06/11/2024
01 Noεμβρίου 2024
Το viral meme, το ιογενές μιμίδιο του ανταγωνισμού έχει μολύνει το αμερικανικό μυαλό: η αποσύνθεση και ο ψυχωτικός εμφύλιος πόλεμος (πέρυσι στις ΗΠΑ πάνω από εκατό άνθρωποι πέθαναν από πυροβολισμούς την ημέρα!) κινδυνεύουν να αποτελέσουν το μέλλον αυτής της θλιβερής χώρας. «Όποιος κι αν κερδίσει αυτές τις εκλογές ναρκωμένες από δισεκατομμύρια δολάρια – γράφει ο Bifo – το χάος είναι εγγυημένο».
“Ακριβώς όπως τα τερατώδη μεταλλαγμένα φύκια εισβάλλουν στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, οι οθόνες της τηλεόρασής μας είναι γεμάτες, είναι κορεσμένες με εκφυλισμένες εικόνες και απόψεις.
Στο επίπεδο της κοινωνικής οικολογίας, υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, στους οποίους επιτρέπεται να πολλαπλασιάζονται ελεύθερα, σαν ένα είδος φυκιών, σε σημείο να καταλαμβάνουν ολόκληρες περιοχές της Νέας Υόρκης και του Ατλάντικ Σίτι.
Αυτό το άτομο ανακαινίζει αυξάνοντας τα ενοίκια, διώχνοντας έξω δεκάδες χιλιάδες φτωχές οικογένειες, πολλές από τις οποίες αναγκάζονται να μείνουν άστεγες, παρόμοια με τα νεκρά ψάρια της περιβαλλοντικής οικολογίας» (Felix Guattari, Le tre ecologie, οι τρεις οικολογίες).
Σε αυτές τις γραμμές που γράφτηκαν όταν ο Τραμπ αναδυόταν στη σκηνή (1989), ο Γκουαταρί προβλέπει αυτό που είναι πλέον ξεκάθαρο σήμερα σαν τον ήλιο: η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση-deregulation επιτρέπει στα τερατώδη φύκια να μολύνουν τα νερά.
Συνέβη ακριβώς στην ώρα της, και η υπερθερμασμένη θάλασσα εξαπολύει τρομακτικές καταιγίδες που σκοτώνουν εκατοντάδες ανθρώπους στις ισπανικές ακτές. Επιπλέον, η απορρύθμιση, la deregulation επιτρέπει τον πολλαπλασιασμό των πηγών εκφώνησης που προορίζονται να μολύνουν τη Mediasfera, την σφαίρα της Επικοινωνίας, και κατά συνέπεια την Ψυχόσφαιρα, la Psicosfera. Συνέβη πάνω στην ώρα του: πλήθη ψυχοεξαρτημένων ψηφίζουν ένα παλιοτόμαρο που υπόσχεται τη μεγαλύτερη εκτόπιση στην ιστορία.
Σε εκείνες τις λίγες γραμμές του Γκουταρί περιγράφεται η γένεση ενός δηλητηριώδους περιβάλλοντος που γεννά βία, καταπίεση, πόλεμο όλων εναντίον όλων και δημιουργεί τις συνθήκες μιας κυνικής, μπαρόκ, καταστροφικής τυραννίας.
Ας αναλογιστούμε τις μακρινές προϋποθέσεις, το προοίμιο αυτού που ονομάζουμε απορρύθμιση, deregulation. Στην αρχή υπάρχει η τεχνολογική δημιουργία του ριζωματικού παραδείγματος.
Χάρη στην εμπορευματοποίηση των ηλεκτρονικών τεχνολογιών μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και του 1970, ήταν δυνατή η δημοκρατική διάχυση αυτόνομων πηγών πληροφορίας.
