Dark Mode Light Mode

5 Οκτώβρη 1974, Μιγκέλ Ενρίκεζ

11/09/2020

θα σας διαβάσω κάποια μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο της Κάρμεν Καστίγιο, ‘Μία νύχτα στο Σαντιάγο’.

Η Κάρμεν Καστίγιο έζησε από κοντά την ιστορία του MIR – Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς – [όταν η λέξη αριστερά είχε ακόμη σημασία], τόσο πριν όσο και μετά τη δολοφονία του Σαλβαδόρ Αλλιέντε και την άνοδο του Πινοσέτ στην Χιλή.

Από τον πρόλογο λοιπόν του βιβλίου : ‘δεν είναι η στρατευμένη γυναίκα που μιλάει, είναι η γυναίκα. Μια γυναίκα όμως που ανακαλεί στρατευμένους’ τονίζει χαρακτηριστικά για το βιβλίο της το οποίο χαρακτηρίζει ’σπάνιο δημιούργημα’ ο Nouvelle Observateur, που είναι μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γαλλία, όπου κυκλοφόρησε το 1979.
Διαβάζουμε λοιπόν :

‘Χιλή. Ο Μιγκέλ Ενρίκεζ, γενικός γραμματέας του Επαναστατικού Αριστερού Κινήματος, σκοτώθηκε στο Σαντιάγκο, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης με τον στρατό. Σκοτώθηκε το Σάββατο, 5 Οκτώβρη, κατά τη διάρκεια πολύωρης ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ μελών του MIR που ήταν περικυκλωμένοι σ’ ένα σπίτι του Σαν- Μιγκέλ, λαϊκής συνοικίας του Σαντιάγκο, και ένοπλων δυνάμεων’.

Το σύντομο και λακωνικό επίσημο ανακοινωθέν, που αναγγέλλει το θάνατο του κυριότερου αρχηγού του ΚΕΑ δεν δίνει ούτε τον αριθμό ούτε τα ονόματα των άλλων θυμάτων, εκτός από την κόρη του πρώην πρύτανη του καθολικού Πανεπιστημίου του Σαντιάγκο, κα Κάρμεν Καστίγιο Ετσεβερρία, που αγωνίστηκε στο πλευρό του. Τραυματισμένη, έχει εισαχθεί σε νοσοκομείο.

Μια εφημερίδα του Σαντιάγκο, η Τercera, αναφέρει ότι ένας ανιψιός του τελευταίου προέδρου της Χιλής, ο Αντρές Πασκάλ Αλλιέντε, από τους ηγέτες του MIR, έχει επίσης τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, αλλά η είδηση δεν επιβεβαιώθηκε επίσημα.

Μ’ αυτές τις λέξεις ανακοίνωσε η Monde της 8ης Οκτώβρη του ‘74 το επεισόδιο απ’ το οποίο αντλεί την καταγωγή του αυτό το βιβλίο. Η Κάρμεν Καστίγιο – που πιάστηκε και, αργότερα, εξορίστηκε στη Γαλλία – επιχειρεί εδώ μια πλατιά αναδρομή στις αναμνήσεις, προς εκείνη την 5η του Οκτώβρη.

Μας εκθέτει ένα ημερολόγιο με πολλές σκηνές : το γαλάζιο σπίτι της Σάντα Φε, όπου ένας άντρας, μια γυναίκα και τα παιδιά τους έζησαν την αντίσταση στη δικτατορία. Το σπίτι των βασανιστηρίων ‘Χοσέ Ντομίνγκο Κάνιας’, στην καρδιά του Σαντιάγκο, η Κούβα, όπου βρίσκονται όσοι επέζησαν, το Παρίσι.

