Dark Mode Light Mode

Ακατάλληλον

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Κοιτώ τη φωτογραφία. Ενθύμιον. Χίλια εννιακόσια πενήντα εννέα γράφει πίσω. Θυμάμαι….

Άκουσα γεμάτος περιέργεια, θυμάμαι, και κάπως κάτι σαν μια έκπληξη μια αγωνία να με είχε κυριεύσει. Έτσι θυμάμαι πως ένιωσα σαν άκουσα εκεινού τα λόγια. Στημένος ήμουν εκεί μπροστά του μαζί με τους άλλους, και δίπλα μου εκείνη. Στην ηλικία μου ήταν. Παίζαμε μαζί.

“Το πουλάκι”, λέει εκείνος που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του και κρατούσε στα χέρια του εκείνο το παράξενο κουτί – φωτογραφική μηχανή* μας είπε πως το έλεγαν. Μας κοιτά μέσα από ένα τζάμι από πάνω απ’ το κουτί.

“Εδώ κοιτάξτε όλοι. Το πουλάκι”.

Το πουλάκι. Άκου, το πουλάκι!

Εγώ αυτό το πουλάκι δεν το ήξερα. Εγώ ήξερα άλλα πουλάκια κι άλλα πράγματα γι αυτά. Όχι ανθρώπους με κουτιά.

Ήξερα ας πούμε, για εκείνο το πουλάκι που έρχονταν στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας μας στο χωριό το χειμώνα, για να τσιμπολογήσει τα ψίχουλα που του άφηνα εγώ. Το λυπόμουνα που κρύωνε και πεινούσε. Αυτό το πουλάκι το αγαπούσα πολύ. Πολύ το αγαπούσα.

Ήταν όμως κι άλλα πουλάκια. Έρχονταν στο ανατολικό παράθυρο της κάμαρας που κοιμόμουνα εγώ με την αδελφή μου. Αυτό το παράθυρο, έβλεπε στην πίσω αυλή που ήταν και ο λάκκος. Εκεί, όταν χιόνιζε, ο μπαμπάς μου καθάριζε από το χιόνι έξω και κάτω από το παράθυρο ένα μικρό μέρος στη γη, και έριχνε σπασμένο, θρυψαλιασμένο καλαμπόκι. Ύστερα έβαζε από πάνω ένα μεγάλο τετράγωνο συρμάτινο κόσκινο και το ανασήκωνε βάζοντας ένα ξυλάκι από τη μια μεριά του. Έτσι, κρατιόταν μισάνοιχτο το κόσκινο. Ύστερα έδενε τη μια άκρη ενός σπάγκου στο ξυλάκι και την άλλη άκρη τη κρατούσα εγώ στο παραθύρι. Έρχονταν τα πουλάκια να φάνε το καλαμπόκι, τραβούσα εγώ τον σπάγκο έπεφτε κάτω το κόσκινο και φυλακίζονταν τα πουλάκια από κάτω του. Μπορεί και πέντε, και επτά, καμιάφορα και δέκα και δεκατρία. Αυτά τα πουλάκια πολύ τα αγαπούσα μα πιο πολύ τα λιγουρευόμουνα. Έβαζε ύστερα το χέρι του ο μπαμπάς μου προσεκτικά κάτω από το κόσκινο, τα έπιανε ένα ένα, τα αποκεφάλιζε, τα ξεπουπούλιαζε η μαμά μου και τα έριχνε στο τηγάνι.

Κάθε φορά όμως θυμάμαι, πως κάποιο πουλάκι ξέφευγε από το θανάσιμο χέρι του μπαμπά μου, κι ύστερα έρχονταν στο μπροστινό το παραθύρι τής κουζίνας, και έτρωγε τα ψίχουλα που του έριχνα εγώ. Ήταν, αυτό, το πουλάκι. Αυτό το πουλάκι ήταν. Το πουλάκι μου. Αυτό που πολύ το λυπόμουνα, που πολύ κρύωνε από την παγωνιά, και που πολύ πεινούσε. Πολύ το αγαπούσα αυτό το πουλάκι. Και τα άλλα όμως τα αγαπούσα!