Στην Ιταλία και τη Γαλλία δημιουργήσαμε εκατοντάδες ελεύθερα ραδιόφωνα μετά από μια πολιτιστική μάχη ενάντια στο κρατικό μονοπώλιο στην πληροφόρηση. Στη συνέχεια, η δημιουργία του παγκόσμιου ιστού, del world wide web, κατέστησε δυνατό τον πολλαπλασιασμό αμέτρητων πυρήνων δικτυακής κουλτούρας σε όλο τον κόσμο.
Όμως μεγάλες οικονομικές και μαφιόζικες ομάδες μπήκαν στο ρήγμα που άνοιξε η διάχυτη δημιουργικότητα (Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, Τραμπ στις Ηπα και παρόμοιοι άνθρωποι σε κάθε χώρα του κόσμου) που ο στόχος τους δεν ήταν σίγουρα η δημιουργία, ο πολιτισμός ή η πληροφόρηση, αλλά η «συσσώρευση κεφαλαίου και η απόκτηση απεριόριστης πολιτικής εξουσίας επάνω στα μυαλά μιας ψυχικά υποταγμένης κοινωνίας.
Zed is dead, baby
Είδα το The Apprentice, την ταινία του Ali Abbasi αφιερωμένη στη μαθητεία, την πρακτική άσκηση του ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις αμερικανικές εκλογές.
Ο τίτλος είναι έξυπνα παρμένος από το τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο, πριν από μερικές δεκαετίες, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέβαλε σε ταπείνωση υποψηφίους που εμφανίζονταν ενώπιόν του για να προσβληθούν, να γελοιοποιηθούν, να ανακριθούν, και τελικά να απολυθούν (you’re fired).
Υπήρχε μια ουρά για να χλευαστούν δημόσια από εκείνο το άτομο με την ξανθιά τούφα. Γιατί; Το αίνιγμα Τραμπ καταδεικνύει ότι τα εργαλεία της πολιτικής ανάλυσης είναι πρακτικά άχρηστα πλέον, δεν χρησιμεύουν σε κάτι.
Για να κατανοήσουμε ένα τέτοιο ηθικό, ψυχικό και πολιτικό τερατούργημα πρέπει όντως να μιλήσουμε για ταπείνωση, επιδημική θλίψη, απέχθεια για τον εαυτό μας – πρέπει να μιλήσουμε για απεριόριστη ελευθερία για τους αδίστακτους εκμεταλλευτές και υποστηρικτές της δουλείας, τους ψυχωτικούς τυράννους και τους κατασκευαστές όπλων.
Η ταινία του Abbasi το καταφέρνει, σε κάποιο βαθμό. η δική του ίσως δεν είναι μια σπουδαία ταινία, αλλά είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε κάτι από το ψυχικό, υπαρξιακό και μαφιόζικο υπόβαθρο στο οποίο μεγαλώνει ο Τραμπ. Είναι χρήσιμη για να αντιληφθούμε ποια είναι τα εργαλεία της κυριαρχίας του πάνω στον ψυχισμό ενός μίζερου και απίστευτα ανίδεου, ακατάρτιστου λαού.
Η ταινία δεν αφορά την παράσταση The Apprentice, από την οποία πήρε κατάλληλα τον τίτλο της. Μάλλον μιλάει για τη μαθητεία του ίδιου του Τραμπ, την πρακτική του άσκηση. Πώς κατέστη αυτό που είναι;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, η ψυχανάλυση μπορεί να είναι πιο χρήσιμη από την πολιτική θεωρία. Η ανιψιά του πορτοκαλί ανθρώπου, η Μαίρη Τραμπ, εκπαιδευμένη ψυχολόγος, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Too Much and Never Enough: How My Family Created the World’s Most Dangerous Man-Πάρα πολύ και ποτέ αρκετά: Πώς η οικογένειά μου δημιούργησε τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στον κόσμο, στο οποίο προσπαθεί να καταλάβει τον θείο της από ψυχαναλυτική σκοπιά.
