Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης
«Σε μια εβδομάδα μετά τις εκλογές θα μπουν οι μπουλντόζες στο Ελληνικό», ισχυρίζονταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Άδωνις Γεωργιάδης στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, θέλοντας να ξεμπροστιάσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και να τονίσουν την ανικανότητα της κυβέρνησής του να μη καταφέρει να δώσει λύση στο πρόβλημα τα τέσσερα χρόνια που κυβερνούσε τη χώρα. Βέβαια το Ελληνικό είχε αδειάσει ήδη από το 2001 όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το «Ελευθέριος Βενιζέλος» και από τότε μέχρι το 2015, που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, επί 14 ολόκληρα χρόνια όχι μόνον δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα απολύτως για το Ελληνικό αλλά με δική τους ευθύνη ρήμαξαν σιγά – σιγά και όλες οι μεγάλες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, αφού καμία απολύτως πρόβλεψη και κανένας σοβαρός προγραμματισμός δεν είχε γίνει για τη μελλοντική τους χρήση. Δισεκατομμύρια ευρώ πήγαν χαμένα.
Ωστόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη που δικαιούται να μιλάει αφού επί των ημερών της προχώρησαν ουσιαστικά και καθοριστικά οι δαιδαλώδεις διαδικασίες για να ξεκινήσουν επιτέλους τα έργα της επένδυσης στο Ελληνικό. Το παραδέχτηκε δημόσια ο ίδιος ο Άδωνις Γεωργιάδης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Ανάπτυξης, εγκωμιάζοντας το έργο της Πέτης Πέρκα, συντονίστριας (επί ΣΥΡΙΖΑ) της επένδυσης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά.
Η προεκλογική «μια εβδομάδα» λοιπόν της Νέας Δημοκρατίας έγινε ήδη επτά μήνες και όπως φαίνεται η επένδυση και η αξιοποίηση του Ελληνικού θα καθυστερήσει, δυστυχώς, πολύ περισσότερο.
Μόλις χθες η Hard Rock International, αναφέρει σε ανακοίνωσή της, ότι κατέθεσε προδικαστική προσφυγή στην Ελλάδα αναφορικά με την πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ) για το καζίνο στο Ελληνικό.
«Έχουμε εμπιστοσύνη ότι οι δικαστικές και διοικητικές Αρχές στην Ελλάδα ή την Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναγνωρίσουν ότι η Hard Rock έχει αντιμετωπιστεί μεροληπτικά», τονίζεται στην ανακοίνωση της Hard Rock International.
Αυτό σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια μακρά και εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία ενστάσεων και προσφυγών που σ’ αυτό το επίπεδο μπορεί να πάρει χρόνια μέχρι να επιλυθεί στα ελληνικά αλλά και τα διεθνή δικαστήρια. Και μιλάμε ακόμη μόνον για το καζίνο. Για την υπόλοιπη επένδυση δεν ξέρουμε πότε και αν θα προχωρήσει.
Συμπέρασμα: Μάλλον είχε δίκιο ο Γιώργος Καλαντζής όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου έλεγε ότι όσο ζει ο Βαρδινογιάννης, η επένδυση στο Ελληνικό δε πρόκειται να γίνει…
Ο χορός της επίθεσης σε πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες είχε ξεκινήσει πριν δέκα περίπου χρόνια από την εποχή των αγανακτισμένων. Τότε στην πλατεία Συντάγματος φώναζαν και μούτζωναν τη Βουλή οι ακροδεξιοί της απάνω πλευράς και οι αριστερίζοντες φιλοσυριζαίοι και «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» της κάτω πλευράς. Τότε γίνανε και οι επιθέσεις με γιαούρτια σε Πάγκαλο, Βενιζέλο κ.ά., τότε και οι προπηλακισμοί εναντίον του πρόεδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στη Θεσσαλονίκη, τότε και η συγκέντρωση των δικών μας «αγανακτισμένων» στις τοπικές παρελάσεις και έξω από το «Όσκαρ» στις μεταδόσεις παραστάσεων όπερας από τη Νέα Υόρκη.
Ύστερα όταν έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ πήραν οι …«άλλοι» τη σκυτάλη και συνέχισαν τον μαύρο κύκλο των επιθέσεων εναντίων των υπουργών και άλλων αξιωματούχων της κυβέρνησης. Το φαινόμενο εντάθηκε με τη συμφωνία των Πρεσπών όπου πέρα από τις επιθέσεις, τις απειλές και τους ξυλοδαρμούς, είχαμε και την μικροπολιτική, λαϊκίστικη και εντελώς ανεύθυνη στάση της Νέας Δημοκρατίας.
Δυστυχώς το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο συνεχίζεται τώρα με τις απειλές και τις επιθέσεις οπαδών του ΠΑΟΚ για τις γνωστές εξελίξεις στο θέμα του πρωταθλήματος της Super league.
Τα κόμματα και οι υπεύθυνοί τους έχουν πολύ μεγάλη ευθύνη για το επικίνδυνο αυτό φαινόμενο. Το οποίο όχι μόνον πρέπει να καταδικάζεται με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο από όλους τους εχέφρονες πολίτες και πολιτικούς αλλά και οι δράστες να τιμωρούνται παραδειγματικά και να απομονώνονται από τους υπόλοιπους.
Ο σεβασμός στους θεσμούς είναι πρωταρχικό εχέγγυο για μια υγιή δημοκρατία αρκεί και οι εκπρόσωποι των θεσμών να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και του εξαιρετικά σοβαρού ρόλου που διαδραματίζουν σε μια ευνομούμενη κοινωνία.