Ένα πολυφωνικό ημερολόγιο, που αντηχεί και τον λόγο των άλλων. Της αδελφής του Αλλιέντε, του βασανιστή αξιωματικού, της μαχήτριας του ΚΕΑ, Της ΒΑΣΑΝΙΖΌΜΕΝΗΣ, ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΎ, ΤΟΥ ΦΊΛΟΥ.
ΣΕΛΊΔΕΣ ΥΠΟΒΛΗΤΙΚΈΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΉ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΌΤΗΤΑ Της ΚΑΤΑΠΊΕΣΗΣ. ΣΤΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΌ ΞΕΤΎΛΙΓΜΑ των εικόνων, που όλες τους συγκλίνουν προς εκείνη την ημέρα-τομή, η απελπισία συνυπάρχει με την ζωή, η προσμονή της ελευθερίας με την επιθυμία της εκδίκησης, το μίσος, η αγάπη. Ανασυντίθεται, κομμάτι-κομμάτι, το παζλ, που αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο την Αντίσταση στη Χιλή, ρέει αβίαστα ο λόγος, που ομολογεί ότι κάθε αντίσταση δεν μπορεί να ξεπηδάει παρά μόνο από την αγάπη.

Jean-Claude Barreau.

Σελίδες 170-176:

Η Λάουρα Αλλιέντε, αδελφή του δολοφονημένου Προέδρου, γιαγιά της Καμίλ, βρίσκεται στο νοσοκομείο της Αβάνας βαριά άρρωστη. Εδώ και τρεις μέρες αναλαβαίνει από μια εγχείρηση, πονάει πολύ, πάρα πολύ. Ούτε ένα παράπονο, δεν μπορεί καν ν’ ανεχτεί την ιδέα ότι θα ενοχλήσει τους άλλους. Στην Κούβα, όπου η οικογένεια κρατάει τις βάρδιες στο νοσοκομείο, διαλέγω το βραδινό ωράριο.

Οι επισκέψεις αραιώνουν, μαζί με το σκοτάδι έρχεται κι η γαλήνη. Η Λαουρίτα είναι ξαπλωμένη σ’ ένα λευκό κρεβάτι, απ’ το μικρό παράθυρο φαίνονται μερικά αστέρια σ’ ένα κομμάτι ουρανού, σύννεφα που γλιστρούν γρήγορα, μαρτιάτικος άνεμος φυσάει στην Αβάνα. Αισθανόμαστε όμορφα, μοναχές μας, και μετά από μια σιωπή, αρχίζουμε αβίαστα, χωρίς κανένα βολονταρισμό- η ερώτηση θαρρείς αναβλύζει.

Πες-μου Λαουρίτα, por favor, που ήσουν το Σάββατο, στις 5 Οκτώβρη ; Με κοιτάζει, και μου κάνει μια ανεπαίσθητη κίνηση. Μετά δάκρυα- ένα, δύο, κι άλλα, κι άλλα. …και σιωπή. Φαντάζομαι ότι αποκοιμήθηκε. Θα είναι κουρασμένη, σίγουρα, δεν μπορώ να επιμείνω.

Ξανανοίγει τα μάτια, εκείνα τα ωραία χρυσά μάτια της, πετάει αλλού, πολύ μακριά, κοντά στον Μιγκέλ. Το βλέμμα της καρφωμένο στο ταβάνι, και μετά μένει πάνω μου. Είμαι καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι, έτοιμη να την ακούσω. Γιατί, με ρωτάει, γιατί να βασανιζόμαστε έτσι ;

Δεν ξέρω. …η ανάγκη να μάθουμε περισσότερα, δεν ξεχνούμε – γιατί λοιπόν να σωπαίνουμε ; Κάθε άλλο, είναι καλό να μοιραζόμαστε, να ξαναζούμε τις αγάπες μας μαζί μ’ αυτούς που αγαπούμε. Ο καθένας, βέβαια, το βλέπει διαφορετικά, αν δεν μπορείς, αν δεν θέλεις. …αύριο, ή μεθαύριο. …έχουμε καιρό, δεν πρέπει να βιαζόμαστε.