Η πρώτη εντύπωση που ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο: η ζωή αυτού του ατόμου ήταν (και είναι) εξαιρετικά θλιβερή. Ο πατέρας αυτού του ατόμου ήταν, σύμφωνα με τη Μαίρη, ένα κοινωνικοπαθητικό αλλά αποτελεσματικό άτομο.
Η ταινία του Abbasi καταφέρνει επίσης να δείξει πόσο καθοριστική ήταν η σχέση με τον πατέρα του. Ο Ντόναλντ έζησε την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του υπό τον φόβο της ταπείνωσης στην οποία τον υπέβαλλε συστηματικά ο πατέρας του, με αποτέλεσμα βαθιές ψυχολογικές πληγές.
«Η βασική πεποίθηση του Φρεντ (του κοινωνιοπαθητικού πατέρα) συνίσταται σε αυτό, στη ζωή υπάρχει πάντα μόνο ένας νικητής και όλοι οι άλλοι είναι ηττημένοι, και η ευγένεια σημαίνει μόνο αδυναμία».
«Ή είσαι ένας χαμένος είτε είσαι ένας δολοφόνος, un killer», λέει ο πατέρας στον μικρό Ντόναλντ. Ξεκινώντας από προϋποθέσεις αυτού του είδους καθίσταται αδύνατο να απολαύσει τη σχέση με τους άλλους, γιατί αυτή η σχέση μπορεί να είναι μόνο σχέση ανταγωνισμού, επιθετικότητας, ή υποταγής.
Αλλά δυστυχώς, αυτό δεν είναι ίσως ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της συλλογικής προσωπικότητας των κατοίκων αυτής της χώρας που δεν θα υπήρχε χωρίς τη γενοκτονία των ιθαγενών και χωρίς την εκτόπιση και τη δουλεία;
Οι τρεις κανόνες που μαθαίνει ο Ντόναλντ από έναν ρατσιστή και μαφιόζο δικηγόρο (Roy Cohn) είναι οι εξής: «Πρώτος: επίθεση επίθεση επίθεση. Δεύτερος: Πάντα να λες ψέματα. Τρίτος: να δηλώνεις πάντα νίκη και να μην παραδέχεσαι ποτέ την ήττα».
Όπως παρατηρεί ένας χαρακτήρας της ταινίας, δημοσιογράφος των Times, αυτές οι τρεις αρχές περιγράφουν πολύ καλά την εξωτερική πολιτική ΗΠΑ των τελευταίων τριάντα ετών. Θα έλεγα εγώ πως καθορίζουν το δημόσιο πνεύμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Το συλλογικό ασυνείδητο των λευκών αμερικανών είναι ένα βρωμερό δυσώδες κελάρι από το οποίο αναδύονται τέρατα όπως αυτό που διηγήθηκε ο Ταραντίνο στο Pulp fiction.
Θυμάστε όταν ο Bruce Willis ελευθερώνει τον Marcellus από εκείνο το κελάρι, τον οποίο ο Zed, ο βασανιστής, κρατά αλυσοδεμένο εκεί κάτω για να τον πηδάει; Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να εξηγήσουμε τα χρόνια του Τραμπ, αν και δυστυχώς μου φαίνεται ότι ο Ζεντ είναι ζωντανός και καλά, και ετοιμάζεται να κλωτσήσει τον κώλο πολλών κακομοίρηδων.
Nomen est omen (Το όνομα είναι ένα σημάδι)
Στις αρχές του 2021, λίγο μετά τη φαρσική επίθεση στο Καπιτώλιο από τα στρατεύματα του στρατηγού Τραμπ, δημοσίευσα ένα δοκίμιο με τίτλο The American Abyss. Τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτή η άβυσσος είναι όλο και πιο βαθιά, και ένας κίνδυνος εμφανίζεται όλο και πιο εμφανής: η αποσύνθεση του αμερικανικού μυαλού μπορεί να προκαλέσει μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα καταλήξει να εξαφανίσει την ανθρώπινη ζωή στη γη.
Μερικές φορές σκέφτομαι το όνομα αυτού του ατόμου: to trump σημαίνει να ξεπερνάω, να κατακλύζω, να συντρίβω – αλλά το ουσιαστικό τραμπ σημαίνει επίσης κλανιά, βρωμερή πορδή.
Αν ποτέ η φράση «nomen est omen» είχε επιβεβαίωση, αυτό συμβαίνει εδώ, ετούτη είναι η περίπτωση. Ο πορτοκαλί άνδρας είναι ένας βρωμερός κλανιάρης που στοχεύει, προτείνεται (και καταφέρνει) να μαστίζει την ψυχική ατμόσφαιρα, ταπεινώνοντας και απειλώντας.
Αν είχα την ατυχία να είμαι πολίτης ηπα δεν θα ψήφιζα κανέναν από τους δύο υποψηφίους: η κυρία Χάρις, η οποία υποσχέθηκε ότι ο αμερικανικός στρατός θα είναι πάντα εξοπλισμένος με τη μέγιστη θαννατηφόρα ισχύ, είναι πιο επικίνδυνη από τον Τραμπ από ευρωπαϊκή σκοπιά, γιατί με την Χάρις πρόεδρο ο πόλεμος της Ουκρανίας θα εξαπλωθεί μέχρι το ατομικό κατώφλι.
Ο κ. Τραμπ, εκπροσωπώντας συνειδητά και ρητά τα συμφέροντα της λευκής φυλής, θα ήταν καταστροφή για τους παλαιστίνιους και γενικότερα για τους μετανάστες, στους οποίους ο Τραμπ και ο Βανς έχουν υποσχεθεί «τον μεγαλύτερο εκτοπισμό στην ιστορία».
Αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς ο Τραμπ θα μπορούσε να είναι πιο αδίστακτος από τον Μπάιντεν και τον Ομπάμα, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της προεδρίας τους εκτόπισαν περισσότερους μετανάστες από εκείνο που έκανε ο άνθρωπος που κλάνει.
Και είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς θα μπορούσε να είναι πιο αδίστακτος απέναντι στους παλαιστινίους από τον Μπάιντεν, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να παρέχει οικονομική υποστήριξη και να στέλνει όπλα στους ισραηλινούς εξολοθρευτές. Ίσως θα ήταν απλώς λιγότερο υποκριτής.
Psicosi memetica (Μιμητική ψύχωση)
Στις 6 ιανουαρίου 2021, καθώς ο νέος δημοκρατικός πρόεδρος ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση του στον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο συγκεντρώθηκε για να επιτελέσει τις ιεροτελεστίες του, ένα πολύχρωμο πλήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Τραμπ να σώσει την Αμερική, και μια χιλιάδα ανισόρροποι πορεύτηκαν προς το Καπιτώλιο.
Χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση από την αστυνομία, οι ανισόρροποι μπήκαν στις αίθουσες του Καπιτωλίου, έσπασαν τα τζάμια στα παράθυρα, ούρλιαξαν ασυνάρτητα και κυμάτισαν σημαίες της συνομοσπονδίας και σημαίες με τη σβάστικα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποκίνησε τους ταραχοποιούς να ανακτήσουν την εξουσία με τη βία. «Δεν θα πάρετε ποτέ πίσω τη χώρα σας με την αδυναμία. Πρέπει να επιδεικνύετε δύναμη και πρέπει να είστε δυνατοί. […] Να μάχεστε.
Παλεύουμε σαν κολασμένοι. Κι αν δεν πολεμήσετε σαν κολασμένοι, δεν θα υπάρχει πια χώρα για σας». Στο τέλος της ημέρας το πλήθος επέστρεψε σπίτι του, όπως κάνει κάποιος μετά από μια ωραία κυριακάτικη έξοδο. Υπήρξαν κάποιοι τραυματισμοί, και ένα άτομο έχασε τη ζωή του από πυροβολισμό αστυνομικού.
Οι δημοκρατικοί σχολιαστές σκανδαλίστηκαν πολύ, πως να μην τους καταλαβαίνουμε. Αλλά το σκάνδαλο των δημοκρατικών σχετικά με τα ψέματα που είπε ο Τραμπ και τα οποία πιστεύουν οι οπαδοί του, είναι για γέλια.
Μετά το 2008, οι λευκοί κάτοικοι ΗΠΑ, βαλτωμένοι σε δύο παράφρονες πολέμους, ταπεινωμένοι από την φτωχοποίηση μετά την οικονομική κρίση, τρομοκρατημένοι από τη δημογραφική κατάρρευση, αρπάχτηκαν απελπισμένα στα όπλα τους, στα SUV τους, στο δικαίωμα να τρώνε βόειο κρέας, και να σκοτώνουν.
Αυτό που συνέβη στην Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου 2021 δεν ήταν μια εξέγερση ή ένα πραξικόπημα, αλλά ένα επεισόδιο, φάρσα και εγκληματικό μαζί, του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, που είναι το πλέξιμο διάφορων συγκρούσεων: μια σύγκρουση μεταξύ λευκού εθνικισμού και φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Μια μεταξύ λευκού πληθυσμού και του μαύρου, λατίνου και ασιατικού πληθυσμού, μια σύγκρουση μεταξύ μητροπόλεων και φτωχωποιημένων αγροτικών περιοχών, μια πολιτιστική σύγκρουση μεταξύ κοσμικών και φανατικών κάποιου συνθετικού Ιεχωβά, αλλά πάνω από όλα ένας ψυχωτικός εμφύλιος πόλεμος ένοπλων ανισόρροπων που αποφασίζουν να σκοτώσουν τον πρώτο που θα βρεθεί εντός εμβέλειας, στο στόχαστρο τους.
Αυτή είναι η αμερικανική άβυσσος, όχι η διάδοση ψευδών ειδήσεων, di fake news. Το 2016 συνέβη το αδιανόητο: ένας χρωματιστός ναζί κέρδισε τις εκλογές. Από εκείνη τη στιγμή ήταν ξεκάθαρο ότι η μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου is running amok, βρίσκεται σε αμηχανία, τρέχει αμήχανα, έχει χάσει το μυαλό της και κατέχει εκατόν είκοσι πυροβόλα όπλα για κάθε εκατό κατοίκους.
Οι δημοκρατικοί διαμαρτύρονται, παραπονιούνται επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγουν μια χιονοστιβάδα από ψεύδη, αλλά μόνο ένας αφελής άνθρωπος μπορεί να μην έχει καταλάβει ότι τα ψέματα δεν μπορούν να εξαλειφθούν, επειδή η Αμερική είναι το βασίλειο του ψεύτικου.
Από την 1η Ιανουαρίου έως τον Αύγουστο του 2023, υπήρξαν είκοσι οκτώ χιλιάδες διακόσιοι ενενήντα τρεις θάνατοι από πυροβόλα όπλα (θα υπάρξουν 42.385 στο τέλος του έτους).
Όσοι σκοτώθηκαν σε ενέργειες μαζικών πυροβολισμών-mass-shooting (πώς να μεταφραστεί στα ιταλικά μια λέξη τόσο στενά συνδεδεμένη με τη γλώσσα των πιστολέρο;) ήταν 474. Οι ακούσιες ανθρωποκτονίες από πυροβόλα όπλα (εν συντομία, όσοι σκοτώθηκαν κατά λάθος ενώ χειρίζονταν ένα όπλο) ήταν 1.070.
