, άλλες φορές χωρίζονταν σε μικρές ομάδες μέσα στα δάση και τα λιβάδια. Καυτές συζητήσεις, αλλά όταν μιλούσε ο Κούρτσιο επικρατούσε σιωπή. Αντίθετα, η Μάρα, η γυναίκα του, δεν ήταν ομιλήτρια: έκανε μόνο μια μισή παρέμβαση.
Και γύρω στη μία, όλοι στου Gianni για να φάμε μετά από μεγάλες βόλτες στο δάσος σαν να ήταν πορείες στη Sierra Maestra. Πάνω από όλα, διαβάζονταν το ημερολόγιο του Τσε στη Βολιβία και το Μικρό εγχειρίδιο του ανταρτοπόλεμου πόλης του βραζιλιάνου Carlos Marighella.
Μας έλεγαν ότι η ζούγκλα μας θα είναι οι δρόμοι της πόλης, Ρώμη, Μιλάνο, Τορίνο, Γένοβα και όχι τα δάση του Βιετνάμ, ή της Βολιβίας».….. Από τις δημόσιες και τις λιγότερο δημόσιες παρεμβάσεις αναδύονται τρεις ψυχές μέσα στο συνέδριο.
Η πρώτη, πιο «κινηματική», δίνει προτεραιότητα σε μαζικές συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας, εξ ολοκλήρου εντός του κινήματος και χωρίς μια οργανωμένη ηγεσία. Η δεύτερη, με την υποστήριξη του Curcio, υποθέτει μια σταδιακή μετάβαση στην ένοπλη αντίσταση ξεκινώντας από τα εργοστάσια, μέσω μικρών πυρήνων αλλά πάντα συνδεδεμένων με τις μάζες και τις «πραγματικότητες βάσης».
Η τρίτη προβλέπει μια περαιτέρω, άμεση στρατιωτικοποίηση των ομάδων που αποτελεί προάγγελο της παρανομίας, διασπώντας και τις σχέσεις με το κίνημα. Στο Pecorile, θα προκύψει νικηφόρα η γραμμή του Curcio: ο Simioni και η ομάδα του (Berio, Mulinaris) θα απομονωθούν και θα κρατηθούν εκτός συζήτησης επειδή κατηγορούνται ότι θέλουν να κατακτήσουν την ηγεμονία εντός της οργάνωσης.
Για πρώτη φορά σε αυτά τα βουνά, πολλοί, μεταξύ των οποίων η Μάρα και ο Ρενάτο, θα δοκιμάσουν τα όπλα: ο Κούρτσιο καταγγέλλει αμέσως την ανεπάρκειά του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στο πανδοχείο καραμπινιέροι και αστυνομία, για να συλλέξουν πληροφορίες και ονόματα των συμμετεχόντων: όλοι είχαν ήδη παρακολουθηθεί πριν ακόμη ξεκινήσουν
Ζητήθηκε από έναν σύντροφο, ανώνυμο για να τον προστατεύσουμε, τον οποίο όμως συνοψίζω εδώ διότι γράφει πράγματα με τα οποία συμφωνώ: “Αν ήξεραν, αν γίνονταν γνωστές με αυτόν τον πλούτο λεπτομερειών (για να γινόμαστε σαφείς, χωρίς να δικαιολογούμε κανέναν, να καταλάβουμε αμέσως ο ένας τον άλλον) αν ήταν τόσο γνωστές σε αυτή τη χώρα, οι δυναμικές που οδήγησαν στο σχηματισμό της Gladio, της [στοάς] P2, όλων των σφαγών φασιο-πιδουιστικής-μασονικής προέλευσης, του πραξικοπήματος Borghese του 1970, της δολοφονίας του Πιερπάολο Παζολίνι το 1975, θα μπορούσα να συνεχίσω με την Ustica κ.λπ. κ.λπ., ποια θα ήταν η αντίδραση των συντρόφων;
Ο καθένας να κάνει τις δικές του σκέψεις, τις δικές του συγκρίσεις και αντιπαραβολές και να σταθμίσει τις αντιφάσεις αυτής της Χώρας μας. Ένας αγαπητός Παρτιζάνος Σύντροφος μου είπε ότι, μόλις τελείωσε η «Φάση της Αντίστασης», πειστήκαμε να παραδώσουμε τα όπλα μας, μέσα σε χίλιες αμηχανίες, αμφιβολίες και βάσανα.
Εγώ το έκανα επιστρέφοντας το τουφέκι μου στα χέρια του Terracini! Αλλά θα είχαμε θελήσει να συνεχίσουμε: φυσικά οι αμερικανοί και οι άγγλοι ασκούσαν τεράστια πίεση!”
Με τα χρόνια, ο ιταλικός λαός θεωρήθηκε τροφή για τα κανόνια (1915-18), ένα κοπάδι προβάτων (φασισμός και δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος), όχι πολύ ώριμος για να μάθει την Αλήθεια (Κρατικές σφαγές, Gladio, P2, Εγκλήματα της μαφίας), κάθε «εποχή» ένα μυστήριο. Έντεχνα δημιουργημένο.
Τα δημιούργησαν και στον αριστερό ένοπλο αγώνα, αλλά με δυσκολία γιατί οι ιστορίες των πρωταγωνιστών είναι πολύ ξεκάθαρες (ειδικά η συνέντευξη του Moretti στην Rossanda, αλλά και πολλών άλλων, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού του Κινήματος, στον οποίον αντιτίθεται περισσότερο το Σύστημα και τον κυνηγά – Paolo Persichetti – θεμελιώδης ο πρώτος του τόμος που καλύπτει την περίοδο περίπου μέχρι τις μεγάλες συλλήψεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980).
Για τους νεοφασίστες τρομοκράτες, αντιθέτως, αγαπημένους της αστυνομικής διεύθυνσης, υπηρέτες των αφεντάδων, η ιστορία γράφτηκε με μια φράση: «Καλά παιδιά, λίγο πληθωρικοί», ή «συνάδελφοι που λάθεψαν”.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: αυτό το κομμάτι, εκτός από το αρχικό ρητορικό, δεν είναι δικό μου, αλλά περιέχει υλικό από το Infoaut, από μια ανάρτηση της Grazia Medri από την οποία ζητώ συγγνώμη για την κλοπή φράσεων, και άλλων συντρόφων που θα αναγνωρίσουν τις φράσεις τους στο κείμενο, αλλά των οποίων τα ονόματα –σκέψου πόσο περίεργο– δεν μπορώ πια να θυμηθώ.
Ευχαριστώ όλες και όλους.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος org