Dark Mode Light Mode

Αγαπούμε τη ζωή, αν μπορούμε να τη ζήσουμε

28/01/2025

Ο πόνος είναι πολύ δυνατός. Έχουν καταστήσει ερείπια και στάχτη μια χώρα που ήδη βασανίζεται από χρόνια και χρόνια κατοχής. Έχουν συντρίψει τον κοινωνικό χάρτη της Γάζας σε χίλια κομμάτια: τα οικογενειακά δίκτυα και γειτονιάς, το οικονομικό σύστημα, το πολιτιστικό.

Κι όμως στους δρόμους της Λωρίδας υπάρχει μια σχεδόν ζωτικής σημασίας ζύμωση. Εμείς οι παλαιστίνιοι «Αγαπάμε τη ζωή» έλεγε ο Μαχμούντ Νταρουίς-Mahmoud Darwish, γράφει η Emilia De Rienzo

Η εκεχειρία έφτασε επιτέλους. Ένας εύθραυστος σπόρος ειρήνης, σε ένα έδαφος κατεστραμμένο από τον πόλεμο, τη Λωρίδα της Γάζας. Οι αριθμοί μιλάνε ξεκάθαρα. Μετά από 470 ημέρες πολέμου, περισσότεροι από 46.500 παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους, 18.000 ήταν παιδιά, τουλάχιστον άλλοι 11.000 αγνοούνται, οι τραυματίες ξεπερνούν τις 110.000 (4.500 άτομα έχουν υποστεί ακρωτηριασμούς) και υπάρχουν 1,9 εκατομμύρια εκτοπισμένοι: το 90% του πληθυσμού.

470 μέρες, μια αιωνιότητα! Τόσο κράτησαν τα ισραηλινά αντίποινα, που πραγματοποιήθηκαν με τα πιο εκλεπτυσμένα και ισχυρά όπλα, μαχητικά βομβαρδιστικά τελευταίας παραγωγής, άφθαρτα άρματα μάχης και drones έτοιμα να χτυπήσουν εύκολους αθώους στόχους που δεν είχαν καμία σχέση με τη Χαμάς.

Επιτέλους ο εκκωφαντικός θόρυβος των βομβών έχει σιγήσει. Εκείνες οι βόμβες που έπεφταν ανελέητα, σε σπίτια, στους δρόμους, σε νοσοκομεία, σε σχολεία, εκείνες οι βόμβες που σκότωσαν παιδιά, ανυπεράσπιστες γυναίκες, άνδρες, που ακρωτηρίασαν χιλιάδες ανθρώπους, που μετέτρεψαν σε ερείπια και στάχτη μια χώρα που είχε ήδη μαρτυρήσει χρόνια και χρόνια κατοχής, σιώπησαν.

Για τους πολίτες της Γάζας δεν υπήρξε ποτέ τρόπος να ξεφύγουν από τους βομβαρδισμούς. Είχαν παγιδευτεί σε μια περιοχή όπου πάνω από το 80 τοις εκατό της Λωρίδας ισοπεδώθηκε. Δεκαπέντε μήνες σφαγών έχουν καταστήσει χίλια κομμάτια τον κοινωνικό χάρτη της Γάζας: τα οικογενειακά δίκτυα και των γειτόνων, το οικονομικό σύστημα, το πολιτιστικό σύστημα. Έχουν ακυρώσει κάθε δυνατότητα να δώσουν σε κάθε παιδί αυτό που δικαιούται: το σχολείο.

Του χάρισαν τον φόβο, τον τρόμο, μέρα και νύχτα. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, υπάρχουν 35.000 παιδιά που έχουν χάσει τουλάχιστον έναν γονέα και «η Γάζα φιλοξενεί τη μεγαλύτερη ομάδα ακρωτηριασμένων παιδιών στη σύγχρονη ιστορία»..

Μα οι βόμβες, στο τέλος, σώπασαν και οι άνθρωποι που επέζησαν στη Γάζα, δίχως να το πιστεύουν, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ο βαθύς πόνος που τους συνόδευε ετούτους τους μακρούς μήνες, αναμείχθηκε στη χαρά και μια αμυδρή ελπίδα αναδύθηκε ξανά.

Πολλοί δεν θέλουν να σκέφτονται ότι η εκεχειρία είναι εύθραυστη και ότι οι μάχες θα μπορούσαν να επαναληφθούν. Θέλουν να απολαύσουν αυτή τη στιγμή γαλήνης, ειρήνης. Θέλουν να αναπνεύσουν και να κινηθούν, να οργανωθούν και να ξαναχτίσουν, να αρχίσουν να ζουν ξανά.

Θέλουν να επιστρέψουν σπίτι τους: ξέρουν ότι το σπίτι είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν είναι πια εκεί, δεν υπάρχει πλέον, «και τότε θα στήσω μια σκηνή στα ερείπια του», λέει κάποιος. – Θέλουν να ξανασμίξουν με την οικογένεια από την οποία χωρίστηκαν.

Μια γυναίκα ελπίζει να βρει και να θάψει τα πτώματα των τριών παιδιών της, που παγιδεύτηκαν κάτω από τα ερείπια του σπιτιού τους κατά τη διάρκεια μια ισραηλινής αεροπορικής επιδρομής. Έχουν βαρεθεί τη βία, τον θάνατο, την πείνα, θα ήθελαν απλώς να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.

Ο ισραηλινός στρατός σκότωσε τους αγαπημένους τους, κατέστρεψε τα σπίτια τους, τους δρόμους, έσβησε ακόμη και τις αναμνήσεις τους, τη μνήμη τους. Τι πρέπει ακόμη να πάρουν πριν τελειώσουν όλα; Ο πόνος είναι πολύ δυνατός, οι πληγές πολλές κι όμως σήμερα υπάρχει ένας αέρας αφύπνισης, η επιθυμία να μην τα παρατήσουν, να ξαναρχίσουν ακόμα κι αν η χώρα τους είναι ένα βουνό από συντρίμμια, ακόμα κι αν οι κάποτε πολυσύχναστοι δρόμοι έχουν μετατραπεί σε ένα ανησυχητικό τοπίο με σκονισμένους κρατήρες, στριμμένα καλώδια και τσαλακωμένα κτίρια.

Ένα αποκαλυπτικό, σουρεαλιστικό τοπίο. Η σαφέστατη μαρτυρία ότι ο άνθρωπος μπορεί να μην γνωρίζει το έλεος, ότι μετά από αυτό υπάρχουν ακόμα εκείνοι που θα ήθελαν να δώσουν μάχη για να κερδίσουν, για να κερδίσουν περισσότερα. Ότι αυτή η επιθυμία για κυριαρχία δεν θα τελειώσει ποτέ, με οποιοδήποτε τίμημα.

Ωστόσο, στους δρόμους της Λωρίδας υπάρχει μια σχεδόν ζωτική ζύμωση. Εμείς οι παλαιστίνιοι «Αγαπούμε τη ζωή» έλεγε ο Mahmoud Darwish:

Αγαπούμε τη ζωή
Αγαπούμε τη ζωή, αν μπορούμε να τη ζήσουμε
Χορεύουμε ανάμεσα σε δύο μάρτυρες, ανάμεσά τους
Φυτεύουμε φοίνικες για βιολέτες,
ή σηκώνουμε ένα μιναρέ
Αγαπούμε τη ζωή, αν μπορούμε να τη ζήσουμε
Κλέβουμε μια κλωστή από τον μεταξοσκώληκα
για να υφάνουμε τον ουρανό μας
Και να περικλείσουμε αυτό το ταξίδι
Ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα του κήπου
Μέχρι να μπορέσει το γιασεμί να βγει στους δρόμους
σαν μια καλοκαιρινή μέρα
Αγαπούμε τη ζωή, αν μπορούμε να τη ζήσουμε
Όπου εγκατασταθούμε, σπέρνουμε φυτά
Τα οποία μεγαλώνουν γρήγορα
Και θερίζουμε το θάνατο
Φυσάμε το χρώμα της μακρινής απόστασης στο φλάουτο
Σχεδιάζουμε ένα χλιμίντρισμα στη σκόνη του πεζοδρομίου
Και γράφουμε τα ονόματά μας
Πέτρα για πέτρα
Να ο κεραυνός, φωτίζει για εμάς τη νύχτα
Χαλαρώστε τουλάχιστον λιγάκι.
Κι εμείς αγαπούμε τη ζωή, αν μπορούμε να τη ζήσουμε.

Ο Mahmoud Darwish, τεράστιος παλαιστίνιος ποιητής που πέθανε το 2008 σε ηλικία 67 ετών, γνωρίζει πόσο θεμελιώδης είναι η μνήμη για τη διατήρηση των ριζών και την οικοδόμηση ενός μέλλοντος, και υπογραμμίζει τη σημασία της ποίησης ως εργαλείου για να επεξεργάζεται τον πόνο, να δίνει φωνή στους άφωνους, να αντιστέκεται στην καταπίεση. Η λογοτεχνία, και ιδιαίτερα η ποίηση, είναι απαραίτητη για έναν τόσο βασανισμένο λαό, αντιπροσωπεύει μια μορφή αντι-αφήγησης, που αμφισβητεί και διαμαρτύρεται ενάντια στην άρνηση του παλαιστινιακού πολιτισμού και την αλλοιωμένη και παραμορφωμένη αφήγηση των αποικιστών που αφαιρεί κάθε μορφή αυθεντικότητας, αξιοπρέπειας και ανθρώπινης πραγματικότητας. Όπως κάτω από τα ερείπια της Τροίας, ο Darwish αυτοπροσδιορίζεται ως «ένας τρωικός ποιητής» όταν περιγράφει την κατάσταση πολιορκίας και την καταστροφή της πόλης του από τη σκοπιά των ηττημένων. Ένας τελευταίος επικός ήρωας που υπερασπίζεται το δικαίωμα της Τροίας στο μερίδιό της στην ιστορία. «Η ιστορία μας έχει ανασταλεί, διακόπηκε. Το παρελθόν μας, ας πούμε, είναι ιδιοκτησία του άλλου, και στο χέρι μας είναι να επιστρέψουμε σε αυτό και να συνδεθούμε με αυτό». Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε κάθε τόπο, κάθε τοπίο, κάθε άρωμα για τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού, σαν να αφήνουμε κάθε ανάμνηση χαραγμένη στην πέτρα, ή μάλλον πέτρα πάνω σε πέτρα («μίλα ώστε να ακουμπήσω το περπάτημα μου επάνω σε μια πραγματική πέτρα»). Όσοι έχουν τη δύναμη να θυμούνται μπορούν ακόμα να είναι ελεύθεροι, μπορούν να σώσουν από τη λήθη αυτό που τους έχει αφαιρεθεί.

“Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, αλλά είναι η λογοτεχνία που γράφει τις ιστορίες των θυμάτων». Ο ποιητής είναι ο μάρτυρας της μνήμης μπροστά στη λήθη, και η ποίησή του δεν αρνείται μερικές φορές «να συμμετάσχει σιωπηρά στο εγχείρημα της ελπίδας». Στη λογοτεχνία, η ατομική και η συλλογική εμπειρία ενώνονται σφιχτά σε μια ποιητική εμπειρία που γίνεται παγκόσμια γλώσσα «για να μας επιτρέψει να νιώθουμε τον πόνο, και τις πληγές και επομένως, να μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση στην ανθρωπιά μας”.

Μην γράφετε την ιστορία ως ποίηση.
Ο ιστορικός δεν ανατριχιάζει όταν απαριθμεί τα θύματα […]
Η ιστορία είναι ένα ημερολόγιο όπλων γραμμένο πάνω στα σώματα μας
Η ιστορία δεν έχει μια τέτοια συμπόνια
Να μας κάνει να νιώθουμε νοσταλγία για τα ξεκινήματα μας
Και δεν θέλει να μας κάνει να ξέρουμε τι έχουμε μπροστά και πίσω.

Η ποιητική εμπειρία του Darwish πηγάζει από την εμμονή στην περιγραφή της απώλειας της καταγωγής, στην εύρεση λέξεων και νοημάτων στο ξεριζωμό, στην εξορία χωρίς επιστροφή, στα όρια που έχει επιβάλει η Ιστορία στην ύπαρξη ενός ολόκληρου λαού. Να είναι η φωνή της δικής του υπαρξιακής εμπειρίας, αλλά και να δίνει φωνή «σε αυτούς που έχασαν το δικαίωμα να μιλούν».

Εξολοθρευμένος και άφωνος, ο κόσμος της Γάζας και αυτές τις μέρες παλεύει για να εγγυηθεί τη συνέχεια στο χρόνο. Ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον φόβο του τέλους. Αυτό είναι που ζητά ένας ποιητής: να πιστεύεις στην ελπίδα της αναγέννησης, να διαιωνίζεις τη μνήμη, να αφηγείσαι τη ζωή. Έτσι έγραφε ο Rifaat al-Areer (1979-2023), συγγραφέας και πανεπιστημιακός καθηγητής λογοτεχνίας, λίγες μέρες πριν ένας ισραηλινός βομβαρδισμός βάλει τέλος στη ζωή του στο Khan Younis, στις 7 του περασμένου δεκεμβρίου:

Αν εγώ θα πρέπει να πεθάνω,
εσύ θα πρέπει να ζήσεις
για να διηγηθείς την ιστορία μου
να πουλήσεις τα πράγματά μου
να αγοράσεις ένα κομμάτι ύφασμα
και λίγο νήμα
(ίσως λευκό με μια μακριά ουρά)
έτσι ώστε ένα παιδί, κάπου στη Γάζα
ενώ κοιτά τον ουρανό
περιμένοντας τον πατέρα του
– που πέθανε ξαφνικά χωρίς να πει αντίο
σε κανέναν
ούτε στο πετσί του
ούτε στον εαυτό του –
να δει τον χαρταετό μου
αυτόν που εσύ έφτιαξες
να πετά ψηλά
 και να σκεφτεί, για μια στιγμή, ότι είναι ένας άγγελος
που φέρνει πίσω αγάπη.
Αν θα πρέπει να πεθάνω,
που φέρνει τότε μια ελπίδα
πως το τέλος μου είναι μια αφήγηση.

“Στην ιστορική ζωή, αυτή η μορφή καθαρής ελπίδας – λέει η Marìa Zambrano στο I Beati, Οι ευλογημένοι – χωρισμένη, αφημένη στον εαυτό της ή παραδομένη στην απεραντοσύνη, παράγεται μερικές φορές για πολύ καιρό σε καταπιεσμένους λαούς ή φυλές, και περισσότερο από καταπιεσμένες εγκαταλελειμμένες στον εαυτό τους. (…)

Λαοί, ολόκληρες φυλές σε κατάσταση δοκιμασίας, συμφορών, πείνας, ταπείνωσης κατοικούν τον πλανήτη, απειλούμενες -σύμφωνα με τα στατιστικά των αρμόδιων φορέων- να παρασυρθούν, να σαρωθούν από τη μιζέρια, συνεχίζουν να ζουν εκεί, στον δικό μας πλανήτη.

Και αν αντιστάθηκαν και αντιστέκονται, πρέπει απαραίτητα να οφείλεται στην υπεράνθρωπη δύναμη -η λέξη έρχεται από μόνη της- αυτής της ελπίδας που τους κρατά αιωρούμενους πάνω από τον χρόνο, πάνω από τη ζωή, από γενιά σε γενιά, ενώ στην πολιτισμένη δύση, η αυξανόμενη ευημερία -πάντα κάπως περιορισμένη- συνυπάρχει με την αγωνία, με την ανεργία της ψυχής και του νου, με το πνευματικό άθλημα της αισθητικής και λογοτεχνικής απόγνωσης, με εκείνη τη χρήση της νοημοσύνης που έχει την απαίτηση να κυβερνά την πραγματικότητα χωρίς να κρατάει επαφή μαζί της. με την ευθραυστότητα μπροστά στα βάσανα, με την έκπληξη που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι η ευτυχία δεν είναι ένας καρπός που μπορεί να θεριστεί από μόνος του, ότι υπάρχει ανάγκη να τον παράγεις, να τον στηρίζεις, να τον δημιουργείς και, πράγμα ακόμα πιο δύσκολο, να μαθαίνεις πώς να τον παραλαμβάνεις και να τον συλλέγεις όταν έρχεται”.

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος    Comune-info

Προηγούμενο άρθρο

ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (1929-2025)

Επόμενο άρθρο

Ν. Παναγιωτόπουλος στην ΕΡΤ: «Αυστηρότερες πολιτικές για τις επιστροφές και το άσυλο στο κέντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης» (video)