Η Λαουρίτα αρχίζει να μιλάει, σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, η λευκή γύμνια της κάμαρας σβήνει, σκιαγραφεί εικόνες που αρχίζουν να ζουν, το νοσοκομείο εξαφανίζεται, και ξαναβρισκόμαστε στο Σαντιάγκο.

Η νύχτα του Σαββάτου 5 Οκτώβρη : η ψυχρότητα μιας ραδιοφωνικής είδησης, λιγόλογης και αδυσώπητης. Η Λαουρίτα αποφεύγει εκείνες τις λέξεις, της αναστάτωσης και της φρίκης. Δεν λέει πως ξεπέρασε το χτύπημα και τα πρώτα λεπτά της παγωμένης περισυλλογής. Προχωρεί, στα γρήγορα, σ’ εκείνην τη δύναμη που την έστησε και πάλι όρθια, που την ώθησε έξω, να πάει να βρει εκείνους που υποφέρουν όσο κανείς άλλος.

Η Λαουρίτα ξέρει ότι θα καταφέρει να τους δει, θέλει να πάει εκεί, να είναι με τους γονείς του Μιγκέλ το ίδιο εκείνο βράδυ. Κατευθύνεται, χωρίς δισταγμό, προς το σπίτι της λεωφόρου Προβιντέντσια. Έχει περάσει μήνας, ίσως, από τότε που οι στρατιωτικοί είχαν μεταφέρει το Δον Εντγκάρντο Ενρίκεζ, υπουργό της λαϊκής κυβέρνησης, από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του νησιού Ντάουζον, στο σπίτι του. Του απαγόρευαν κάθε μετακίνηση. Ήταν κρατούμενος, σπίτι του, κάτω από αυστηρή επιτήρηση.

Η Λαουρίτα δεν υπακούει στις διαταγές αυτού του συρφετού των δολοφόνων. Πηγαίνει στο πλευρό του δον Εντγκάρντο και της σενιόρα Ρακέλ, περνάει τα μπλόκα που κυκλώνουν το τετράγωνο.
Είχε πλημμυρίσει ο τόπος, οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια, το πάρκο, απέναντι απ’ το κτίριο το πλάτωμα, βρίθουν από στρατιώτες.

Άντρες με πολιτικά, οπλισμένοι, είναι μαζεμένοι στο χωλ, στην είσοδο, ακουμπάνε στους τοίχους, στη σκάλα και στους διαδρόμους. Οι άνθρωποι με τα γκρι και τα μαύρα χαμηλώνουν τα βλέμματα, κολλούν στους τοίχους, εκμηδενίζονται στο πέρασμα αυτής της περήφανης γυναίκας. Φοβούνται και τις σκιές που την συνοδεύουν. Δεν ζητάει την άδεια, περνάει με το αγέρωχο βήμα της, χωρίς καν να τους κοιτάξει.

Η Λαουρίτα, η αριστοκρατικότητα αυτής της γυναίκας, η ομορφιά των λεπτών χαρακτηριστικών της, τα μελιά της μάτια, γεμάτα θέληση. Καταλαβαίνω γιατί δεν τόλμησαν να εμποδίσουν το σίγουρο βήμα της που ανεβαίνει τη σκάλα, προς το μέρος όπου απόθεσαν το σώμα του ‘τρομοκράτη’.

Της ανοίγει την πόρτα ο δον Εντγκάρντο. Είναι ακόμα πιο επιβλητικός απ’ ότι συνήθως, η ευγένεια της φυσιογνωμίας του εντονότερη μέσα στον πόνο του, μια απροσδόκητη λάμψη στο βλέμμα του. Ήταν μόνοι τους, νομίζω, η σενιόρα Ρακέλ κι ο δον Εντγκάρντο. Στη μεγάλη σάλα, το φέρετρο.

