Dark Mode Light Mode

Αδεσποτάκι

Ένα διήγημα της Τασούλας Γεωργιάδου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων


Γύρισε από το φαρμακείο, μετακίνηση Νο 1. Ίσα που το πρόλαβε, έκλεινε στις οκτώ. Με το που μπήκε τίναξε με δύναμη το πόδι να  πετάξει το παπούτσι που την χτύπησε. Έβγαλε την κάλτσα και έκατσε σαν σακί στην πολυθρόνα. Λίγο αίμα φάνηκε ανάμεσα στα δάχτυλα. Το νύχι του μικρού πλήγωνε τον παράμεσο του ποδιού. «Κοίτα χάλια! Και σου λέει νυχάδικα. Έ όχι κ.υπουργέ, δεν πάμε όλοι για να τα βάψουμε!» Έχει λίγα χρόνια που δεν μπορεί πια να διπλωθεί να φτάσει τα δάχτυλα των ποδιών. Θυμάται την μάνα της στα γεράματα που την παρακαλούσε γι’ αυτό. Να που ήρθε η σειρά της. Η Κάρα πλησίασε αθόρυβα, χαμηλώσε το κεφάλι της κοντά στο απλωμένο πόδι και κάθισε μαζεμένη Κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά με τις κόρες διεσταλμένες. Ήταν φανερό, ανησυχούσε.

«Δεν βοηθάς! Έτσι θα με γηροκομήσεις;» Γεράματα. Πλησιάζουν καλπάζοντας, το νιώθεις. Με τα φτιασίδια μόνο τους άλλους ξεγελάς. Τα πολλά πολλά τ’ άφησε· πριν τρια χρόνια, αποφάσισε τα μαλλιά να μην τα ξαναβάψει. Έφυγε αυτός ο μπελάς με τη ρίζα κάθε μήνα, συμβιβάστηκε με το ψαρό κεφάλι. Αν πεις για φρύδια, άντε να τα βγάλεις με γυαλιά πρεσβυωπίας. Κι αν βγάλεις τις άσπρες, τι θα μείνει; Στο κάτω κάτω τα χρόνια της παράσημο. Η ζωή είναι πίσω της, αλλά ζωή γεμάτη.

Εμπειρίες, καριέρα, μητρότητα, οικογένεια και άπειρες αναμνήσεις. Χαρά της τώρα τα εγγόνια της. Θα μου πεις είναι μακριά, τους χωρίζουν στεριές και θάλασσες. Μήπως κι αν ήταν εδώ θα τα ‘βλεπε; Σκληρή η καραντίνα, απαγορεύονται οι μετακινήσεις εκτός δήμου. Όλη η ζωή μέσα από τις οθόνες. Έτσι τα βλέπει, στις βιντεοκλήσεις. Αν ήταν στην Ευρώπη θα ταίριαζαν τουλάχιστον οι ώρες. Αυτή η Αμερική είναι δύσκολη, όταν ξυπνούν αυτά κοιμάται αυτή. Δεν παλεύεται η μοναξιά, αγριεύεται. Όταν ο καιρός βοηθά βγαίνει να σκαλίσει τον κήπο. Περνούν μασκοφορεμένοι διάφοροι, ούτε που τους γνωρίζει, λένε πάντως μια δυο κουβέντες ενθάρρυνσης από απόσταση. Τα βράδια πιο δύσκολα.  Κολλημένη στην τηλεόραση και τα τακτικά ραντεβου γι’ ανακοινωθέντα Πολιτικής Προστασίας. Ταράζεται με τα κρούσματα, τους διασωληνωμένους, τους αποδράσαντες εκ του κόσμου τούτου. Ανατριχιάζει, τρομοκρατείται. Παίρνε κανα τηλέφωνο να είσαι σ’ επαφή με ζωντανούς, καημένη!

Με τις γάτες δεν είχε συμπάθειες. Τις έπαιρνε στο κυνήγι με μπόλικο νερό από το λάστιχο του ποτίσματος. Έπιαναν και λιαζόντουσαν στις ζαρντινιέρες της, της χαλούσαν τα λουλούδια στα παρτέρια. Τις απεχθανόταν με ενοχές έναντι του έκτου άρθρου του Νόμου των Οδηγών «Αγαπά τη Φύση και προστατεύει τα ζώα και τα φυτά». Τα σκυλάκια της είναι πιο συμπαθητικά, αλλά τα φοβάται. Για μέσα στο σπίτι ούτε λόγος. Σιχαινόταν τόσο τις τρίχες τους κολλημένες σε μαξιλάρια, χαλιά και καναπέδες.  Αυτήν την άνοιξη της μοναξιάς τις παράτησε να πηγαίνουν όπου θέλουν, να λιάζονται και να γλύφονται πάνω κάτω.

Μια μικρούλα ασπρουδερή με γκρι αρζάν τιγρέ νησίδες ερχόταν να πίνει νερό κατευθείαν από τη βρύση της βεράντας. «Ας βάλω ένα μπολ καλύτερα» σκέφτηκε. Άρχισε να την παρατηρεί. Χαριτωμένο ζωντανό με αστραφτερά γαλάζια ματούδια και υγιή γουνίτσα, της θύμιζε τη δανεική βιζόν που εξασφάλισε για τον χειμωνιάτικο γάμο μιας φίλης. Σήκωνε μια τσαχπίνα ουρίτσα χαϊδεύοντας το τζάμι της μπαλκονόπορτας. «Έχει γούστο να μου τα κατουρήσει!»  άνοιξε για να την απομακρύνει, αλλά εκείνη μπήκε στο σπίτι, χαιρέτισε μ’ ένα νιαούρισμα και δεν έλεγε να το  κουνήσει. Τώρα τι κάνουμε, δεν ήθελε να την αγριέψει. Η γάτα τεντώθηκε σαν σε γυμναστική άσκηση χαλάρωσης της μέσης της, με έκταση των μπροστινών ποδιών και έπειτα κουλουριάστηκε στο εσωτερικό χαλάκι της πόρτας με τη ράχη στον ήλιο. «Βρήκαμε παρέα!» αναφώνησε, «με το έτσι θέλω εγκαταστάθηκες». Κι όμως ήταν μια παρουσία μέσα στο έρημο από τους συνήθεις ανθρώπους χώρο. Ένα ζωντανό πλάσμα στη μοναξιά της. Ομορφοκαμωμένο πλάσμα. Μια νησίδα τύλιγε τους ώμους σαν ετόλ. Δυο άλλες τόνιζαν την περιοχή των όρθιων αυτιών που άλλαζαν, θαρρείς, προσανατολισμό να πιάσουν τους ήχους του σπιτιού· το γουργούρισμα του ψυγείου, το χτύπημα του ρολογιού, το ξεκίνημα του καλοριφέρ. «Τουλάχιστον να είσαι γατούλα, δεν τους πάω τους μεγαλόσωμος γάτους που εκσπερματώνουν όπου τους βολεύει» έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται σύσφιξη σχέσεων με το ζωντανό. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει έναν καφέ. Ένιωσε στη γάμπα της να τη χαϊδεύει κάτι απαλό. Την είχε ακολουθήσει και τη χάιδευε με την ουρά της. Άνοιξε το ντουλάπι και έψαχνε με το βλέμμα. Κάπου είχε κονσέρβες σαρδέλας. Τι να φιλέψει το ζωντανό; Βρήκε μια με καυτερή πιπεριά. «Δεν φαντάζομαι να σε πειράζουν τα πικάντικα στους ζοχάδες σου;» γέλασε με το αστείο της. Πήγε στο μπαλκόνι και άφησε το πιατάκι με τη λιχουδιά δίπλα στο μπολ με το νερό. Έφαγε το γατί του καλού καιρού. Να σου ο γείτονας με τη σακούλα του σούπερ μάρκετ, μόλις πάρκαρε. Τον κάλεσε να δει το γατί. Αυτός ήξερε από ζώα. Ο άνθρωπος ήρθε πρόθυμα, έβαλε τη μάσκα του και γάντια. «Θηλυκιά είναι κ. Δέσποινα. Δεν βλέπω λουράκι. Αδέσποτη θα είναι, τόσες αφήνουν εδώ που είμαστε στην άκρη της πόλης. Αφού δεν τις στειρώνουν, γεννοβολούν και μετά ψάχνουν πού θα τα παρατήσουν. Όσα ζήσουν έζησαν. Ε, αυτή τα κατάφερε».

