Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Η εγγονή μου. Δυόμιση χρόνω. Άγραφο το μυαλουδάκι της. Σελίδες λευκές που περιμένουν μία τη μία και μία την άλλη. Τη σειρά τους περιμένουν. Για να γεμίσουν. Και γεμίζουν σιγά σιγά. Με γνώσεις. Με ζωή. Με μνήμες και φαντασίες. Με θέλω και μπορώ. Με αγάπη. Με αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα. Με όνειρα.
Με όνειρα;
Δεν ξέρω αν μπορεί να κάνει όνειρα ένα παιδάκι σ’ αυτή την ηλικία. Μπορεί;….
Ίσως και να γίνεται. Θε νάναι όμως όνειρα διαφορετικά απ’τα δικά μας. Όνειρα άδολα, αγνά. Έτσι λέω.
Στη πρώτη σελίδα ακόμα βρίσκεται η μικρή μου. Στις πρώτες σειρές. Δίπλα της, μαζί της βρίσκομαι και εγώ. Πολλές φορές μονάχοι. Μου αρέσει όταν είμαστε μονάχοι μας. Με κοιτά, με ρωτά, τη κοιτώ, απαντώ στην ερώτησή της και την καταγράφει. Της μαθαίνω, τη μαθαίνω, μαθαίνω όσο μπορώ το μικρό τούτο ανθρωπάκι, της φύσης δημιούργημα. Τη ψάχνω. Και εκείνη όμως με ψάχνει. Να με καταλάβει, προσπάθεια σπουδαία κάνει και αυτή. Μαζί και μέσα απ’ το παιχνίδι. Ποιός είμαι, τί είμαι, με διερευνεί. Προσπαθεί να με καταλάβει να με νιώσει. Με διορθώνει. Έμαθε να με διορθώνει κιόλας. Τη διορθώνω και εγώ. Της λέω “λάθος κάνεις”. “Όχι”, μου απαντά. “Ναι”, της λέω και βγάζει φωνούλα. Διαμαρτύρεται. Μικρή επαναστάτρια.
Η εγγονή μου.
Σήμερα συνεχίζουμε το μάθημα των γραμμάτων. Από εκεί που το άφησαν οι γεννήτορες της.
“Άλφα”, της λέω.
“Άφλα”, μου απαντά και γελά κακαριστά. Το ξέρει πως είναι λάθος. Αλλιώς… σωστά και όπως πρέπει το έλεγε εχτές, μα της αρέσει να με πειράζει. “Σαν (β)άφλα”, παππού, ε;
Έμαθε και τις βάφλες.
“Ψωμί, λάδι και ρίγανη”, μωρό μου.
“Ρίγανη;” η απορία της.
Και εκεί, ανάμεσα στο παιχνίδι, στη κούνια – ψηλά ψηλά παππού, πολύ ψηλά, ως το έξι – και στο κυνηγητό, “πες”, της λέω.
“Έλα, πες”, της λέω και ξεκινά.
“Άφλα”.
Με κοιτά, κάνω αστεία γκριμάτσα, ύστερα σοβαρεύω, γελά μα σοβαρεύει και αυτή αμέσως. Έμαθε να περνά από το αστείο στο σοβαρό κι αντίστροφα με μιας. Σμίγει τα φρύδια. Θάλασσα κι ουρανός τα μάτια της. Ξαναγελά, γι αυτό και λαθεύω σ’αυτό που περιμένω να ακούσω. Με ξεγελά το γέλιο της μα εκείνη, “άλφα”, το λέει σωστά, και αμέσως συνεχίζει: “βήτα, γάμα, δέλτα, έψιλον, ζήτα, ήτα….”
Κι άξαφνα σταματά.
Ως εδώ….
Δυσκολεύεται;
Δεν της αρέσει;
Μπορεί να είναι αυτό, ίσως και κάτι άλλο, γι αυτό και συνεχίζει αλλιώς:
“… θήτα…τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ,….” Με τους αριθμούς συνεχίζει.
Είπαμε να μάθουμε και την αλφαβήτα αφού πρώτα μάθαμε να μετράμε και να αντιστοιχούμε, δάχτυλα, πετρούλες, και ξυλάκια με αριθμούς – “τρεις γλάροι πετούν παππού” – αλλά φαίνεται πως τη δυσκολεύουν τα γράμματα και πως προτιμά την πραγματικότητα των αριθμών….
Πραγματικότητα;
Ξέρω πως δεν κάνουν λάθη οι αριθμοί, δεν λένε ψέματα, δεν παραπλανούν, δεν μπορούν να υποκριθούν. Μία μονάχα λύση- αποτέλεσμα έχει η εξίσωσή τους. Ασχέτως που οι άνθρωποι όπως τους συμφέρει τη μετρούν.
Τα γράμματα όμως; Η εξίσωσή τους;
Αυτά, που άλλοτε μας πάνε εδώ, κι άλλοτε εκεί σαν τους αρχαίους των Μαντείων χρησμούς; Αυτά, αυτά τα γράμματα, που φτιάχνουν λέξεις και προτάσεις και σχηματίζουν σκέψεις, δεν είναι πράγμα εύκολο να το κάνει κανείς αυτό…..
Δεν είναι εύκολα τα λόγια. Είναι δύσκολες οι λέξεις. Θέλουν προσοχή οι σκέψεις. Θέλουν αλήθειες. Θεραπεύουν μα και πονούν τα λόγια, και… και πώς, πώς κανένας να ανακαλύψει τον τρόπο τους, τον συνδυασμό τους. Να ανακαλύψει το πώς να μάθει να αραδιάζει τα γράμματα στη σειρά, σε μια τέτοια σειρά, έτσι ώστε νάναι ταιριαστά, να νιώσει το θρόισμα τους και να φτιάχνει λέξεις όμορφες. Πατέρας, μάνα, αδελφός, πρόγονοι, γη, μνήμες, αγκαλιά, άγγιγμα.
Η περιουσία των ποιητών είναι οι λέξεις λένε. Αυτό που έχουν μέσα στο πουγκί τους, λέξεις είναι αντίς για χρυσάφι. Και είναι λέξεις απλές. Λέξεις που η μια δίπλα στην άλλη, υμνούν την ύπαρξή μας.
Δέντρο, λουλούδι, αγάπη, άμμος….
Κι άλλες λέξεις, λέξεις ένοχες, συνένοχες. Γεμάτες με ενοχές αλλά και γλύκα. Για τη ζωή, την ομορφιά της, τον κόσμο, τα άστρα και το φεγγάρι, την Πούλια και τον Αυγερινό, τις θάλασσες και τα βουνά, τον πόνο και τον θάνατο και το κακό, τους γλάρους που πετούν ολημερίς πάνωθέ μας.
“Θάθελα να πετώ παππού σαν τους γλάρους.”
“Και εγώ μικρή μου.”
Χαμογελά.
Ένας γλάρος προσγειώθηκε στη καμινάδα του διπλανού σπιτιού.
“Ξεκουράζεται παππού. Δες δες, ξύνει το κεφαλάκι του με το πόδι του.”
“Πόσα πόδια έχει ο γλάρος γλυκιά μου Κίκα;”
“Δύο….. δύο πόδια παππού….γιατί παππού δεν έχουν χέρια οι γλάροι;”
“Γιατί είναι πουλιά και τα πουλιά αντίς για χέρια έχουν φτερά, πουλάκι μου.”
“Δεν θέλω να είμαι πουλί παππού…. θέλω όμως να μάθω να πετώ.”
“Θα μάθεις μωρό μου. Αρκεί να βγάλεις φτερά σα μεγαλώσεις και θα πετάς. Κι ας μην είσαι πουλί.”
“Γίνεται παππού;”
“Γίνεται μωρό μου. Γίνεται.”
Με κοιτά διερευνητικά.
“Μήπως να φορέσω τη στολή του γλάρου.”
Στα γενέθλιά της είχε φορέσει τη στολή της πεταλούδας με τα φτερά της.
“Πόσα δάχτυλα έχει στο πόδι του, ο γλάρος Κίκα μου; Τα βλέπεις; Για μέτρα.”
“Ένα, δύο, τρία….τέσσεραααααα!”
“Τέσσερα και τέσσερα;”
Με κοιτά με απορία….
Ρωτούν την ποίηση
πόσα κάνουν δύο και δύο;
Και η ποίηση
μετρώντας τα δάχτυλά της
Αποκρίνεται πέντε
Η ποίηση δεν πάει σχολείο.
Έτσι απεφάνθη ο ποιητής!
Κυριακή δέκα Μαΐου του είκοσι είκοσι