Ένας αμερικανός πατέρας
Παρόλο που καταναλώνουν τέσσερις φορές περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια και πολύ περισσότερο κρέας από οποιονδήποτε άλλο λαό στη γη (ή ίσως εξαιτίας αυτού), οι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών διάγουν μια άθλια ζωή.
Η μέση διάρκεια ζωής στην Ισπανία είναι 83,3 χρόνια, στη Σουηδία 83,1, στην Ιταλία 82,7, στην Κίνα 77,1. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το προσδόκιμο ζωής τα τελευταία χρόνια είναι 76,1.
Το 65 τοις εκατό των κατοίκων δεν έχουν κάποια αποταμίευση και αν αρρωστήσουν έχουν πολλές πιθανότητες να καταλήξουν σε ένα πεζοδρόμιο. Το 2022, σημειώθηκαν εκατό χιλιάδες θάνατοι από υπερβολική δόση οπιοειδών ψυχοτρόπων φαρμάκων. Η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη διαλύεται.
Η λέξη «αδιανόητο» έχει εμφανιστεί στον δημόσιο διάλογο στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια. We Need to Think the Unthinkable About Our Country, Πρέπει να σκεφτόμαστε το αδιανόητο για τη χώρα μας είναι ο τίτλος ενός κύριου άρθρου στους New York Times της 13ης Ιανουαρίου 2022, υπογεγραμμένο από τους Τζόναθαν Στίβενσον και Στίβεν Σάιμον-Jonathan Stevenson e Steven Simon: «Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν αναπόφευκτα με φαύλο και ίσως βίαιο τρόπο. Αξίζει να πούμε ότι η δεξιά απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολιτικά υπαρξιακή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ξέραμε, θα μπορούσαν να αποσυντεθούν».
The Unthinkable, Το Αδιανόητο επιπλέον, είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Jamie Raskin, που κυκλοφόρησε στις 6 ιανουαρίου 2022, στην πρώτη επέτειο της ψυχωτικής εξέγερσης.
Ο συγγραφέας δεν είναι μόνο ένας συγγραφέας, αλλά ένα σημαντικό μέλος του Κογκρέσου, εκλεγμένος στο Μέριλαντ στις τάξεις του δημοκρατικού κόμματος. Επιπλέον, ο Jamie Raskin είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερος, και είναι πατέρας τριών παιδιών που είναι μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών.
Ένας από αυτούς, ο Tommy, είκοσι πέντε ετών, πολιτικός ακτιβιστής, υποστηρικτής των προοδευτικών υποθέσεων, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ζώων, πέθανε το βράδυ της τελευταίας ημέρας του έτους 2020.
Ο Tommy επέλεξε να πεθάνει, αυτοκτόνησε όπως λένε. Το έκανε μετά από μια μακρά κατάθλιψη, αλλά και ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ηθικής ταπείνωσης που επέφερε ο τραμπισμός στα ανθρωπιστικά του αισθήματα.
Για τον Jaimie Raskin, η τελική απόφαση του Tommy δεν είναι μόνο μια συναισθηματική καταστροφή, αλλά η αρχή μιας ριζικής επανεξέτασης των πεποιθήσεών του. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο μοιράστηκα τον πόνο ενός πατέρα και το μαρτύριο ενός διανοούμενου, αλλά μαζί μου αποκαλύφθηκε το βάθος της κρίσης που σκίζει τη Δύση, και ειδικότερα σκοτεινιάζει τον πολιτιστικό ορίζοντα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ο πατέρας δεν έχει πλέον κανέναν κόσμο αξιών να μεταδώσει στο παιδί του. Στο βιβλίο τρεις διαφορετικές ιστορίες αναπτύσσονται ταυτόχρονα και τροφοδοτούν η μία την άλλη: η πρώτη είναι η ιστορία του αναδυόμενου αμερικανικού φασισμού.
