Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Τίποτα δεν γίνεται παρελθόν αν δεν το θελήσουμε εμείς”
Μου λέει ο μπαμπάς μου: “Ετοιμάσου”.
Πάω στη μαμά μου. Εκείνη, παίρνει τη τσάντα που την έδωσε η αδερφή της. Εκείνη η αδελφή της που παντρεύτηκε εκείνον τον Καβαλιώτη. Τον γυρολόγο. Ο άντρας της την έφερε μια μέρα που γύρισε από τα γιαλοχώρια. Τη τσάντα. “Τί ήταν τα γιαλοχώρια;” ρώτηξα εγώ τη μαμά μου. Ήταν λέει χωριά, στο γιαλό, στη θάλασσα. “Στο γιαλό που έχει στα βράχια κολλημένες πεταλίδες;” “Ναι”, με είπε η μαμά μου. Ωμές τις έτρωγα εγώ τις πεταλίδες. Τις ξεκολλούσα με το σουγιαδάκι μου που καλλιτεχνούσα τις κρανίτικες τις βίτσες, και τις έτρωγα. Εκείνη τη τσάντα πήρε στα χέρια της η μαμά μου όταν την είπα ότι ο μπαμπάς με είπε ετοιμάσου. Τη πήρε και την άνοιξε τα κουμπιά της. Τη τσάντα. Τη τσάντα που την έφερε στη θεία μου ο άντρας της. Τώρα, που τη βρήκε ο γυρολόγος αυτή τη τσάντα, τρέχα – γύρευε, που λένε.
Ήρθαν στο χωριό μια Κυριακή πρωί η θεία μου. Με το Μιτσουμπίσι. Έσφαξε μια κότα ο μπαμπάς μου για φαΐ. Εκείνη πού ‘ταν άρρωστη, για ψόφο. “Σιγά τώρα μη σφάξω καμιά πουλάδα”, είπε. Αφού φάγαμε, είπε στον άντρα της το γυρολόγο, η θεία μου: “Σύρε και φέρε από το Μιτσουμπίσι τη τσάντα. Εκείνη με τα λαχούρια”. Απόρεσα. Τί ήταν τα λαχούρια; Σκέφτηκα να ρωτήξω, μα δεν το έκανα, γιατί όλο ρωτούσα και με βαριούνταν. Άσε που εκείνος ο θείος μου, ο γυρολόγος, βαρούσε κιόλας καρπαζιές. Να φάω καμμία μεσημεριάτικα. “Στη καρότσα πίσω – πίσω είναι”, του είπε η γυναίκα του, η θεία μου, η αδερφή της μαμάς μου. Ο γυρολόγος έφερε μια τσάντα με ζωγραφιές απ’ έξω. “Πάρε”, είπε στη μαμά μου η θεία μου. “Δώρο για τα γενέθλια σου”. Η μαμά μου δεν είχε “ονομαστική γιορτή”, που λένε. Μονάχα γενέθλια είχε, γιατί: “Δεν είχε τέτοιον Άγιον, ούτε τέτοιαν Αγίαν”. Έτσι είχε πει ο παπά Παράσχος πού’ ταν και θείος τής μαμάς μου, και μεγάλος θείος δικός μου. Άνδρας της αδερφής τής μαμάς της ήταν. Αλλά, σκέφτηκα εγώ, πως από εδώ και πέρα, τα άλλα χρόνια, θα είχε Αγία με τέτοιο όνομα. Τη μαμά μου.
Πήρε τη τσάντα με τα λαχούρια η μαμά μου. Έβαλε μέσα μερικές φανέλες μου, κάλτσες και βρακιά. Δυο παντελόνια – μαζί και το καλό μου -, μπλούζες κι ένα πουκάμισο.
“Πάμε”, είπε ο μπαμπάς μου. Παίρνω την τσάντα στο ένα χέρι και στο άλλο χέρι διπλωμένο όμορφα το σακάκι μου. Κατεβήκαμε στο σχολείο. Μπαίνουμε στο φορτηγό τού Κώστα. Μερσέντες. Όλη νύχτα ταξιδεύαμε. Μια κοιμόμουν, μια ξυπνούσα.
Ξημερώματα φτάσαμε στην Αθήνα.
Πέμπτη, τρεις Νοεμβρίου χίλια εννιακόσια εξήντα έξι.