Δον Εντγκάρντο : δεν είναι ο υιός μου αυτός, Λαουρίτα, κοιτάξτε πως τον κατάντησαν. Η Λαουρίτα αρνείται. Όχι, δεν θα τον δει. Ο Μιγκέλ δεν πέθανε. Είναι δυο βδομάδες μόλις που τον είχε συναντήσει. Ο Μιγκέλ γελούσε – δεν θα χαλάσει αυτή την εικόνα, τη λεπτότητα του χιούμορ του, την αλλόκοτη ταχύτητα των λέξεων του, που μπερδεύονται, το πάθος που κυριαρχεί – ο Μιγκέλ έχει τη χάρη, τη λάμψη του γέλιου και απότομα, τη δύναμη της σοβαρότητας.

Όχι, η Λαουρίτα μένει στη διπλανή κάμαρα, ένας τοίχος την χωρίζει απ’ το φέρετρο, που δίπλα του ξαπλώνουν αργότερα ο δον Εντγκάρντο και η σενιόρα Ρακέλ, τις ατέλειωτες ώρες μιας νύχτας, της νύχτας του Σαββάτου 5 Οκτώβρη. Η κηδεία, που μόνο η οικογένεια την ακολουθεί.

Η συνοδεία : δεκάδες στρατιωτικά τζιπ, φορτηγάκια κι άλλα αυτοκίνητα της D.I.N.A. ‘Αυτοί’ φοβόταν, τι όμως ; Στρατιωτικοί, με στολή και με πολιτικά, γεμίζουν τα πεζοδρόμια, τις διασταυρώσεις, τις όχθες του ποταμού Μαπότσο μέχρι την καρδιά της βορειανατολικής περιοχής της πόλης.

Πλήθος στρατιωτών στις πόρτες του νεκροταφείου. Οι φάτσες τους, αυτή η επίδειξη δύναμης, δείχνουν καθαρά ότι, ακόμα και στο ζενίθ του θριάμβου τους, αισθάνονται κίνδυνο. Σαν να φοβούνται μήπως πέσει τίποτα στα κεφάλια τους, και πυκνώνουν τις γραμμές τους για να αντιμετωπίσουν αυτήν την εναγώνια, υπερκόσμια προαίσθηση, σαν κάτι να ‘πρεπε να συμβεί. Κι όμως. …ο Μιγκέλ ήταν μόνος, εκείνη την μέρα.

Ένας τάφος είναι σκαμμένος στην σκληρή γη. Το θάρρος της μητέρας του, η δύναμη της περηφάνιας της : ‘δεν πέθανες, υιέ μου, ζεις στην καρδιά του λαού, ανάμεσά μας’. χρειάζονταν κουράγιο – αλλά και πόση αγάπη! Αυτά τα απλά λόγια ηχούν διαφορετικά, ανάμεσα στις στολές, το γκρίζο και το μαύρο. Μου είπαν ότι πάνω στον τάφο του υπάρχουν κόκκινα λουλούδια όλο τον χρόνο.

Τέλος, η Λαουρίτα φεύγει. Κάτω, στη σκάλα, την συγκρατεί μια ομάδα αντρών της DINA. Καρφώνει πάνω τους τα μάτια της και τους λέει : ‘έχετε άραγε ακόμη την ικανότητα να σκέφτεστε ; Μήπως δεν καταλαβαίνετε ;

Σκοτώσατε ένα αγόρι, ένα αγόρι που έδωσε τη ζωή του για σας. Ναι. …δεν ήθελε άλλο, παρά δικαιοσύνη και ελευθερία. Θα έπρεπε να αισθάνεστε να σας πνίγει η ντροπή, ντροπή για την χυδαιότητα της δουλειάς που κάνετε εδώ’. Μένουν άφωνοι, καρφωμένοι στο πάτωμα, ούτε μια λέξη δεν βγαίνει απ’ το στόμα τους. Η εξουσία τους καταρρέει, γιατί αυτή η γυναίκα δεν τους φοβάται.