Η δεύτερη είναι η ζωή του Τόμι, ο σχηματισμός του, τα ιδανικά του και η συνεχής ταπείνωση της ηθικής του ευαισθησίας. Η τρίτη είναι η επίδραση του Covid19 στο μυαλό της νέας γενιάς που έχει υποφέρει περισσότερο από τους κανόνες αποστασιοποίησης, της απομάκρυνσης, της καραντίνας με λίγα λόγια.
Ο Τόμι υπέφερε από κατάθλιψη, και στο τελευταίο του μήνυμα μιλά για αυτό: «Συγχωρέστε με, η ασθένειά μου κέρδισε». Ο Jamie Raskin γράφει: «Όπως πολλοί νέοι της γενιάς του, ο Tommy έχει συρθεί σε μια κακοήθη σπείρα από τον Covid.
Με το σχολείο κλειστό, η κοινωνική ζωή περιορίζεται σε ένα ελάχιστο εύθραυστο με μάσκα, τα ταξίδια ένας εφιάλτης. Δύσκολες σχέσεις, εξαναγκασμένες σε ανώριμη και αμήχανη οικειότητα, ή μάλλον σε μια εικονική εγκατάλειψη.
Πολλοί νέοι έχουν υποστεί ανεργία, οικονομική συρρίκνωση και βαθιά αβεβαιότητα. Πολλοί, όπως ο Τόμι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο σπίτι των γονιών τους σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία λυκείου…
Ο Τόμι είχε δηλώσει τον εαυτό του αντιναταλιστή επειδή δεν μπορούσε να δεχτεί την προοπτική να αναγκάσει έναν άλλο άνθρωπο να ζήσει μια ζωή προορισμένη να κυριαρχείται από τον πόνο, τη θλίψη και την ταλαιπωρία».
Και πάλι: «Όσο κι αν η Σάρα κι εγώ προσπαθούσαμε να του περιγράψουμε τη χαρά της απόκτησης παιδιών, ο Τόμι δεν δέχονταν να εγκαταλείψει την αποφασιστικότητά του γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει την αναπόφευκτη εμπειρία του πόνου σε κάποιον άλλον.
Δεν με παρηγορεί πολύ το γεγονός ότι γνωρίζω πως ένα τεράστιο και αυξανόμενο τμήμα της γενιάς του Tommy σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο για το ζήτημα να μην έχει παιδιά”.
Ο αντι-ναταλισμός είναι πιθανώς μια επίδραση της κατάθλιψης, σωστά, αλλά αυτό δείχνει ότι η κατάθλιψη μπορεί να είναι μια κατάσταση σοφίας, όχι απλώς μια ασθένεια.
Καθίσταται ασθένεια όταν αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μήνυμά της, και προσπαθούμε απεγνωσμένα να συμμορφωθούμε με κυρίαρχους κανόνες παραγωγικότητας, αποτελεσματικότητας και δυναμισμού.
Η απόρριψη του μηνύματος της κατάθλιψης, η επαναβεβαίωση της δύναμης της θέλησης έναντι του μηνύματος της κατάθλιψης είναι ένας τρόπος να πέσουμε σε μια αυτοκτονική ολίσθηση.
Εάν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε το νόημα και τη σοφία της κατάθλιψης, είναι δυνατή μια συνειδητή και κοινόχρηστη εξέλιξη της κατάθλιψης. Στην περίπτωση του Tommy αυτό είναι προφανές: ο απο-ναταλισμός του είναι ίσως πιο σοφός από την ανεύθυνη απόφαση να φέρει στον κόσμο αθώους που προορίζονται για μια σχεδόν σίγουρα δυστυχισμένη ζωή.
Μετά τον θάνατο του γιου του, η αντίληψη του Ράσκιν αλλάζει: η αισιοδοξία του ως συνταγματολόγου κλονίζεται από την έκρηξη της ωμής βίας που τείνει να υπερισχύει της δύναμης της λογικής, και οι δημοκρατικές του βεβαιότητες παραπαίουν μπροστά στην εξάπλωση της κατάθλιψης.