Αυτά ήξερα εγώ, γι αυτά τα πουλάκια. Αλλά και το άλλο ήξερα.

Το άλλο, ήταν εκείνο το κίτρινο πουλάκι από τα κλωσόπουλα της κότας, που Αμερικάνα την έλεγε ο μπαμπάς μου. Έτρεχαν πίσω από τη μαμά τους τη κλώσα εκείνα τα κίτρινα πουλάκια, τριγυρνούσαν στην αυλή και στο λάκκο, σκάλιζαν το χώμα και έτρωγαν σποράκια και σκουληκάκια. Κάθε ένα από αυτά τα πουλάκια, αν γλίτωνε από τη γάτα, όταν μεγάλωνε γίνονταν πουλάδα ή κοκόρι. Και αν γλίτωνε και από τον κόρμο και το τσεκούρι, γίνονταν τότε, η πουλάδα, κότα και κλώσα, και το κοκόρι, αφέντης του κοτετσιού στη θέση του παλιού του κόκορα – αφέντη. Ο παλιός αφέντης κόκορας, αφού πρώτα χοροπηδούσε για λίγο στη πίσω αυλή δίχως κεφάλι, γίνονταν, μισός σούπα που άρεσε σε εμένα και στον μπαμπά μου, και ο άλλος μισός στο φούρνο με ρύζι, που άρεσε στη μαμά μου και στην αδελφή μου.

Ακόμα ήξερα, και για ένα άλλο πουλάκι. Αυτό το πουλάκι που έλεγε η μαμά μου να το βγάζω από την τρυπούλα που είχε μπροστά μου ανάμεσα ψηλά στα πόδια μου εκείνο το παντελονάκι με την καρδούλα στηθουράκι. Αυτό ήταν το δικό μου πουλάκι, και μου έλεγε η μαμά μου να το βγάζω κάθε λίγο και να κατουράω, ειδαλλιώς, θα κατουριόμουν απάνω μου. Πολλές φορές όμως δεν προλάβαινα.

Κι έρχεται τώρα εκείνος που φωτογράφο τον έλεγαν, να μας δείξει το δικό του πουλάκι. Είχα μια έκπληξη, μια αγωνία, μια περιέργεια!

Κοιτώ τη φωτογραφία.

Στημένο, καμαρωτό με βλέπω και μου μιλώ. Μαζί και οι άλλοι. Τους βλέπω και τους μιλώ κι εκείνους. Κανείς τους δε με βλέπει όμως. Κανείς τους δε με ακούει. Δεν βλέπουν και δεν ακούνε οι φωτογραφίες. Το ξέρω. Μοναχά μιλούν.

Δίπλα μου, βλέπω εκείνη. Στην ηλικία μου ήταν. Παίζαμε μαζί. Εγώ κοιτώ για το πουλάκι τού φωτογράφου και εκείνη κρατά με το δεξί της χέρι πίσω από την πλάτη μου τη ράντα μου, και κοιτά εμένα. Ίδια ηλικία είχαμε. Παίζαμε μαζί. Έφυγε σε άλλο τόπο, σε νησί. Έμαθα παντρεύτηκε, έκανε δύο κόρες και τη χτύπησε η κακιά αρρώστια. Και έφυγε σε άλλο πάλι τόπο. Σε εκείνον που γυρισμό δεν έχει. Την κοιτώ στη φωτογραφία…

Το πλάι της κοιτώ, καθώς εκείνη κοιτά εμένα.

Έτσι, δεν μπορώ να δω τα μάτια της….

Ιούλιος του 2020

________________

*Ρώσικη lupidel

Προηγούμενο άρθρο

Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της συνοικίας του Άη Γιάννη

Επόμενο άρθρο

Παρελθόν από τον ΑΟΚ ο Δήμιζας