Η Λαουρίτα τους αντιπαραθέτει τη σιγουριά της, τους φωνάζει την πίστη της. Ακόμα κι εγώ, σήμερα, είμαι αναστατωμένη. Ποιος θα τολμούσε να μιλήσει έτσι ; Η δύναμη της πίστης της κλονίζει τον εχθρό. Και μας ελέγχει.

Η Λάουρα Αλλιέντε ήταν βουλευτίνα των σοσιαλιστών, με απόλυτη πλειοψηφία στις τρεις ψηφοφορίες, στην περιφέρειά της. Η δημοτικότητά της ανάμεσα στους φτωχούς και τους άκληρους αναγνωρίζεται από φίλους και εχθρούς. Είναι εξήντα χρόνων, μητέρα τεσσάρων παιδιών. Ένα τους, ο Αντρές Πασκάλ Αλλιέντε, ανέλαβε τη διεύθυνση του MIR. έτσι έγραψαν οι εφημερίδες.

Και εμείς, στην Αβάνα, αναθυμόμαστε. Ο Μιγκέλ λείπει, το ξέρω. Όμως αγαπούμε – και με τι παράξενο πάθος- κι αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Ο Μιγκέλ, είναι μια νίκη ενάντια στην βιαιότητα και την μνησικακία. Για πάντα.

Η Λαουρίτα συνεχίζει την αφήγησή της, ακολουθεί τα νήματα των αναμνήσεών της. Ξεχνάει την αρρώστια της, αυτή τη στιγμή γελάει, μ’ ένα από εκείνα τα ξεσπάσματα του Μιγκέλ, τον καιρό της πρώτης τους συνάντησης στην παρανομία.

Ήταν τον Αύγουστο του ‘74, νομίζω, όταν ο Μιγκέλ τα κατάφερε να της στείλει το πρώτο μήνυμα. Μα αυτό το αίτημα, να συμμετάσχει σε μια συγκεκριμένη προσπάθεια, δεν ήταν η πρώτη πράξη της Λαουρίτα ενάντια στους στρατιωτικούς.

Απ’ την επαύριο, κιόλας, του πραξικοπήματος, έκανε κάθε είδους διαβήματα, για να βοηθήσει τους ανθρώπους ν’ αντισταθούν στην πείνα και την καταπίεση. Βοηθούσε τους καταζητούμενους να γίνουν δεκτοί στις πρεσβείες, μάζευε χρήματα και τρόφιμα, που τα πήγαινε στις φυλακές και τις φτωχογειτονιές.

Μια μέρα είδε το μικρό της διαμέρισμα, στα προάστια του Σαν Βοργία, γεμάτο μέχρι το ταβάνι αυγά, δωρεά, ‘δεν ήξερα τι να τα κάνω, κυριολεκτικά υπήρχαν παντού αυγά’. απ’ τις φυλακές στις φτωχογειτονιές, προλαβαίνοντας τους όλους, έτσι περνούσαν οι μέρες της Λαουρίτα στο Σαντιάγκο. Ένα πρωί κάποιος της έφερε ένα γράμμα του Μιγκέλ, σε κίτρινο χαρτί, από τσιγάρα.

Δεν μπορεί να ξεχάσει το πυκνό γράψιμο, μερικές φράσεις : ‘είναι ανάγκη να σας ζητήσουμε μια υπηρεσία, που μπορεί να σας δημιουργήσει προβλήματα. Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι θα τολμήσουν να σας αγγίξουν. Η υπόθεση είναι ότι πρέπει να συζητήσετε με τον Κόνιο Αγκιλάρ, τον ‘Ισπανό’ – τον ξέρετε – και τον Πελάο, τον ‘φαλακρό’, στην φυλακή της πολεμικής Ακαδημίας της Αεροπορίας, την A.G.A. είναι μια από τις προϋποθέσεις, που βάλαμε στον στρατηγό Σεμπάλλος, αρχηγό της S.I.F.A.[ της μυστικής υπηρεσίας του στρατού αέρος] και που εμπεριέχεται στο πνεύμα μιας υποτιθέμενης ‘διαπραγμάτευσης’ ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς : μας προτείνει την απελευθέρωση των φυλακισμένων, και αμνήστευση, έξω από τα σύνορα της χώρας – και σε αντάλλαγμα το οριστικό σταμάτημα του αγώνα του ΕΑΚ.