«Ξαφνικά η συνταγματική μου αισιοδοξία με φέρνει σε δύσκολη θέση σαν να είναι μια ντροπή. Φοβάμαι ότι η λαμπερή πολιτική μου αισιοδοξία, αυτή που πολλοί από τους φίλους μου έχουν εκτιμήσει περισσότερο σε εμένα, έχει καταστεί μια παγίδα μαζικής αυταπάτης, μια αδυναμία που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι εχθροί μας».
Η πολιτική αισιοδοξία αυτού του γενναιόδωρου καθηγητή Νομικής κλονίζεται από την ξαφνική συνειδητοποίηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία στηρίζεται σε ένα εύθραυστο θεμέλιο.
Μάλιστα γράφει: «Επτά από τους δέκα πρώτους προέδρους μας ήταν ιδιοκτήτες σκλάβων. Αυτά τα γεγονότα δεν είναι τυχαία, αλλά γεννιούνται από την ίδια την αρχιτεκτονική των πολιτικών μας θεσμών».
Η δουλεία είναι μέρος των ψυχικών αποσκευών του αμερικανικού έθνους. Πώς μπορεί αυτό το έθνος να περιμένει ότι θα γίνει παράδειγμα για οποιονδήποτε άλλο; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε να σκεφτόμαστε ότι αυτό το έθνος αποτελεί ένα κίνδυνο για την επιβίωση της ανθρωπότητας;
Ο νόμος του πατέρα δεν έχει πλέον καμία δύναμη επί του χάους
Σήμερα, πρώτη μέρα του Νοεμβρίου 2024, ο Τραμπ κινδυνεύει να γίνει ξανά πρόεδρος, ενώ ο κόσμος, με την αμερικανική θέληση, έχει εισέλθει σε έναν κύκλο ψυχωτικού εμφυλίου πολέμου του οποίου τα αποτελέσματα είναι απρόβλεπτα, πράγματι αδιανόητα.
Ο πατέρας δεν έχει πλέον ένα κόσμο νοήματος να παραδώσει στον γιο του. Ο νόμος του πατέρα δεν έχει πλέον καμία δύναμη επί του χάους. Όποιος κι αν κερδίσει αυτές τις εκλογές ναρκωμένες από δισεκατομμύρια δολάρια, το χάος είναι εγγυημένο.
Σχόλια
- ο Giovanni Scavazza λέει 2 Nοεμβρίου 2024 στις 14:11 “Υπήρχε ένα πολύ αστείο πουλί, ο Φοίνικας, στο πιο μακρινό παρελθόν, πριν από τον Χριστό, και αυτό το πουλί έφτιαχνε μια πυρά για τον εαυτό του κάθε τετρακόσια-πεντακόσια χρόνια και θυσιαζόταν πάνω της. Όμως, κάθε φορά που καίγονταν, αναγεννιόταν αμέσως από τις δικές του στάχτες, για να ξαναρχίσει. Και προφανώς, εμείς τα ανθρώπινα όντα δεν ξέρουμε να κάνουμε άλλο από το ίδιο ξανά και ξανά, αλλά έχουμε ένα πράγμα που ο Φοίνικας δεν είχε ποτέ: Γνωρίζουμε την κολοσσιαία βλακεία που μόλις κάναμε. Γνωρίζουμε καλά όλους τους αναρίθμητους παραλογισμούς που διαπράχθηκαν εδώ και χιλιάδες χρόνια, και όσο θα γνωρίζουμε ότι τις έχουμε διαπράξει και θα προσπαθούμε να το ξέρουμε, μια μέρα ή την άλλη θα σταματήσουμε να ανάβουμε τις βρωμερές νεκρικές πυρές μας και να πηδάμε πάνω τους. Με κάθε γενιά, μαζεύουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους που θυμούνται.”
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος Comune-info