Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
«Έλα», μου έλεγε, «έλα».
Μπροστά πήγαινε «αυτό», και με καλούσε. Εμένα καλούσε ξωπίσω του και γω να πάω. Μόνο η φωνή του ακούγονταν.
Διάφανη η ύπαρξή του.
Σχεδόν αόρατο.
Ψιθυριστή ήταν η φωνή του.
Σαν ψεύτικη έφτανε στ’αυτιά μου…..κι ανθρωπινή, δεν ήταν.
Στοιχειό.
«Έλα», μου έλεγε, «έλα».
Και πήγαινα.
Άβουλα πήγαινα.
Και προχωρούσα.
Μόνα τους τα βήματα μου.
Σε μονοπάτι, στενό, δύσβατο κι ανηφορικό, ανάμεσα σε δέντρα ψηλά ουράνια προχωρούσα, και να αρνηθώ στο κάλεσμα αυτό, τη δύναμη δεν είχα.
Και πήγαινα.
Κι ανέβαινα ψηλά.
Κι όλος πίσω μου ο κόσμος μίκραινε….. και ο τόπος όλος σβήνονταν στο κατόπι μου…. κι εγώ έφευγα, έφευγα εγώ.
Και περπατούσα, προχωρούσα, άλλοτε έσερνα τα πόδια μου κι άλλοτε χαμηλοπετούσα κι όλο ανέβαινα.
Δεν ξέρω πόσος χρόνος κύλησε, ούτε μπορώ να υπολογίσω. Μπορεί κάποια λεπτά τής ώρας νά’ταν, μα ίσως και χρόνια πολλά, δεκάδες χρόνια.
Και προχωρούσα, κι όλο πιο ψηλά ανέβαινα. Κούραση πολλή, το σώμα μου πονούσε, ιδρώτας στο κορμί μου.
Άξαφνα, χάθηκαν από εμπρός μου κι απ’τα γύρω μου τα δέντρα όλα.
Βράχια μεγάλα ξεπρόβαλλαν στη θέση τους. Όγκοι γρανιτένιοι, θεόρατοι, σκόρπιοι εδώ και κει. Ωσάν μετέωροι να ήταν στην αρχή μου φάνηκε. Σαν πλοία νά’ταν φτερωτά που πέταξαν κι ύστερα εξώκειλαν και στάθηκαν σε κορυφές ψηλές, απάτητες. Την ίδια εκείνη την στιγμή χάθηκε από τα μάτια μου ο καλεστής μου, εκείνο το στοιχειό.
Και σίγησε η φωνή του.
Το μονοπάτι ξάνοιξε, έγινε πλάτωμα με διαστάσεις άπειρες, μάκρυνε και ο ορίζοντας κι εγώ απόμεινα γυμνός.
Ένας άνεμος αλλόκοτος, καυτός και δροσερός συνάμα φύσηξε εντός μου μα και στο πρόσωπό μου.
Σήκωσε τον ιδρώτα μου ο αιθέρας.
Ανάδευσε τα μακριά μαλλιά μου που είχαν στην ιδρωμένη πλάτη μου κολλήσει. Τα ξεσήκωσε.
Και καθώς ο άνεμος δυνάμωνε, μαστίγωναν το πρόσωπό μου και το κορμί μου όλο.
Λίγες στιγμές ακόμα, μπορεί κι άπειροι να πέρασαν αιώνες, κι ύστερα, μια αντάρα πυκνή σαν άσπρη σκόνη υγρή, μού’κοψε την ανάσα, μα και συνάμα όμως μια γαλήνη, θεϊκή με τύλιξε.
Λες κι ο θάνατος.
Δυο βήματα με κόπο πολύ έσυρα ακόμα, κι όλος γύρω μου ο τόπος χάθηκε στα ξαφνικά, απότομα, και τρόμαξα πολύ. Σε μια στάλα έδαφος νιώθω να πατούν τα πόδια μου. Μια πέτρινη προεξοχή στο άπειρο σταλμένη από δυνάμεις κοσμικές κάτω μου πατώ.
Και φως.
Φως και ήλιος, ήλιοι δυνατοί πολλοί σκόρπισαν την αντάρα και γω στου σύμπαντος το κέντρο βρέθηκα.
Ίσα που ισορροπώ στο χάος.
Γκρεμός εμπρός και γύρω μου.
Παντού.
Σκύβω, ρίχνω τα μάτια χαμηλά να δω. Δυσθεώρητο το βάθος. Κάτω κυλά ποτάμι βουερό και μέσα στα διάφανα νερά του, μια γυναίκα κολυμπά.
Σμίγω τα ματόκλαδά μου να την διακρίνω καλύτερα, να δω αν τη γνωρίζω.
Κάτι η όψη της μου λέει.
Βάζω σκέπη την παλάμη μου να διώξω την αντηλιά, σαν, όπως κάνω στις κορφές των βουνών που ανεβαίνω για να θωρώ όπως επιθυμώ τον κόσμο από ψηλά.
Και την γνωρίζω.
Εκείνη είναι….ναι εκείνη.
Εκείνη είναι κάτω εκεί και με καλεί.
«Έλα, μου λέει, έλα. Είναι ψηλά, μα μη φοβάσαι.»
Μένω για λίγο σιωπηλός.
«Θάρθω μάνα, θάρθω, μα δεν έφτασε ακόμα η ώρα. Ξέρω πως με πεθύμησες και γω το ίδιο μάνα, μα να κρίνω εγώ την ώρα αυτή δεν τη μπορώ, δεν δύναμαι…
Άλλες δυνάμεις μάνα μου ορίζουν την στιγμή που το άλμα αυτό ο άνθρωπος το κάνει… και συ αυτό καλά το ξέρεις, το γνωρίζεις.»
Και μου απαντά με αληθινή φωνή όμως τώρα:
«Θα είμαι εδώ, θα περιμένω….», μου μιλά
κι ύστερα χάνεται στα βάθη τα υγρά, τα τ’ άγνωστα,….
τα σκοτεινά τα βάθη….
Τρέμω, παραληρώ, ίδρως ξανά στο πρόσωπό μου…
κρύος ιδρώτας μα στην ψυχή μου ζεστασιά.
Τα μάτια μου ανοίγω.
Μια αχτίδα φωτός του ήλιου προβάλλεται από μια του παραθύρου χαραμάδα απέναντι στον τοίχο….
μια φωτεινή γραμμή….
κι είναι η ζωή αυτή….
είναι η ώρα που φεύγουν οι νεκροί…..
είναι των ζωντανών η ώρα τώρα…
κι είναι ο αποχωρισμός πικρός….
Καβάλα, Δεκέμβριος 2018