Άρχισε να συμπαθεί το γατί. Αγωνίστηκε τόσο να επιβιώσει το καημένο. Το βράδυ την άφησε έξω από τη πόρτα. Στρώθηκε κι αυτό στο πατάκι της εισόδου, προφυλαγμένο από τον αέρα και το κρύο. Με το που άνοιξε το πρωί, τσουπ μέσα. Πέρασαν δύο τρεις μέρες έτσι. Το βράδυ που ήταν να τη βγάλει έξω, να πάει να πέσει, είχε αρχίσει τσουρ τσουρ μια βροχή ποτιστική. Το γατί αρνιόταν να βγει, τριβόταν στα πόδια της νιαουρίζοντας. «Δεν σ’ αρέσει το νερό, ε! Ακόμη κι αν περιέχει τα λατρεμένα σου ψάρια.» Το λυπήθηκε το ζωντανό, το άφησε να την ακολουθήσει. Έκατσε στην κουνιστή να δει τη σειρά στην ΕΡΤ σκεπάζοντας με τη καρό κουβερτούλα τα πόδια της. Νάτη κι γάτα πονηρά πονηρά χώθηκε κι αυτή από κάτω. «Τι να φοβηθώ πια, μη μου πασάρει καμια τοξοπλάσμωση… εγκυμοσύνη δεν προβλέπεται στα εξήντα». Της χάιδεψε το κεφάλι και η άλλη ανταπέδωσε με νάζια.

Οι σκέψεις δεν την άφησαν να καλοκοιμηθεί. Ντύθηκε, παπουτσώθηκε κι έκατσε να πιει τον καφέ στην πολυθρόνα. Σχέδιο, είχε σχέδιο. Έρχεται να χαϊδευτεί το γατί. Με το που τελειώνει τον καφέ, βάζει τη μάσκα, κάνει μια κίνηση τουρμπιγιόν και κουκουλώνει το ζωντανό με την κουβέρτα. Όπως της τόπαν. Στο χαρτοκιβώτιο και …βουρ στο κτηνιατρικό. «Μπράβο μου! Δεν με το περίμενα να τα καταφέρω».

Δεν έχει περιλαίμιο, μικροτσίπ ή τατουάζ ταυτοποίησης που δείχνει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης, διαπίστωσε η κτηνίατρος. Να γίνει μια έρευνα στην γύρω περιοχή μπας κι ανήκει σε κάποιον, βάλτε κάποιες φωτογραφίες σε εμφανή σημεία, περιμένετε κάποιον καιρό για ανταπόκριση και μετά βλέπουμε τα σχετικά για το βιβλιάριο υγείας. Δεν έμειναν παρά οι διαδικασίες υιοθεσίας σχετικά με την προστασία των ζώων. Το όνομα αυτής: Κάρα! Εκ του καρα-ντίνα, εκ του ιταλιστί αγαπητή και … εκ της Ισμήνης του Σοφοκλέους. Ενίοτε Καραμέλα.

Κρεβάτι – φωλιά, ονυχοδρόμιο, λεκάνη άμμου, μπολάκια, βούρτσα, αντιπαρασιτικό κολάρο, συν περιλαίμιο ασφαλείας,  σαμπουάν με Aloe Vera – καλά θα δούμε πώς θα τα καταφέρω να τη μπανιάρω – λιχουδιές. Όλα της φάνηκαν απαραίτητα στο e-shop για pets όταν τα έβαζε στο καλάθι της παραγγελίας.

«Κάρα μου ανήκεις πλέον στα δεσποζόμενα ζώα συντροφιάς και γω, η Δέσποινα, είμαι η δέσποινά σου!» Τι έλεγε και ξανάλεγε ο Στρατηγός; «Μακριά από σκυλί, γατί, πουλί και γλάστρα! Μεγάλη δέσμευση» δεν τον άκουσε. Αλλά μήτε κι εκείνος άκουγε τον εαυτό του. Έσερνε τον Ντόμπυ όπου κι αν πήγαινε, μαλώνοντας με τους ξενοδόχους για την την μη υποδοχή ενός τόσο ευγενικού σε τρόπους μπάσταρδου ντόμπερμαν. Και ήταν πράγματι αμέπτου συμπεριφοράς το ζωντανό. Τό ‘χε θαρρείς παντρευτεί απ’ όταν το έσωσε μισοστραγγαλισμένο, σχεδόν κουτάβι, στο εργοτάξιο εκβάθυνσης του λιμανιού του Γαυρίου, όπου το πέταξε ο δήθεν φιλόζωος ιδιοκτήτης του όταν το βαρέθηκε.

«Δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βρήκαμε», σκεφτόταν κάθε που αφαιρούσε τις τρίχες με το ρολό σιλικόνης από τις στόφες των επίπλων. Μάζευε τα πεσμένα τριχόμαλλα της Κάρα και τα στερέωνε με μανταλάκι  στα κλαριά της ροδιάς, νάναι προσβάσιμη ύλη στα πουλιά για τις φωλιές τους. Η Κάρα στο κατόπι της· τη χάιδεψε. Η αφή του ζωντανού διαπέρασε τα κύτταρά της. Αυτή η επαφή, που’ γινε καθημερινή, ζεστή παρηγορία και συντροφιά και νοιάξιμο. Γαλήνη κι αρμονία τη γεμίζει τους μήνες της αφόρητης μοναξιάς στη σκιά του φόβου και της ύπουλης απειλής που σκέπασε εφιαλτικά τον Κόσμο με τη Covid 19 «Όλοι την τρέμουν κι μόνο εσύ την αψηφάς»

Με το που εξοικειώθηκε λίγο με τον χώρο η τσαχπίνα γατούλα άρχισε τα παιχνίδια. Χοροπηδούσε ολημερίς, την έχανες πίσω από τα έπιπλα, κρυβόταν σε κουτιά παπουτσιών και σακούλες φρούτων. Βάλθηκε να παλεύει με την μπάλα της γυμναστικής, να επιτίθεται στο κουβάρι του πλεξίματος και να τραβολογά ό,τι κορδόνι κουρτίνας, ποδιάς, κρόσι κουβέρτας και τραπεζομάντηλου. Να μην πούμε για την προτίμηση στην οθόνη του τάμπλετ χρώματα και φως την απασχολούσαν τόσο ευχάριστα. Και χάιδεμα, πολύ χάιδεμα. Ίσως το μαλακό χάδι της ουράς της να ήταν και το τελευταίο άγγιγμα στοργής και συμπαράστασης αγαπημένου όντος στη ζωή της.

Άνοιξε την τηλεόραση, ευτυχώς αυτή τη φορά, οι σειρές συνεχίστηκαν. Ήταν κι ενδιαφέρουσες. Η Κάρα κούρνιασε στα πόδια της. Το εξωτερικό φως άναψε αυτόματα, ο αισθητήρας αν περνούσε κάτι στη στόχευση της πορείας του ενεργοποιήθηκε. «Θα ήρθε το ντιλίβερι» σκέφτηκε ασυναίσθητα κι σηκώθηκε ν’ ανοίξει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Με το που άγγιξε τη πόμολο, αστραψε μια σκέψη «Καλά, τι παράγγειλα;» αλλά ήταν αργά. Η πίεση από την έξω μεριά την έριξε κάτω με το κεφάλι να κτυπά στην ακμή του πρώτου σκαλοπατιού.

Το πρώτο που αντίκρυσε μες τη θολούρα ήταν η μουσουδίτσα της. Είχε ανέβει στο στήθος της και την παρατηρούσε ασκαρδαμυκτί. Στο πίσω πλάνο ο γείτονας με το τηλέφωνο στο χέρι να δίνει οδηγίες. «Τι έγινε βρε παιδιά; Πω, πω, το κεφάλι μου; Γιατί είμαι ξάπλα στην είσοδο;» να και ο γιατρός από απέναντι που καταφθάνει. Και το περιπολικό που ακούγεται να σταματά απ’ έξω. Ευτυχώς μόνο διάσειση και λιποθυμία. Άλλα τραύματα δεν διαπιστώθηκαν. Έλειπε το πορτοφόλι που είχε αφήσει πρόχειρα στο πορτ μαντώ γυρίζοντας από το φαρμακείο. Και ο σταυρός από τον λαιμό της. Δεν πρέπει να προχώρησε πιο μέσα ο κλέφτης. Ερασιτέχνης κι ψιλικατζής. Για καμιά δόση να βολευτεί. Η Κάρα πήγε στον γείτονα, που την είχε πασπατεύσει για το φύλο της, νιαούρησε επιτακτικά κι εκείνος έσπευσε πάραυτα.

«Και μετά σου λένε, πάρε για φύλακα σκύλο…»

Προηγούμενο άρθρο

Οι λέξεις είναι φλέβες

Επόμενο άρθρο

ΝΕΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ‘ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΖΑΧΑΡΗΣ’- ΓΕΥΣΗ & ΥΓΕΙΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΤΙΔΗΣ Fresh