ΕΊΝΑΙ ΜΆΛΛΟΝ ΠΕΡΙΤΤΌ ΝΑ Σας ΞΕΚΑΘΑΡΊΣΟΥΜΕ ΌΤΙ ΘΑ ΑΡΝΗΘΟΎΜΕ ΚΙ ΌΤΙ ΘΑ ΚΑΤΑΓΓΕΊΛΟΥΜΕ ΑΥΤΉΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΊΗΣΉΣ ΜΑΣ και διαίρεσης της αριστεράς. Πίσω απ’ τον Σεμπάλλος θα βρούμε σίγουρα τον στρατηγό Λέιθ – εφ όσον η έκταση της προσφοράς μας κάνει να πιστεύουμε ότι υπάρχει η συγκατάθεση της χούντας.

Εν ολίγοις, θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ευκαιρία για να συναντήσουμε τα δύο μέλη του Πολιτικού Γραφείου, που είναι φυλακισμένοι. Αυτό είναι που σας ζητούμε να κάνετε. Ούτε που θα περάσει απ’ το μυαλό του Σεμπάλλος ότι σκεφτήκαμε εσάς.

…αλλά εσείς μας εμπνέετε την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, γι αυτή τη λεπτή υπόθεση. Δεν σας κρύβω ότι μπορεί να υπάρξει, στη συνέχεια, πιθανότητα εξορίας σας από την χώρα. Σας φιλώ. Μιγκέλ’.
Η απάντηση της Λαουρίτα στον Μιγκέλ : ‘ Σύμφωνοι, το μόνο που θέλω είναι να κάνω περισσότερα πράγματα. Είμαι ευτυχής που θα δουλέψω μαζί σου’.

Από την σελίδα 184 :

‘τα λόγια του Μιγκέλ αντηχούν στο δωμάτιο του νοσοκομείου στην Αβάνα, και η Λαουρίτα φέρνει κοντά-κοντά δύο ημερομηνίες, η απόστασή τους ενός χρόνου, σβήνεται για την Λαουρίτα εκείνη η μέρα, η 5η Οκτώβρη, μπερδεύεται, συμπλέκεται με τις 11 Σεπτέμβρη του 1973, τη μέρα του πραξικοπήματος.

Τις δύο αυτές μέρες, τις κάνει ένα, κι απ’ την μια φτιάχνει δυο, από τη μια πάει στην άλλη, χωρίς ασυνέχεια, απροειδοποίητα. Βρίσκει περιττή κάθε διευκρίνηση, συνεχίζει, μια και μόνη αφήγηση. Για να μάθετε τι συνέβη στις 5 Οκτωβρίου στην οδό Santa Fe, μπορείτε να ανατρέξετε στο άρθρο του Gabriel García Márquez: «Η μάχη στην οποία πέθανε ο Miguel Enríquez, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της Χιλής» αλλά πάνω από όλα στο όμορφο βιβλίο που μας άφησε η Κάρμεν.

Μια μέρα του οκτώβρη στο Σαντιάγο, ένα έργο που κλονίζει λόγω της επαναστατικής του ευαισθησίας. Είναι ένας φόρος τιμής στη συλλογική και στρατευμένη ζωή και στα όνειρά τους, ωστόσο είναι και το θλιβερό λυκόφως μιας από τις ζωές τους.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος       αέναη κίνηση

Προηγούμενο άρθρο

Εκδήλωση του ΚΚΕ στη Θάσο

Επόμενο άρθρο

Εκτροπή οχήματος με ανατροπή στον δρόμο του Παληού (φωτογραφίες)